Νοσταλγικά θυμάμαι στον τόπο μου ένα υψωματάκι, που φέρει το τοπωνύμιο «Ματιά», γιατί ένας περαστικός που στάθηκε εκεί είπε:
«Με μια ματιά θωρείς από ‘δω όλον τον κόσμο».
Ακόμα , πάντα μου έρχεται στην θύμηση ο μεγάλος ζωγράφος και συντηρητής Αντώνης Γκλίνος , ο οποίος, όταν είδε στο Σίναιον Όρος την κηρόχυτη εικόνα του Χριστού, αφού θαύμασε την τέχνη του ζωγράφου , την παρατήρησε στα μάτια και έκθαμβος ανεφώνησε: «Μέσα σ’ αυτά τα μάτια βλέπεις τα σύμπαντα».
Είναι αλήθεια πέρα για πέρα πως τα μάτια μιλούνε, εκφράζονται, κι όταν ακόμη το στόμα δεν ανοίγει και φθόγγος δεν ακούγεται. Με μια ματιά στον άλλον μπορείς να του πης και τα νοούμενα και τα φθεγγόμενα και μάλιστα στα βάθη της καρδιάς. Μια ταπεινή εξομολόγηση θα επαληθεύσει τα λόγια μου.
Αναμένοντας στο νοσηλευτήριο «Ευαγγελισμός» για μία εξέταση , ένας πάππος μου εκμυστηρεύθηκε την αλησμόνητη ματιά του αδελφού του. Στο νησάκι Σίκινος υπήρξε μια οικογένεια. Εξαιτίας της ανέχειας , δέχθηκε η κόρη να πάρη σύζυγο ένα τρωγλίτη. Αυτός μόνιμα διέμενε στα σπήλαια του νησιού, βόσκοντας ολίγα γιδοπρόβατα . Σπάνια τον έβλεπαν στο σπίτι του. Κάθε φορά ήταν τόσο καταπονημένος στην μορφή, που τα παιδιά κρύβονταν όταν τον έβλεπαν. Η μάννα μάτια έλεγε: «Παιδιά μου μη φοβάστε˙ ο πατέρας σας είναι». Σε μια τρίτη γέννα η μάννα και το παιδί χάθηκαν κι έμειναν τα δύστυχα δύο αγόρια ορφανά. Στην Σκάλα του νησιού ένα ζευγάρι Άγγλων άκληρο είχε σπίτι. Τα παιδιά πήγαιναν εκεί για λίγο φαγητό. Κάποια μέρα είπαν στο μεγάλο που φαινότανε πιο ξύπνιο: «Εσένα να σε κρατήσουμε , αλλά τον αδελφό σου διώξ’ τον έξω από το σπίτι».
- Τον άρπαξα από το χεράκι, τον έβγαλα έξω, τον κατέβασα κάτω από τη σκάλα της αυλής και ‘μπάρωσα τις πόρτες. Την ώρα που του άφησα το χεράκι- αυτή είναι και η πιο κρίσιμη ώρα της ζωής μου- σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε και ήταν σαν να μου είπε: «Εμένα που μ’ αφήνεις;". Πέτρωσα όμως πολύ την καρδιά μου και κοίταξα το προσωπικό μου συμφέρον. Από τότε αυτήν την ματιά την βρίσκω πάντα μπροστά μου˙ την έχω στο νου μου, την κρατώ συνεχώς στην καρδιά μου. Σε κάθε χαρά αυτή έρχεται ταφόπετρα να την σκεπάση.
- Ποια ήταν η τύχη του αδελφού σου;
- Ανεκδιήγητη. Κι ένα σπιτάκι που είχε από την μάννα μας του το άρπαξε ο θείος μας και ζη μέχρι σήμερα σ’ ένα σπήλαιο χωρίς φως και νερό. Ο σκούληκας είναι η συντροφιά του και στον ύπνο και στο φαγί.
- Αλήθεια, βρε παππού, υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που ζουν σε σπηλιές; Δεν βρίσκεται ένας να του παραχωρήση μια μικρή στέγη;
- Τώρα, πάτερ μου, τον φέρνω στην Αθήνα και τον γυρίζω στους γιατρούς , μήπως γίνη απόσβεση εκείνης της πονεμένης ματιάς, αλλ’ ανάπαυση δεν βρίσκω. Πάντα καίει την καρδιά μου η παραπονεμένη ματιά του.
- Παπά μου, κοίτα πάντα τον άνθρωπο στα μάτια, για να τα βλέπης και να τα μαθαίνης όλα. Αν είναι λυπημένος, σήκωσε από πάνω του την θλίψη, κι αν είναι χαρούμενος , σκέπασέ τον να μη χάση την χαρά.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Ακόμα , πάντα μου έρχεται στην θύμηση ο μεγάλος ζωγράφος και συντηρητής Αντώνης Γκλίνος , ο οποίος, όταν είδε στο Σίναιον Όρος την κηρόχυτη εικόνα του Χριστού, αφού θαύμασε την τέχνη του ζωγράφου , την παρατήρησε στα μάτια και έκθαμβος ανεφώνησε: «Μέσα σ’ αυτά τα μάτια βλέπεις τα σύμπαντα».
Είναι αλήθεια πέρα για πέρα πως τα μάτια μιλούνε, εκφράζονται, κι όταν ακόμη το στόμα δεν ανοίγει και φθόγγος δεν ακούγεται. Με μια ματιά στον άλλον μπορείς να του πης και τα νοούμενα και τα φθεγγόμενα και μάλιστα στα βάθη της καρδιάς. Μια ταπεινή εξομολόγηση θα επαληθεύσει τα λόγια μου.
Αναμένοντας στο νοσηλευτήριο «Ευαγγελισμός» για μία εξέταση , ένας πάππος μου εκμυστηρεύθηκε την αλησμόνητη ματιά του αδελφού του. Στο νησάκι Σίκινος υπήρξε μια οικογένεια. Εξαιτίας της ανέχειας , δέχθηκε η κόρη να πάρη σύζυγο ένα τρωγλίτη. Αυτός μόνιμα διέμενε στα σπήλαια του νησιού, βόσκοντας ολίγα γιδοπρόβατα . Σπάνια τον έβλεπαν στο σπίτι του. Κάθε φορά ήταν τόσο καταπονημένος στην μορφή, που τα παιδιά κρύβονταν όταν τον έβλεπαν. Η μάννα μάτια έλεγε: «Παιδιά μου μη φοβάστε˙ ο πατέρας σας είναι». Σε μια τρίτη γέννα η μάννα και το παιδί χάθηκαν κι έμειναν τα δύστυχα δύο αγόρια ορφανά. Στην Σκάλα του νησιού ένα ζευγάρι Άγγλων άκληρο είχε σπίτι. Τα παιδιά πήγαιναν εκεί για λίγο φαγητό. Κάποια μέρα είπαν στο μεγάλο που φαινότανε πιο ξύπνιο: «Εσένα να σε κρατήσουμε , αλλά τον αδελφό σου διώξ’ τον έξω από το σπίτι».
- Τον άρπαξα από το χεράκι, τον έβγαλα έξω, τον κατέβασα κάτω από τη σκάλα της αυλής και ‘μπάρωσα τις πόρτες. Την ώρα που του άφησα το χεράκι- αυτή είναι και η πιο κρίσιμη ώρα της ζωής μου- σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε και ήταν σαν να μου είπε: «Εμένα που μ’ αφήνεις;". Πέτρωσα όμως πολύ την καρδιά μου και κοίταξα το προσωπικό μου συμφέρον. Από τότε αυτήν την ματιά την βρίσκω πάντα μπροστά μου˙ την έχω στο νου μου, την κρατώ συνεχώς στην καρδιά μου. Σε κάθε χαρά αυτή έρχεται ταφόπετρα να την σκεπάση.
- Ποια ήταν η τύχη του αδελφού σου;
- Ανεκδιήγητη. Κι ένα σπιτάκι που είχε από την μάννα μας του το άρπαξε ο θείος μας και ζη μέχρι σήμερα σ’ ένα σπήλαιο χωρίς φως και νερό. Ο σκούληκας είναι η συντροφιά του και στον ύπνο και στο φαγί.
- Αλήθεια, βρε παππού, υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι που ζουν σε σπηλιές; Δεν βρίσκεται ένας να του παραχωρήση μια μικρή στέγη;
- Τώρα, πάτερ μου, τον φέρνω στην Αθήνα και τον γυρίζω στους γιατρούς , μήπως γίνη απόσβεση εκείνης της πονεμένης ματιάς, αλλ’ ανάπαυση δεν βρίσκω. Πάντα καίει την καρδιά μου η παραπονεμένη ματιά του.
- Παπά μου, κοίτα πάντα τον άνθρωπο στα μάτια, για να τα βλέπης και να τα μαθαίνης όλα. Αν είναι λυπημένος, σήκωσε από πάνω του την θλίψη, κι αν είναι χαρούμενος , σκέπασέ τον να μη χάση την χαρά.
Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου