Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΛΑΓΝΕΙΑΣ

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΛΑΓΝΕΙΑΣ

Οι έννοιες «Γεροντισμός» και «Γεροντολαγνεία» αποτελούν την παθογένεια της σχέσεως μεταξύ του γέροντα/πνευματικού και του εξομολογουμένου χριστιανού. Όταν η παθογένεια ξεκινά από τον πρώτο , τότε μιλάμε για «Γεροντισμό»˙ όταν χαρακτηρίζει τον δεύτερο, για «Γεροντολατρεία», χωρίς να παραβλέπουμε και την περίπτωση της αμφίδρομης επίδρασης από τον «Γεροντισμό» στη «Γεροντολαγνεία» και τ’ ανάπαλιν.
Ως «Γεροντισμό» εννοούμε την τάση του Γέροντα/πνευματικού να πατρονάρει τους χριστιανούς που εξομολογεί επεμβαίνοντας σε όλο το φάσμα της προσωπικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και κοινωνικής τους ζωής, και μάλιστα με ιδιοτελή τρόπο. Δεν πρόκειται για το θυσιαστικό ανιδιοτελές ενδιαφέρον του πνευματικού για τις ψυχές που ο Θεός του εμπιστεύθηκε , και που φυσικά θα εκτείνεται σ’ όλο το εύρος της ζωής, αφού η πνευματική ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ μας. Στον «Γεροντισμό» το ενδιαφέρον είναι προσχηματικό και κίβδηλο, αφού ζητούμενο είναι η ανάπαυση του πνευματικού και όχι η σωτηρία των πιστών. Δυστυχώς μέσα στην Εκκλησία μας υπάρχουν «μικροκλίματα» όπου στρατολογούνται οπαδοί που εύκολα μπορούν να καταλήξουν δούλοι και υπηρέτες , αντί να είναι ελεύθεροι εν Χριστώ.
Ο Γεροντισμός αποτελεί ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΑΣ. Η ευθύνη του πνευματικού είναι ένας σταυρός , στον «Γεροντισμό» όμως ο σταυρός μετατρέπεται σε αναπαυτική πολυθρόνα , αφού χαρίζει στον κληρικό/πνευματικό άνεση, τιμή και δόξα. Ο πνευματικός που πάσχει από αυτό το σύνδρομο ουσιαστικά δεν ποιμαίνει τους χριστιανούς του, αλλά τ0ν εαυτό του.
Ψυχολογικά ο «Γεροντισμός» μπορεί να νοηθεί ως μια εναγώνια προσπάθεια του πνευματικού να είναι ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ και ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ στα πνευματικά τέκνα του, ώστε να αισθάνεται ο ίδιος ΧΡΗΣΙΜΟΣ και να αποκτά ταυτότητα, οντότητα και ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ μέσα από την πνευματική σχέση. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες ο πνευματικός καταρρέει όταν απολέσει κάποιο πνευματικό του τέκνο που για τον α ή β λόγο αναζητά άλλον πνευματικό πατέρα. Υπάρχουν σίγουρα εκκλησιαστικά αίτια για την εμφάνιση του «Γεροντισμού», όμως σε προσωπικό επίπεδο αυτός γεννάται από τη χαμηλή αυτοεκτίμηση του πνευματικού και από τη ναρκισιστική του ανάγκη να παράγει αντίγραφα του εαυτού του. Ο «Γεροντισμός» συνιστά ακύρωση της πνευματικής πατρότητας και καθιστά ΑΔΥΝΑΤΗ την εν Χριστώ ελευθερία των πιστών.
Η «Γεροντολατρεία» κινείται με αντίστροφη φορά απ’ ό,τι ο «Γεροντισμός». Ο ίδιος ο όρος μαρτυρά ότι στην περίπτωση αυτή αντικαθιστούμε τη λατρεία του εν Τριάδι Θεού με τη λατρεία του Γέροντα/ πνευματικού. Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται με τόσο προφανή τρόπο. Εκδηλώνεται ύπουλα και ενώ στην ουσία πρόκειται για μέγιστη ασέβεια – κατ’ ουσίαν για αθεΐα- λαμβάνει τη μορφή της πλέον ακραιφνούς ευσέβειας. Δεν θα πρέπει, και στην περίπτωση αυτή να συγχέουμε τον σεβασμό και την αγάπη που έχουμε στον πνευματικό μας πατέρα , με την άμετρη εξάρτηση από τον πνευματικό, που οδηγεί σε φαινόμενα προσωπολατρείας ολοκληρωτικού τύπου. Η «Γεροντολατρεία» αποτελεί κατ΄ουσίαν άρνηση του Χριστού εκ μέρους του εξομολογούμενου χριστιανού, αφού τη θέση του Χριστού έχει καταλάβει ο Γέροντας. Υπάρχουν ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια που οδηγούν σε μια τέτοια στάση. Η ψυχική ανωριμότητα, η ανάγκη να λαμβάνει κανείς διαρκώς εντολές, που προέρχεται από μια πατερναλιστική διαπαιδαγώγηση μέσα στην οικογένεια, η ανικανότητα για λήψη αποφάσεων και για ανάληψη πρωτοβουλιών, επίσης η κοινωνική ανάγκη για σιγουριά , ασφάλεια και αναφορά σε κάποιο πρότυπο, αλλά και η αναζήτηση σημείου αναφοράς μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει είναι κάποια από αυτά.
Είναι παρατηρημένο εμπειρικά ότι ο ναρκισιστής πνευματικός που θέλει να επιβεβαιώνεται και να κατισχύει επάνω στα πνευματικά του τέκνα θα θέλξει περισσότερο προσωπικότητες με ανίσχυρο χαρακτήρα που επιθυμούν την ταύτιση μαζί του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο «μικροκλίμα» που αναπτύσσεται γύρω από τον Γέροντα παρατηρούνται διαγκωνισμοί για το ποιος θα είναι ο πλησιέστερος, ποιος θα τον υπηρετεί τακτικότερα κ.ο.κ. ,διαγκωνισμοί που πολλές φορές οδηγούν αρκετούς μακριά από τον Γέροντα, αλλά –φευ-και μακριά από την Εκκλησία.
Σίγουρα όλοι οι κληρικοί έχουμε κατά καιρούς δεχθεί , αν δεν έχουμε αναζητήσει κι’ όλας, την κολακεία του κόσμου. Και είναι βέβαιο ότι όλοι οι πνευματικοί ζητούμε από τους χριστιανούς μας να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις συμβουλές που κατά καιρούς του δίδουμε , ιδιαίτερα κατά την ποιμαντική καθοδήγηση. Θα πρέπει όμως πάντα κατά την άσκηση της ευθυνοφόρου διακονίας του μυστηρίου της εξομολογήσεως να έχουμε προ οφθαλμών μας το ρητό του αγίου Σιλουανού «Οι τέλειοι δεν λέγουν τίποτε αφ’ εαυτών, αλλά αφήνουν να ομιλεί δι’ αυτών το Άγιο Πνεύμα».
Είναι θεμελιώδης αρχή της πνευματικής καθοδήγησης το να μικρύνει ο πνευματικός τον εαυτό του για να έρθει ο Θεός και για να αναπαυθεί ο ταλαιπωρημένος αδελφός. Ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ έβαζε τους εξομολογούμενους να κάθονται σε υψηλότερο κάθισμα απ’ ότι εκείνος ακριβώς για να δώσει συμβολικά να καταλάβουν ότι είναι ο υπηρέτης της σωτηρίας τους και όχι κύριος της ζωής τους. Κύριος είναι μόνον Ένας…



Από το βιβλίο: «Εκ Περιθωρίου. Άρθρα- Ομιλίες- Διαλέξεις»
Αρχιμανδρίτης
Σωφρόνιος Αθ. Γκουτζίνης
Ξάνθη 2006


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου