Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

«ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα»

Ο Αναχωρητής του Άθωνα ,Πατήρ Σεραφείμ

Ένας ευλαβής νέος από την Αθήνα, από πλούσια οικογένεια ,είχε χάσει την μητέρα του από βαριά αρρώστια και όλως ξαφνικά πέθανε και ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα. Ο θάνατος των γονέων του τον συγκλόνισε πολύ ,και αυτό έγινε αιτία να φιλοσοφήση την ματαιότητα του κόσμου τούτου. Μοιράζει λοιπόν όλη του την περιουσία στους φτωχούς, αφήνει το μεγάλο του εμπορικό κατάστημα στους υπαλλήλους του και έρχεται στο Άγιον Όρος.
Περνώντας από την Νέα Σκήτη, γνώρισε τον Παπα-Νεόφυτο, που έμενε στην Καλύβη του Αγίου Δημητρίου , όπου φιλοξενήθηκε και εξομολογήθηκε. Ο Παπα-Νεόφυτος του διηγήθηκε πολλά για τους Ασκητάς, και άναψε πολύ ο θείος του πόθος, όταν άκουσε για τους Αναχωρητάς στην κορυφή του Άθωνα. Ζήτησε μετά ευλογία από τον Παπα-Νεόφυτο να τον δεχθή στην Συνοδία του, να καρή Μοναχός, και μετά να του δώση ευλογία να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα. Ο Παπα-Νεόφυτος , επειδή τον είδε πολύ ταπεινό και ευλαβή , τον δέχθηκε, αλλά τον κράτησε με τα λαϊκά και τον προετοίμαζε πνευματικά, αθόρυβα, πέντε χρόνια, χωρίς να γνωρίζουν οι άλλοι τον ιερό σκοπό του νέου, ο οποίος απέφευγε ακόμη και τις συναντήσεις με τους Πατέρες της Σκήτης. Αφού λοιπόν εκπαιδεύτηκε πνευματικά πέντε χρόνια ,τον έκανε Μοναχό ο Γέροντας, τον ονόμασε Σεραφείμ και του έδωσε την ευχή του να ασκητέψη ψηλά στον Άθωνα, χωρίς να βλέπη άνθρωπο.
Μετά από τρία χρόνια ήρθε μια φορά, όπως μου διηγήθηκε ο Παπα-Διονύσιος , ο παραδελφός του, και τους διηγόταν τους πειρασμούς που συνήντησε στις αρχές, πώς τον απειλούσαν οι δαίμονες συνέχεια. Μια νύχτα μάλιστα του πέταξαν μια παλιά λαμαρίνα, που είχε μπροστά από την σπηλιά του, για να εμποδίζη λίγο τον πολύ αέρα και την βροχή. Ο Πατήρ-Σεραφείμ όχι μόνο δεν ταράχτηκε, αλλά χαμογελώντας είπε στους δαίμονες:
- Θεός συγχωρέσοι! καλά κάνατε, γιατί εγώ είχα ασχημύνει την σπηλιά με την λαμαρίνα που έβαλα.
Είχε εμφανισθή άλλη μια φορά μετά από πέντε χρόνια ο Πατήρ-Σεραφείμ, και ο Παπα- Νεόφυτος του είχε δώσει ένα Αρτοφόριο με Άγιον Άρτο, και έφυγε πάλι για την κορυφή του Άθωνα και δεν ξαναφάνηκε πια.
Ο Πατήρ-Σεραφείμ έγινε Άγγελος «Σεραφείμ»! Πώς να μη πετάξη, αφού όλα τα πέταξε για τον Χριστό! Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Η δύναμη του κομποσχοινιού, της ευχής

Κάποτε, ένας Αγιοπαυλίτης Μοναχός είχε πάει στον Άγιο Γεράσιμο στην Κεφαλληνία. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας έμεινε μέσα στο Ιερό και έκανε κομποσχοίνι – έλεγε νοερώς την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς – ενώ έξω έψαλλαν. Είχαν φέρει δε στην Εκκλησία και έναν δαιμονισμένο, για να θεραπευθή από τον Άγιο Γεράσιμο.
Ενώ λοιπόν έλεγε την ευχή ο Μοναχός μέσα από το Ιερό, το δαιμόνιο έξω καιγόταν και φώναζε:
- Μη τραβάς αυτό το σχοινί, ρε καλόγηρε, γιατί με καίει.
Το άκουσα αυτό και ο Ιερεύς και λέει στον Μοναχό:
- Κάνε , αδελφέ μου, κομποσχοίνι, όσο μπορείς , για να ελευθερωθή το πλάσμα του Θεού από τον δαίμονα.
Τότε ο δαίμονας οργισμένος φώναζε:
- Ρε παλιόπαπα, τι του λες να τραβάη το σχοινί; Με καίει!
Τότε ο Μοναχός με περισσότερο πόνο έκανε κομβοσχοίνι, και ο βασανισμένος άνθρωπος απαλλάχθηκε από το δαιμόνιο.

Η δύναμη της ευχής

Έλεγε ο Γερο- Ζαχαρίας ότι στην «Μεταμόρφωση» της Νέας Σκήτης έλεγαν οι πατέρες την ευχή εκφώνως.
Κάποτε, είχαν μαζευτή οι δαίμονες οργισμένοι, και ένας από τους έξω απ’ εδώ φώναξε:
- Λένε εκφώνως την ευχή ∙ δεν έχει δύναμη η προσευχή!
Τότε ένας από τους μεγαλύτερους δαίμονες είπε:
- Είτε εκφώνως είτε νοερώς λένε την ευχή , έχει δύναμη, μια
που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

Η ευχή με κόπο

Έλεγε ο Γερο- Αρσένιος , ο Σπηλαιώτης .
- Όταν κάνω κομποσχοίνι όρθιος, αισθάνομαι έντονη ευωδία θεϊκή. Ενώ, όταν λέω την ευχή καθιστός , ελάχιστη ευωδία αισθάνομαι.
Παρόλο που ήταν τότε ενενήντα πέντε χρονών ο Γέροντας, αγωνιζόταν συνέχεια φιλότιμα και συνέχεια πλουτιζόταν πνευματικά, κι ας είχε πολλά αποταμιευμένα πνευματικά κεφάλαια!

Ο άσπλαχνος μοναχός που πλανέθηκε, γιατί έκανε ξερή άσκηση χωρίς αγάπη και διάκριση


Ο Πατήρ… είχε έρθει στο Άγιον Όρος ,μαζί με ένα φίλο του, για να γίνουν Μοναχοί, μετά από ένα θαύμα που είδαν στην Μεγαλόχαρη της Τήνου, όταν έγινε καλά ένας παράλυτος εκ γενετής. Ο μεν φίλος του έμεινε στην Νέα Σκήτη, ο δε Πατήρ… ήρθε από την Βόρειο- ανατολική πλευρά και έγινε Μοναχός σ’ ένα Ιδιόρρυθμο Μοναστήρι.
Επειδή στα Ιδιόρρυθμα υπάρχει ελευθερία, χρειάζεται φυσικά και πολλή προσοχή, διότι, εάν δεν την αξιοποιήση σωστά κανείς, μπορεί να γίνη χειρότερος και από κοσμικός, μπορεί και να πλανεθή.
Ο Πατήρ … λοιπόν είχε αγωνιστικό πνεύμα, αλλά το χαλαρό πνεύμα του Ιδιόρρυθμου τον έριξε κατ’ αρχάς στην υπερηφάνεια και μετά στην έπαρση. Όσο έκανε σκληρούς αγώνες με υπερηφάνεια, άλλο τόσο σκλήραινε και η καρδιά του. Δεν τον ενδιέφερε εάν ο διπλανός του κινδύνευε ή σπαρταρούσε, αρκεί να συμπλήρωνε τα κομποσχοίνια του τα πολλά και τις πολλές μετάνοιες. Είχε γεμίσει όλες τις ώρες, ακόμη και τα λεπτά, με αγώνες, Παρακλήσεις κ.λ.π. και πίεζε τον εαυτό του εγωιστικά, για να αγιάση, μέχρι που δημιούργησε άγχος στον εαυτό του . Νήστευε δε τρομερά, έκανε συνέχεια ενάτες και τριήμερα. Όποιος τον έβλεπε εξωτερικά, σκυφτό, σκελετωμένο με σοβαρό ύφος κ.τ.λ. ,σχημάτιζε την γνώμη ότι είναι μεγάλος Ασκητής. Επειδή και το διακόνημα του ήταν Δασονόμος, και τον περισσότερο χρόνο τον περνούσε στο δάσος, και αυτό τον έβλαψε. Όταν επέστρεφε στη Μονή, λες και κατέβαινε ο Μέγας Αντώνιος από το Όρος! Δεν μιλούσε με κανέναν αδελφό, κλεινόταν στο κελλί του, όπως ανέφερα, και πίεζε τον εαυτό του στους αγώνες εγωιστικά για να αγιάση.
Μια μέρα, λοιπόν, είχε πέσει ένας εργάτης από ένα δένδρο στο δάσος και σακατεύτηκε ο καημένος. Αμέσως ο γιος του τον φορτώθηκε και τον κατέβασε κοντά στη Μονή, για να ειδοποιήση τον Διακονητή του δάσους, Πατέρα…, για το συμβάν και να του ζητήση μια κουβέρτα, για να μεταφέρη τον σακατεμένο πατέρα του, για να τον πάη στην Θεσσαλονίκη. Ο Πατήρ, δυστυχώς, όχι μόνο δεν του έδωσε κουβέρτα, αλλά σκεφτόταν τον χρόνο που του έτρωγε ο νέος με την υπόθεση του πατέρα του. Φυσικά, ήταν υποχρεωμένος όχι μόνο να τον ακούση, αλλά και να τον βοηθήση, επειδή ήταν ο Διακονητής του δάσους, αλλά και Προϊστάμενος. Δυστυχώς όμως , έκλεισε την πόρτα του κελλιού του, για να μην καθυστερήση και να συμπληρώση τα πνευματικά του.
Οι Πατέρες της Μονής, όταν είδαν τον νέο να κλαίη, τον πλησίασαν και του συμπαραστάθηκαν. Παρηγόρησαν το παιδί, βοήθησαν για την μεταφορά του πληγωμένου πατέρα του και φρόντισαν να τακτοποιηθή σε Νοσοκομείο.
Μετά από τέτοια ασπλαχνία (!) επόμενο ήταν να απομακρυνθή τελείως η Χάρη του Θεού και να σκοτισθή σιγά-σιγά ο ταλαίπωρος. Άρχισε δε να καυχάται ότι έφθασε στα μέτρα των Αγίων πατέρων και βλέπει Αγίους, Αγγέλους, φώτα κ.τ.λ.
Μια μέρα, λοιπόν, του είχε παρουσιασθή πάλι ένας δήθεν Άγγελος και του λέει:
- Eτοιμάσου γρήγορα, Πάτερ … , γιατί σε λίγο θα περάσω να σε πάρω.
Εκείνος απήντησε:
- Νάναι ευλογημένο! Και βιαστικά –βιαστικά φόρεσε τα καινούρια του ράσα και το Σχήμα.
Εν τω μεταξύ του ξαναφωνάζει:
- Άντε, γρήγορα, ανέβα στο παράθυρο να σε πάρω.
Και ο Πατήρ απήντησε:
- Κάνε υπομονή να βρω ένα σκαμνί, για να ανέβω. Μετά από αυτόν τον διάλογο, μου έλεγε ο Προηγούμενος…, ακούστηκε ένα πέσιμο και ένα «Ωχ!» . Ώσπου να τρέξουν οι Πατέρες, είχε τελειώσει. Είχε γίνει σύντριμμα, γιατί ήταν σωματώδης, και το ύψος ήταν πολύ, διότι έπεσε απ’ τον τρίτο όροφο κάτω στην πλακοστρωμένη αυλή. Οι Πατέρες τον συμμάζεψαν στην κουβέρτα με διπλό πόνο, γιατί περισσότερο σκέφτονταν την απώλεια της ψυχής του. Ανέβηκαν μετά στο κελλί του, για να το τακτοποιήσουν, και βρήκαν μια κόλλα με μεγάλα γράμματα να λέη τα εξής: «Κάτω απ’ αυτή την κόλλα έχω τρεις χιλιάδες δραχμές για ένα Σαρανταλείτουργο. Εάν δεν μου το κάνετε, να έχετε την λέπρα του Γιεζή, την αγχόνη του Ιούδα και την αρά των 318 Θεοφόρων πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου», και στο τέλος είχε την υπογραφή του.
Ο Καλός Θεός ,που είναι όλο σπλάχνα, ας λυπηθή το ταλαίπωρο πλάσμα του, και η διπλή αυτή πτώση του πλανεμένου αδελφού ας γίνη διπλό φρένο για μας, για να αγωνιζώμαστε με πολλή ταπείνωση και αγάπη, να πλησιάσουμε στον Θεό. Αμήν.

Ψάλτης συμπανηγυρίζει με αδελφό που είχε πεθάνει πριν από έξι μήνες


Κάποτε ο περίφημος ψάλτης Διακο-Γιάννης από το κελλί του «Ραδβούχου» ο οποίος πρόσφατα αναπαύθηκε , είχε πάει στην Πανήγυρη της Ι. Μονής Γρηγορίου , για να ψάλη. Αφού έψαλε στον Μεγάλο Εσπερινό, όταν τελείωσε, και θα άρχιζε η Λιτή, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάη στο Αρχονταρίκι, να πιή έναν καφέ, για να τονωθή λίγο το Γεροντάκι και πάλι να πάη να συνεχίση τα ψαλτικά του.
Στο Αρχονταρίκι λοιπόν, σε γενομένη συζήτηση γύρω από τα ψαλτικά και τους Πατέρες της Μονής που έψαλλαν, είπε ο Διακο-Γιάννης:
- Είδα τον Πατέρα Δαβίδ να κρατιέται ακόμη καλά.
Ο Πατήρ Μακάριος (ένας από τους παλαιούς Πατέρες) παραξενεύτηκε γι’ αυτά που άκουσε και λέει στον Γέροντα Διακο-Γιάννη:
- Ο Πατήρ Δαβίδ έχει πεθάνει εδώ και έξι μήνες∙ λάθος έκανες.
Ο Διακο- Γιάννης τάχασε και με πεποίθηση του απαντάει:
- Εγώ , Πάτερ μου, δεν ξέρω πότε πέθανε και τι μου λες. Ένα πράγμα ξέρω, ότι τον είδα έξω στην Λιτή τον Πατέρα Δαβίδ πριν από λίγα λεπτά, χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε μάλιστα λίγο γύρω από τα ψαλτικά.



Ο απρόσεκτος λόγος αφελούς μοναχού που δέχθηκε παιδαγωγική τιμωρία από τον Θεό.

Στο Γηροκομείο του Αγίου Παύλου ήταν ένας Παρανοσοκόμος λίγο αφελής μεν, αλλά πολύ καλοκάγαθος.
Μου είχε διηγηθή ο ίδιος, πριν από σαράντα χρόνια περίπου, ότι όταν υπηρετούσε στο Γηροκομείο της Μονής, του είχε δώσει ένας αδελφός ένα σταφύλι ευλογία. Εκείνος από την καλοσύνη του δεν το έφαγε, αλλά το έκοψε μικρά κομματάκια και το μοίρασε στα Γεροντάκια. Ένα δε φιλότιμο Γεροντάκι του έδινε συνέχεια ευχές:
«Καλό Παράδεισο! καλό Παράδεισο!» ,γιατί ήταν και το πρώτο σταφύλι που είχε γευθή, αφού τα σταφύλια δεν είχαν ωριμάσει ακόμη. Ο παρανοσοκόμος λοιπόν με την αφέλειά του του απήντησε αστειευόμενος:
- Φάε, ευλογημένε μου, σταφύλι. Εδώ είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.
Παρόλο που δεν το πίστευε αυτό- το είπε αστεία και είχε ελαφρυντικά λόγω της αφέλειάς του- τι έπαθε όμως;
Βλέπει την νύχτα ένα φοβερό όνειρο, αλλά ένιωθε σαν να ήταν ξυπνητός! Αντίκρισε λοιπόν μια πύρινη θάλασσα και απέναντι έναν ωραίο κόλπο με κρυστάλλινα παλάτια και έναν σεβάσμιο Γέροντα, που έμενε εκεί στον πολύ όμορφο κόλπο, που ακτινοβολούσε, αφού και τα γένια του ακόμη φαίνονταν σαν μεταξωτά. Εκεί γνώρισε και έναν αδελφό της Μονής, που είχε κοιμηθή πριν από τρία χρόνια, και τον ρώτησε τι είναι αυτά τα παλάτια, γιατί του έκαναν μεγάλη εντύπωση, και ποιος ο σεβάσμιος Γέροντας.
Ο αδελφός του είπε:
- Αυτός είναι ο Γερο-Αβραάμ , και αυτός ο όμορφος κόλπος με τα κρυστάλλινα παλάτια είναι «ο κόλπος του Αβραάμ», όπου αναπαύονται οι ψυχές των Δικαίων.
Ενώ ο αδελφός έλεγε αυτά, τα ακούει ο Δίκαιος Αβραάμ και λέει με αυστηρό ύφος στον Παρανοσοκόμο Πατέρα Γρηγόριο:
- Εσύ να φύγης γρήγορα από εδώ, δεν έχεις καμιά θέση!
Με το μάλωμα όμως που του έκανε ο πατριάρχης Αβραάμ, κι όπως ο παρανοσοκόμος γύρισε να φύγη βιαστικά, ένιωσε ότι τον άρπαξε η φλόγα από την πύρινη εκείνη θάλασσα και από τον πόνο ξύπνησε. Τι να ιδή όμως! Τα πόδι του εκείνο, στο οποίο ένιωσε το κάψιμο, ήταν γεμάτο από φουσκάλες και πονούσε συνέχεια είκοσι μέρες, μέχρι να θεραπευτούν οι πληγές με αλοιφές και διάφορα άλλα πρακτικά βότανα.
Μετανόησε πολύ γι’ αυτό που είχε πει και ήταν πολύ προσεκτικός στα λόγια του στο εξής.

Ο Γερο- Εφραίμ, «ο τάλας»

Απέναντι από το Κελλί του Γερο-Υπατίου (τα Βλάχικα Κελλιά) , πάνω από τα Κατουνάκια, φαίνεται μια σπηλιά, η οποία, όπως διηγούνται οι Γεροντάδες, επί Τουρκοκρατίας ήταν σπηλιά ληστών. Αυτή λοιπόν την σπηλιά ο Γερο-Εφραίμ την μετέτρεψε σε θείο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, διότι την αγίασε με την αγία του ζωή.
Ο Γερο- Εφραίμ καταγόταν από την Θεσσαλία. Είχε ψυχή ευαίσθητη και ταπεινή και πνεύμα ανδρείο και αγωνιστικό.
Έλεγε ο Παπα- Ιερόθεος και ο Παπα-Μακάριος από την Κερασιά ότι ο Γερο- Εφραίμ ήταν σαν τους Αββάδες της παλαιάς εποχής της Νιτρίας και Θηβαΐδος. Τα ίδια έλεγαν και οι ευλαβείς Γεροντάδες από τον Άγιο Βασίλειο, όπως επίσης και οι γείτονές του Συνασκητές. Όλοι τον παραδέχονταν για τις αρετές του και κυρίως για την μεγάλη του ταπείνωση και αφάνεια, ενώ αυτός αποκαλούσε τον εαυτό του ταλαίπωρο. Από ένα –δύο περιστατικά, που θα αναφέρω, πολλά θα καταλάβουν οι καλοπροαίρετοι, που αγωνίζονται στην αφάνεια.
Επειδή οι Πατέρες κατέβαιναν και αγόραζαν κάτι ( τρόφιμα κ.λ.π. ) ή έπαιρναν ευλογία από Μοναστήρια ( παξιμάδι ή κηπουρικά ) ,κατέβαινε και ο Γερο-Εφραίμ την νύχτα κρυφά και γέμιζε την τουρβά του με άδεια κονσερβοκούτια από τους λάκκους ,και την ημέρα ανέβαινε και αυτός φορτωμένος για το Ασκηταριό του, και έτσι έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι κουβαλάει τρόφιμα.
Όταν έφθανε στην σπηλιά του, άδειαζε τα αδειανά κονσερβοκούτια , που είχε στον τουρβά του, μπροστά στην πόρτας της σπηλιάς, για να τα βλέπουν οι επισκέπτες και να σχηματίζουν την εντύπωση ότι είναι γαστρίμαργος, ενώ αυτός έκανε μεγάλες νηστείες. Μάλιστα, από την πολλή άσκηση και την πολλή υγρασία που είχε η σπηλιά, είχε προσβληθή αργότερα από φυματίωση. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να κτίση μόνος του, λίγο πιο πέρα από την σπηλιά σε προσήλιο τόπο, ένα μικρό καλυβάκι με ξερολιθιά, που μόλις τον χωρούσε.
Το ίδιο δε τυπικό συνέχισε και κει: να κουβαλάη κρυφά αδειανά κονσερβοκούτια από τους λάκκους και να τα αφήνη έξω από την πόρτα του. Όσοι τα έβλεπαν, επειδή δεν γνώριζαν την πραγματικότητα, έλεγαν:
- Τι κάνει αυτός εδώ; Δεν άφησε κονσέρβα για κονσέρβα!
Όσες ευλογίες του έδιναν καμιά φορά οι Πατέρες, τις δεχόταν με χαρά, αλλά πήγαινε την νύχτα και τις άφηνε έξω από τα Καλύβια των Πατέρων που είχαν ανάγκη ή σε αρρώστους , τους οποίους και υπηρετούσε.
Ο ίδιος είχε πολλή αυταπάρνηση και ήταν αφημένος στην Πρόνοια του Θεού. Κάποτε που είχε αποκλειστή από τα πολλά χρόνια στην σπηλιά, ο Καλός Θεός έστειλε τρόφιμα στον Γερο-Εφραίμ με έναν άνθρωπο, ο οποίος, αφού του άφησε ένα τουρβά με ευλογίες, εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια του Γερο-Εφραίμ! Ο Γέροντας δόξασε τον Θεό και πέρασε όλο τον χειμώνα με εκείνη την ευλογία του Θεού.
Παρ’ όλα αυτά που ανέφερα, ο Γερο-Εφραίμ είχε πολλή αυτομεμψία ,και ορισμένοι πίστευαν, δυστυχώς, όσα έλεγε κατηγορώντας τον εαυτό του.
Έτσι ταπεινά και στην αφάνεια τελείωσε τον σκληρό αγώνα του για την αγάπη του Χριστού και ανεπαύθη εν Κυρίω το 1962. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.


Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ»
ΕΚΔΟΣΗ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Ερμηνεία της θείας Λειτουργίας

ΠΡΟΟΙΜΙΟ


ΕΡΓΟ της θείας Λειτουργίας είναι η μεταβολή των δώρων που προσφέρουν οι πιστοί – του άρτου και του οίνου – σε σώμα και αίμα Χριστού. Και σκοπός της είναι ο αγιασμός των πιστών ,οι οποίοι με τη θεία μετάληψη αποκομίζουν την άφεση των αμαρτιών τους ,την κληρονομία της βασιλείας των ουρανών και κάθε πνευματικό αγαθό. Σε αυτό το έργο και το σκοπό συμβάλλουν οι προσευχές , οι ψαλμωδίες, τα αγιογραφικά αναγνώσματα και όλα εκείνα που τελούνται και λέγονται στη διάρκεια της Λειτουργίας. Μέσα σε αυτά είναι σαν να βλέπουμε σε ένα πίνακα ζωγραφισμένη ολόκληρη τη ζωή του Χριστού , από την αρχή ως το τέλος της. Γιατί ο καθαγιασμός των δώρων, η ίδια δηλαδή η θυσία, διακηρύσσει το θάνατο , την ανάσταση και την ανάληψή Του, καθώς τα δώρα αυτά μεταβάλλονται στο ίδιο το σώμα του Κυρίου ,δηλαδή την έλευσή Του στον κόσμο, τη δημόσια εμφάνισή Του ,τα θαύματα και τη διδασκαλία Του. Κι εκείνα που έπονται της θυσίας, συμβολίζουν την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους , την επιστροφή των ανθρώπων στο Θεό και την κοινωνία τους μαζί Του.
Οι πιστοί που εκκλησιάζονται και συμμετέχουν σε όλα αυτά με προσηλωμένο το νου, γίνονται πιο σταθεροί στην πίστη, πιο θερμοί στην ευλάβεια και την αγάπη τους προς τον Θεό. Με τέτοιες λοιπόν διαθέσεις αξιώνονται να πλησιάσουν και τη φωτιά των μυστηρίων και να μεταλάβουν με κάθε ασφάλεια και οικειότητα.
Αυτό είναι συνοπτικά το νόημα της Θείας Λειτουργίας . Ας την εξετάσουμε τώρα όσο μπορούμε λεπτομερέστερα , αρχίζοντας με εκείνα που τελούνται στην Αγία Πρόθεση.
Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ

Τα τίμια δώρα.


Το ψωμί και το κρασί που προσφέρουν οι πιστοί για τη λειτουργία ,και τα οποία συμβολίζουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου ,δεν τοποθετούνται από την αρχή στο Θυσιαστήριο για τη θυσία , αλλά πρώτα τοποθετούνται στην αγία Πρόθεση και αφιερώνονται στο Θεό σαν δώρα τίμια – αυτή είναι πλέον και η ονομασία τους.
Προσφέρουμε στο Θεό ψωμί και κρασί ,γιατί αυτά αποτελούν τροφή αποκλειστικά ανθρώπινη ,με την οποία συντηρείται και εκδηλώνεται η ζωή μας. Για αυτό και πιστεύεται πως , όταν προσφέρει κανείς τροφή, είναι σαν να προσφέρει την ίδια τη ζωή. Επειδή λοιπόν με τα μυστήρια ο Θεός μας χαρίζει την ανθρώπινη ζωή ,ήταν φυσικό και το δικό μας δώρο να είναι κατά κάποιο τρόπο ζωή, για να μην είναι αταίριαστη η προσφορά μας με την ανταπόδοση του Θεού ,αλλά να έχει κάτι συγγενικό . Άλλωστε ο Κύριος παρήγγειλε να Του προσφέρουμε ψωμί και κρασί, κι Αυτός πάλι μας ανταποδίδει « άρτον ουράνιον » και « ποτήριον ζωής ». Θέλησε να Του προσφέρουμε εμείς εφόδια της πρόσκαιρης ζωής ,κι Εκείνος να μας αντιπροσφέρει την αιώνια ζωή. Για να φανούν έτσι η χάρη Του σαν αμοιβή και το αμέτρητο έλεός Του σαν πράξη δικαιοσύνης.

Ανάμνηση της σταυρικής θυσίας

Ο ιερέας αφού πάρει στα χέρια του τον άρτο, από τον οποίο θα κόψει το ιερό τμήμα που θα μεταβληθεί σε σώμα Χριστού, λέει: « Εις ανάμνησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ». Τα λόγια αυτά αναφέρονται σε όλη τη λειτουργία και ανταποκρίνονται στην παραγγελία που άφησε ο Χριστός όταν παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: « Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν » ( Λουκ. 22: 19 ) .
Αλλά ποια είναι αυτή η ανάμνηση ; Πώς θα θυμηθούμε τον Κύριο στη Λειτουργία και τι θα διηγηθούμε για Αυτόν; Μήπως εκείνα που Τον απέδειξαν Θεό παντοδύναμο; ότι δηλαδή ανέστησε νεκρούς ,χάρισε το φως σε τυφλούς , πρόσταξε τους ανέμους να κοπάσουν, χόρτασε χιλιάδες ανθρώπους με λίγα ψωμιά; Όχι , ο Χριστός δεν ζήτησε να τα θυμόμαστε αυτά, αλλά μάλλον εκείνα που φανερώνουν αδυναμία, δηλαδή τη σταύρωση, το πάθος, το θάνατο. Γιατί τα πάθη ήταν πιο αναγκαία από τα θαύματα. Τα πάθη του Χριστού μας προξενούν τη σωτηρία και την ανάσταση , ενώ τα θαύματα Του αποδεικνύουν μόνο ότι Αυτός είναι ο αληθινός Σωτήρας.
Αφού λοιπόν ο ιερέας πει , « Εις ανάμνησιν του Κυρίου… » , προσθέτει εκείνα που δηλώνουν τη σταύρωση και το θάνατο. Τεμαχίζει δηλαδή με το μαχαίρι τον άρτο, λέγοντας την προφητεία: « Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στην σφαγή. Και σαν αρνί αμώμητο ,που παραμένει άφωνο μπροστά σε αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι Αυτός δεν ανοίγει το στόμα Του. Καταδικάστηκε σε ταπεινωτικό θάνατο και Του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Και ποιος μπορεί να μας μιλήσει για την καταγωγή του; Γιατί εξαλείφθηκε η ζωή Του από το πρόσωπο της γης » ( Ης. 53 : 7-8 ) . Κι αφού εναποθέσει στο άγιο Δισκάριο το ιερό τμήμα που έκοψε ( Αμνό ) ,προσθέτει τα λόγια: « Θυσιάζεται ο Αμνός του Θεού ,που παίρνει επάνω Του την αμαρτία των ανθρώπων » ( πρβλ. Ιω 1:29 ). Μετά χαράζει πάνω στον Αμνό το σημείο του σταυρού ,δείχνοντας έτσι τον τρόπο που έγινε η θυσία: με το σταυρό. Ύστερα ,με το μαχαίρι που έχει σχήμα λόγχης ,κεντάει τον Αμνό στο δεξί μέρος και λέει: « Ένας από τους στρατιώτες Του τρύπησε την πλευρά με τη λόγχη ». Και χύνοντας μέσα στο άγιο Ποτήριο κρασί και νερό, συμπληρώνει: « κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό » ( Ιω. 19:34 ).

Μνημονεύσεις των ονομάτων



Ο Ιερέας συνεχίζει την Προσκομιδή. Αφαιρεί τώρα μικρά κομματάκια ( μερίδες ) από τους υπόλοιπους άρτους, και σαν δώρα ιερά τα τοποθετεί στο άγιο Δισκάριο ,λέγοντας για το καθένα :

« Εις δόξαν της Παναγίας του Θεού Μητρός » ,η « Εις πρεσβείαν του τάδε Αγίου » ή « Εις άφεσιν αμαρτιών των τάδε ζώντων ή των τάδε τεθνεώτων » .

Τι σημαίνουν αυτά; Ευχαριστία στο Θεό και ικεσία. Γιατί με τα δώρα μας είτε ανταποδίδουμε στον ευεργέτη την ευεργεσία που μας έκανε είτε καλοπιάνουμε κάποιον για να μας ευεργετήσει. Έτσι και εδώ. Η Εκκλησία , με τα δώρα που προσφέρει στο Θεό ,Τον ευχαριστεί γιατί στα πρόσωπα των Αγίων της της δόθηκαν η άφεση των αμαρτιών και η βασιλεία των ουρανών. Και Τον ικετεύει να δοθούν αυτά τα αγαθά και στα παιδιά της που ακόμα ζουν και το τέλος τους είναι αβέβαιο ,καθώς επίσης και σε εκείνα που έχουν πεθάνει ,αλλά με ελπίδες όχι τόσο καλές και σίγουρες. Για αυτό λοιπόν μνημονεύει ονομαστικά πρώτα τους Αγίους, έπειτα τους ζώντες και τέλος τους κεκοιμημένους. Και για τους Αγίους ευχαριστεί, ενώ για τους άλλους ικετεύει.


Κάλυψη των τιμίων δώρων.



Τα όσα ειπώθηκαν και έγιναν πάνω στον Αμνό, για να συμβολίσουν το θάνατο του Κυρίου , είναι απλές περιγραφές και σύμβολα. Ο Αμνός παρέμεινε άρτος ,μόνο που τώρα έγινε δώρο αφιερωμένο στο Θεό, και συμβολίζει το σώμα του Χριστού στην πρώτη Του ηλικία. Για αυτό ο ιερέας αναπαριστά τα θαύματα που έγιναν στον νεογέννητο Κύριο στη φάτνη. Βάζει πάνω στον άρτο τον λεγόμενο Αστερίσκο και λέει : « Και να, το αστέρι ήρθε και στάθηκε πάνων από τον τόπο, όπου ήταν το Παιδί. ( Ματθ. 2 :9 ) . Ύστερα σκεπάζει το Δισκάριο και το Ποτήριο με πολυτελή καλύμματα και θυμιάζει. Γιατί αρχικά ήταν συγκαλυμμένη η δύναμη του Χριστού ,μέχρι τον καιρό που Αυτός άρχισε να θαυματουργεί, και ο Θεός Πατέρας έδινε τη μαρτυρία Του από τον ουρανό.

Αφού λοιπόν ολοκληρωθεί η Προσκομιδή , ο λειτουργός έρχεται στο Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστά στην αγία Τράπεζα και αρχίζει τη Λειτουργία.

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ



Δοξολογία


« Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος… » . Με αυτή τη δοξολογία αρχίζει ο ιερέας τη Λειτουργία. Γιατί και οι ευγνώμονες δούλοι το ίδιο κάνουν όταν παρουσιάζονται στον κύριό τους. Πρώτα –πρώτα δηλαδή τον εγκωμιάζουν ,κι έπειτα τον παρακαλούν για τις δικές τους υποθέσεις.




Ειρηνικά

Και ποια είναι η πρώτη αίτηση του ιερέα; « Υπέρ της άνωθεν ειρήνης και της σωτηρίας των ψυχών ημών » . Λέγοντας ειρήνη ,δεν εννοεί μόνο τη μεταξύ μας ειρήνη ,όταν δηλαδή δεν μνησικακούμε εναντίον κανενός ,αλλά και την ειρήνη προς τους εαυτούς μας ,όταν δηλαδή η καρδιά μας δεν μας κατηγορεί για τίποτα. Την αρετή της ειρήνης ,βέβαια, την έχουμε πάντοτε ανάγκη , μα ιδιαίτερα την ώρα της προσευχής, γιατί χωρίς αυτήν κανείς δεν μπορεί να προσευχηθεί σωστά και να απολαύσει κάποιο καλό από την προσευχή του.

Στη συνέχεια παρακαλούμε για την Εκκλησία, για το κράτος και τους άρχοντες, για όσους βρίσκονται σε κινδύνους , για όλους γενικά τους ανθρώπους. Και δεν προσευχόμαστε μόνο για ό,τι ενδιαφέρει την ψυχή ,αλλά και για τα αναγκαία υλικά αγαθά – « υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης… ». Γιατί ο Θεός είναι ο αίτιος και χορηγός όλων, και σε Αυτόν μόνο πρέπει να έχουμε στραμμένα τα βλέμματά μας.

Σε όλες τις αιτήσεις οι πιστοί επαναλαμβάνουν μια μόνο φράση ,το « Κύριε ελέησον ». Το να ζητάμε το έλεος του Θεού ισοδυναμεί με το να ζητάμε τη βασιλεία Του. Για αυτό και οι πιστοί αρκούνται σε αυτή τη δέηση ,γιατί αυτή τα περιλαμβάνει όλα.

Αντίφωνα

Έπειτα αρχίζουν οι ψαλμωδίες που περιέχουν θεόπνευστα λόγια από τους Προφήτες. Τα αντίφωνα – έτσι λέγονται – μας αγιάζουν και μας προπαρασκευάζουν για το μυστήριο. Ταυτόχρονα όμως μας θυμίζουν τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του Χριστού στη γη, τότε που Εκείνος δεν φαινόταν ακόμα στον πολύ κόσμο, και για αυτό ήταν απαραίτητα τα προφητικά λόγια. Όταν αργότερα εμφανίστηκε ο Ίδιος ,δεν υπήρχε πλέον ανάγκη των Προφητών, αφού Τον έδειχνε παρόντα ο βαπτιστής Ιωάννης.

Μικρή είσοδος

Την ώρα που ψάλλεται το τρίτο αντίφωνο ,γίνεται η είσοδος του Ευαγγελίου με τη συνοδεία λαμπάδων. Το Ευαγγέλιο το κρατάει ο διάκονος, ή αν δεν υπάρχει διάκονος, ο ιερέας. Ενώ λοιπόν αυτός πρόκειται να εισέλθει στο Ιερό, στέκεται σε μικρή απόσταση από την Ωραία Πύλη και παρακαλεί τον Θεό να τον συνοδεύσουν άγιοι άγγελοι ,για να γίνουν συμμέτοχοί του στην ιερουργία και τη δοξολογία. Στη συνέχεια σηκώνει ψηλά το Ευαγγέλιο ,το δείχνει στους πιστούς και ,αφού εισέλθει στο Θυσιαστήριο ,το αποθέτει στην αγία Τράπεζα.
Η ύψωση του Ευαγγελίου συμβολίζει την ανάδειξη του Κυρίου όταν άρχισε να εμφανίζεται στα πλήθη. Γιατί με το Ευαγγέλιο δηλώνεται ο ίδιος ο Χριστός. Τώρα λοιπόν που φανερώνεται ο Χριστός ,κανείς δεν προσέχει τα λόγια των Προφητών, για αυτό, μετά τη μικρή Είσοδο, ψάλλουμε ό,τι έχει σχέση με την καινούρια ζωή που έφερε ο Χριστός. Υμνούμε τον ίδιο τον Χριστό για όσα έκανε για μας. Εγκωμιάζουμε επίσης την Παναγία ή άλλους Αγίους ,ανάλογα με την εορτή ή τον Άγιο που τιμά η Εκκλησία κάθε φορά.

Τρισάγιος ύμνος

Ανυμνούμε τέλος τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό, ψάλλοντας: « Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός ,άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Το « Άγιος ,άγιος, άγιος… » αποτελεί τον ύμνο των αγγέλων ( Ης. 6:3 ) . Και τα « Θεός », « ισχυρός » και « αθάνατος » είναι λόγια του προφήτη Δαβίδ: « Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα » ( Ψαλμ. 41 : 3 ) .
Ψάλλουμε τον Τρισάγιο Ύμνο μετά την είσοδο του Ευαγγελίου ,για να διακηρύξουμε πως με την έλευση του Χριστού άγγελοι και άνθρωποι ενώθηκαν και αποτελούν πλέον μια Εκκλησία.

Αναγνώσματα

Αμέσως μετά ο ιερέας παραγγέλλει σε όλους να μη στέκονται με οκνηρία, αλλά να έχουν προσηλωμένο το νου τους σε εκείνα που θα ακολουθήσουν. Αυτό σημαίνει το « Πρόσχωμεν ». Και με το « Σοφία » υπενθυμίζει στους πιστούς τη σοφία με την οποία πρέπει να συμμετέχουν στη Λειτουργία. Αυτή είναι οι καλοί λογισμοί που έχουν όσοι είναι πλούσιοι σε πίστη και ξένοι από καθετί ανθρώπινο. Είναι πράγματι ανάγκη να παρακολουθούμε τη Λειτουργία με τους πρέποντες λογισμούς ,αν βέβαια θέλουμε να μην χάνουμε άδικα τον καιρό μας. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο ,χρειάζεται και η δική μας προσοχή και η εξωτερική υπενθύμιση, ώστε να ξανασυγκεντρώνουμε το νου μας ,που συνεχώς ξεχνιέται και παρασύρεται σε μάταιες φροντίδες.
Επίσης και η εκφώνηση « Ορθοί » περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστά στο Θεό να στεκόμαστε πρόθυμοι, με ευλάβεια και ζήλο πολύ. Και πρώτο σημάδι αυτού του ζήλου είναι η όρθια στάση του σώματός μας. Ύστερα από αυτές τις εκφωνήσεις ,διαβάζονται το Αποστολικό και το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτά δηλώνουν τη φανέρωση του Κυρίου, όπως γινόταν σιγά-σιγά μετά την πρώτη Του εμφάνιση στους ανθρώπους. Στη μικρή Είσοδο το Ευαγγέλιο ήταν κλειστό και συμβόλιζε το διάστημα των τριάντα πρώτων ετών του Κυρίου, τότε που ο Ίδιος ακόμα σιωπούσε. Τώρα όμως που διαβάζονται τα αναγνώσματα ,έχουμε την πληρέστερη αποκάλυψή Του ,με όσα ο Ίδιος δίδασκε δημόσια κι με όσα πρόσταζε τους Αποστόλους να κηρύσσουν.

Μεγάλη Είσοδος

Σε λίγο ο λειτουργός θα προχωρήσει πλέον στη θυσία , και πρέπει τα δώρα που πρόκειται να θυσιαστούν, να τοποθετηθούν στην αγία Τράπεζα . Για αυτό έρχεται τώρα στην Πρόθεση, παίρνει τα τίμια δώρα ,τα κρατάει στο ύψος του κεφαλιού του και βγαίνει από το Ιερό. Προχωρώντας με πολλή κοσμιότητα και με βήμα αργό, τα περιφέρει στο ναό, ανάμεσα στο πλήθος ,συνοδευόμενος από λαμπάδες και θυμιάματα. Τελικά εισέρχεται στο θυσιαστήριο και τα αποθέτει στην αγία Τράπεζα.
Στο πέρασμα του ιερέα οι πιστοί ψάλλουν και προσκυνούν με κάθε σεβασμό παρακαλώντας να τους μνημονεύει την ώρα που θα προσφέρει στο Θεό τα τίμια δώρα. Γιατί ξέρουν πως δεν υπάρχει αποτελεσματικότερη ικεσία από τούτη τη φρικτή θυσία, που καθάρισε δωρεάν όλες τις αμαρτίες του κόσμου.
Η μεγάλη Είσοδος συμβολίζει την πορεία του Χριστού προς την Ιερουσαλήμ, όπου έπρεπε να θυσιαστεί. Καθισμένος τότε πάνω σε ζώο, έμπαινε στην Αγία Πόλη ,συνοδευόμενος και υμνούμενος από τα πλήθη.

Σύμβολο της πίστεως

Ο ιερέας καλεί τώρα τους πιστούς να προσευχηθούν « υπέρ των προτεθέντων τιμίων δώρων » : Ας παρακαλέσουμε τον Θεό να αγιαστούν τα τίμια δώρα που είναι μπροστά μας ,ώστε να εκπληρωθεί έτσι ο αρχικός μας σκοπός.
Ύστερα ,αφού προσθέσει και άλλες αιτήσεις, παρακινεί όλους να έχουν μεταξύ τους ειρήνη ( « Ειρήνη πάσι » ) και αγάπη ( «Αγαπήσωμεν αλλήλους… » ) . Κι επειδή τη μεταξύ μας αγάπη ακολουθεί η αγάπη στο Θεό και η τέλεια και ζωντανή μας πίστη σε Αυτόν , για αυτό, αμέσως μετά ομολογούμε τον αληθινό Θεό: « Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα ,Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον » .
«Τας θύρας ,τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν », συμπληρώνει ο λειτουργός. Με αυτό θέλει να πει: « Ανοίξτε διάπλατα όλες τις πόρτες, δηλαδή τα στόματα και τα αυτιά σας, στην αληθινή σοφία, δηλαδή σε όσα υψηλά μάθατε και πιστεύετε για το Θεό. Αυτά συνεχώς να λέτε και να ακούτε, και μάλιστα με ζήλο και προσοχή ».
Τότε οι πιστοί απαγγέλλουν δυνατά το Σύμβολο της Πίστεως ( « Πιστεύω εις έναν Θεόν… » ).

Αγία αναφορά

« Στώμεν καλώς. Στώμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν », προτρέπει πάλι ο ιερέας. Δηλαδή: « Ας σταθούμε γερά σε όσα ομολογήσαμε με το « Πιστεύω… », χωρίς να κλονιζόμαστε από τους αιρετικούς. Ας σταθούμε με φόβο ,γιατί είναι μεγάλος ο κίνδυνος να πλανηθούμε. Όταν έτσι σταθεροί παραμένουμε στην πίστη, τότε ας προσφέρουμε τα δώρα μας στο Θεό με ειρήνη » .
Στο σημείο αυτό οι πιστοί πρέπει να έχουν στο νου τους και τα λόγια του Κυρίου : « Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και θυμηθείς ότι κάποιος κάτι έχει εναντίον σου ,συμφιλιώσου πρώτα μαζί του ,και μετά έλα να προσφέρεις το δώρο σου » ( Ματθ. 5 : 23 -24 ) .
Αφού λοιπόν ο ιερέας ανυψώσει τις ψυχές και τα φρονήματα των πιστών από τα επίγεια προς τα ουράνια, αρχίζει την ευχαριστήρια προσευχή. Μιμείται έτσι τον πρώτο Ιερέα, το Χριστό, που ευχαρίστησε το Θεό Πατέρα προτού παραδώσει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
Τον δοξολογεί τώρα κι αυτός και Τον υμνεί μαζί με τους αγγέλους. Τον ευγνωμονεί για όλες τις ευχαριστίες που μας έκανε από την αρχή της δημιουργίας. Τον ευχαριστεί ιδιαίτερα για την έλευση του Μονογενούς Του Υιού στον κόσμο και για την παράδοση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Διηγείται μάλιστα και τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο ,επαναλαμβάνοντας τα ίδια τα λόγια του Κυρίου : « Λάβετε, φάγετε … Πίετε εξ αυτού πάντες… » ( Ματθ. 26 : 26 – 27 ) .
Ο ιερέας αφού πει , « Έχοντας λοιπόν στο νου μας αυτή τη σωτήρια εντολή και όλα όσα έχουν γίνει για μας, δηλαδή τη σταύρωση, την ταφή , την τριήμερη ανάσταση ,την ανάληψη στους ουρανούς, την ενθρόνιση στα δεξιά του Πατέρα, τη δεύτερη και ένδοξη πάλι παρουσία » , καταλήγει με την εκφώνηση : « Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα, σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν , Κύριε, και δεόμεθά σου, ο Θεός ημών » .
Με τούτα τα λόγια είναι σαν να λέει στον ουράνιο Πατέρα: « Σου προσφέρουμε την ίδια εκείνη προσφορά που ο ίδιος ο Μονογενής Σου Υιός πρόσφερε σε Εσένα ,το Θεό και Πατέρα. Και προσφέροντάς την , Σε ευχαριστούμε ,γιατί κι Εκείνος προσφέροντάς την Σε ευχαριστούσε. Τίποτα δικό μας δεν προσθέτουμε σε αυτή την προσφορά των δώρων . γιατί δεν είναι δικά μας έργα τούτα τα δώρα, αλλά δικά Σου δημιουργήματα. Ούτε και δική μας επινόηση είναι αυτός ο τρόπος της λατρείας ,αλλά Εσύ μας τον δίδαξες κι Εσύ μας παρακίνησες να Σε λατρεύουμε με αυτόν τον τρόπο. Για αυτό , όσα Σου προσφέρουμε ,είναι εξ' ολοκλήρου δικά Σου … » .
Την ίδια στιγμή ο ιερέας προσπίπτει και ικετεύει θερμά το Θεό. Παρακαλεί για τα δώρα που έχει μπροστά του , ώστε να δεχτούν το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του και να μεταβληθούν ο μεν άρτος στο ίδιο το άγιο σώμα του Χριστού ,ο δε οίνος στο ίδιο το άχραντο αίμα Του.
Μετά από αυτές τις ευχές, η θεία ιερουργία ολοκληρώθηκε. Τα δώρα αγιάστηκαν! Η θυσία πραγματοποιήθηκε ! Το μεγάλο θύμα και σφάγιο, που θυσιάστηκε για χάρη του κόσμου, βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, πάνω στην αγία Τράπεζα! Γιατί ο άρτος δεν είναι πλέον τύπος του Δεσποτικού σώματος . Είναι το ίδιο το πανάγιο σώμα του Κυρίου που δέχτηκε όλες εκείνες τις προσβολές, τα ραπίσματα, τα φτυσίματα, τις πληγές, τη χολή, τη σταύρωση. Και ο οίνος είναι το ίδιο το αίμα που ξεπήδησε όταν σφαζόταν το σώμα. Αυτό είναι το σώμα ,αυτό είναι το αίμα που έλαβε σύσταση από το Άγιο Πνεύμα ,που γεννήθηκε από τον Παρθένο Μαρία ,που θάφτηκε ,αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, ανέβηκε στους ουρανούς και κάθησε στα δεξιά του Πατέρα.
Και πιστεύουμε πως έτσι είναι , γιατί ο ίδιος ο Κύριος είπε:
« Τούτο εστί το σώμά μου… τούτο εστί το αίμα μου » ( Μαρκ. 14 : 22,24 ) . Και γιατί ο ίδιος παρήγγειλε στους Αποστόλους και σε όλη την Εκκλησία : « Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν » ( Λουκ. 22 : 19 ) . Δεν θα πρόσταζε να επαναλαμβάνουν αυτό το μυστήριο ,αν δεν είχε σκοπό να τους δώσει δύναμη να το επιτελούν. Και ποια είναι η δύναμη; Το Άγιο Πνεύμα . Αυτό είναι που με το χέρι και τη γλώσσα των ιερέων τελεσιουργεί τα μυστήρια. Ο λειτουργός είναι υπηρέτης της χάριτος του αγίου Πνεύματος ,χωρίς να προσφέρει τίποτε από τον εαυτό του. Για αυτό και δεν έχει σημασία αν τύχει να είναι ο ίδιος γεμάτος αμαρτίες. Κάτι τέτοιο δεν νοθεύει την προσφορά των δώρων ,τα οποία είναι πάντοτε ευάρεστα στο Θεό. Όπως κι ένα φάρμακο που κατασκευάστηκε από άνθρωπο άσχετο με την ιατρική επιστήμη, δεν χάνει τη θεραπευτική του δράση, αρκεί μόνο να κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού.
Αφού λοιπόν συμπληρωθεί η θυσία ,ο ιερέας , βλέποντας μπροστά του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας , τον Αμνό του Θεού, ευχαριστεί και ικετεύει. Ευχαριστεί το Θεό για όλους τους Αγίους, γιατί στο πρόσωπό τους η Εκκλησία βρήκε εκείνο που ζητεί ,τη βασιλεία των ουρανών. Ιδιαίτερα – « εξαιρέτως » - ευχαριστεί για την υπερευλογημένη Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία, γιατί αυτή υπερβαίνει κάθε αγιωσύνη. Και ικετεύει ο ιερέας για όλους τους πιστούς – τους κεκοιμημένους και τους ζώντες - γιατί αυτοί δεν έφτασαν στην τελειότητα ακόμα κι έχουν ανάγκη από προσευχή.

Θεία Κοινωνία

Σε λίγο ο λειτουργός θα κοινωνήσει ο ίδιος και θα προσκαλέσει και τους πιστούς στα θεία μυστήρια. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται σε όλους ανεξαίρετα η θεία μετάληψη, ο ιερέας, υψώνοντας τον ζωοποιό Άρτο και δείχνοντας Τον, εκφωνεί: « Τα άγια τοις αγίοις ». Είναι σαν να λέει: « Να ο Άρτος της ζωής! Τον βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε να μεταλάβετε. Όχι όμως όλοι, αλλά όποιος είναι άγιος. Γιατί τα άγια επιτρέπονται μόνο στους αγίους » .
Αγίους εδώ εννοεί όχι μόνο εκείνους που έφτασαν στην τελειότητα της αρετής ,αλλά κι εκείνους που αγωνίζονται να φτάσουν σε αυτήν, έστω κι αν ακόμα υστερούν. Για αυτό οι χριστιανοί, αν δεν πέφτουν σε θανάσιμα αμαρτήματα που τους εμποδίζουν από το Χριστό και τους νεκρώνουν πνευματικά, δεν έχουν κανένα εμπόδιο να κοινωνούν ».
Στην εκφώνηση του ιερέως, « Τα άγια τοις αγίοις », οι πιστοί αποκρίνονται δυνατά: « Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός » . Γιατί κανείς δεν έχει την αγιότητα από μόνος του , ούτε είναι και κατόρθωμα της ανθρώπινης αρετής, αλλά, όλοι από τον Χριστό την αντλούν. Και όπως, αν κάτω από τον ήλιο τοποθετηθούν πολλοί καθρέφτες, όλοι ακτινοβολούν ,και νομίζεις ότι βλέπεις πολλούς ήλιους ,ενώ στην πραγματικότητα ένας είναι ο ήλιος που αστράφτει σε όλους τους καθρέφτες, έτσι και ο μόνος Άγιος , ο Χριστός, καθώς διαχέεται με τη μετάληψη μέσα στους πιστούς ,φαίνεται σε πολλές ψυχές και παρουσιάζει πολλούς ως αγίους. Αυτός όμως είναι ο ένας και μοναδικός Άγιος.
Αφού λοιπόν με αυτόν τον τρόπο συγκαλέσει ο λειτουργός τους πιστούς στο ιερό δείπνο, μεταλαμβάνει πρώτα ο ίδιος και οι άλλοι κληρικοί που βρίσκονται στο άγιο Βήμα. Προηγουμένως όμως χύνει θερμό νερό μέσα στο άγιο Ποτήριο, πράγμα που υποδηλώνει την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Γιατί αυτό το ζεστό νερό, επειδή και νερό είναι αλλά και φωτιά έχει μέσα του λόγω του βρασμού, φανερώνει το Άγιο Πνεύμα ,το οποίο με « ύδωρ ζων » ( Ιω. 7 : 38 ) το παρομοίασε ο Κύριος ,και με τη μορφή της φωτιάς κατέβηκε στους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής.
Στη συνέχεια ο ιερέας στρέφεται προς το εκκλησίασμα και , δείχνοντας τα Άγια ,προσκαλεί όσους θέλουν να κοινωνήσουν , να προσέλθουν « μετά φόβου Θεού και πίστεως ». Να μην καταφρονήσουν δηλαδή την ταπεινή εμφάνιση που έχουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου , αλλά να πλησιάσουν έχοντας επίγνωση της αξίας των μυστηρίων και πιστεύοντας ότι αυτά προξενούν την αιώνια ζωή σε εκείνους που μεταλαμβάνουν.
Το σώμα και το αίμα του Χριστού είναι αληθινή τροφή και αληθινό ποτό. Και όταν τα μεταλαμβάνει κανείς, δεν μετατρέπονται αυτά σε ανθρώπινο σώμα, όπως γίνεται με τις συνηθισμένες τροφές, αλλά το ανθρώπινο σώμα μεταβάλλεται σε εκείνα. Όπως και το σίδερο ,όταν έρθει σε επαφή με τη φωτιά, γίνεται κι αυτό φωτιά. Δεν κάνει τη φωτιά σίδερο.
Τη θεία Κοινωνία τη δεχόμαστε βέβαια με το στόμα, αλλά αυτή εισέρχεται πρώτα στην ψυχή κι εκεί πραγματοποιείται η ένωσή μας με το Χριστό, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: « Εκείνος που ενώνεται με τον Κύριο, γίνεται ένα πνεύμα με Αυτόν » ( Α΄ Κορ. 6 : 17 ) . Χωρίς την ένωσή του με το Χριστό, ο άνθρωπος ,από μόνος του ,είναι ο παλαιός άνθρωπος ,ο άνθρωπος που δεν έχει τίποτα κοινό με το Θεό.
Ποια όμως είναι εκείνα που ζητάει από εμάς ο Χριστός για να μας αγιάσει με τα θεία μυστήρια; Είναι η κάθαρση της ψυχής, η πίστη και η αγάπη στο Θεό, ο διακαής πόθος και η λαχτάρα μας για τη θεία Κοινωνία. Αυτά ελκύουν τον αγιασμό, κι έτσι πρέπει να κοινωνούμε. Γιατί πολλοί είναι εκείνοι που προσέρχονται στα μυστήρια, και όχι μόνο δεν ωφελούνται καθόλου, αλλά φεύγουν χρεωμένοι με αμέτρητες αμαρτίες.

Απόλυση

Αφού κοινωνήσουν οι πιστοί, εύχονται να παραμείνει μέσα τους ο αγιασμός που έλαβαν και να μην προδώσουν τη χάρη ούτε να χάσουν τη δωρεά.
Ο ιερέας τους καλεί τώρα να ευχαριστήσουν με ζήλο το Θεό για τη θεία μετάληψη. Γι’ αυτό λέει : «Ορθοί … αξίως ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Όχι δηλαδή ξαπλωμένοι ούτε καθισμένοι ,αλλά υψώνοντας την ψυχή και το σώμα προς Αυτόν. Και οι πιστοί με λόγια της Γραφής δοξολογούν το Θεό, που είναι αίτιος και χορηγός όλων των αγαθών: «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος» ( Ψαλμ. 112:2 ) . Αφού ψάλλον τρεις φορές αυτόν τον ύμνο, ο ιερέας βγαίνει από το θυσιαστήριο, στέκεται μπροστά στο πλήθος και απευθύνει την τελευταία ευχή: «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών…». Ζητάει από τον Κύριο να μας σώσει με το έλεός Του ,γιατί από τον εαυτό μας δεν έχουμε να επιδείξουμε τίποτε άξιο σωτηρίας. Γι’ αυτό και ως πρεσβευτές μνημονεύει πολλούς Αγίους και ιδιαίτερα την Παναγία Του Μητέρα.
Τέλος ο λειτουργός μοιράζει το αντίδωρο. Αυτό έχει αγιαστεί, καθώς προέρχεται από τον αρχικό άρτο, που προσφέραμε στο Θεό για την τελετή της θείας Ευχαριστίας. Οι πιστοί παίρνουν με ευλάβεια το αντίδωρο, φιλώντας το δεξί χέρι του ιερέα. Γιατί αυτό το χέρι ,μόλις πριν, άγγιξε το πανάγιο σώμα του Χριστού, δέχτηκε από εκείνο τον αγιασμό, και τον μεταδίδει τώρα σε όσους το ασπάζονται.
Εδώ η θεία Λειτουργία φτάνει στο τέλος της και το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ολοκληρώνεται. Γιατί και τα δώρα που προσφέραμε στο Θεό αγιάστηκαν και τον ιερέα αγίασαν και στο υπόλοιπο πλήρωμα της Εκκλησίας μετέδωσαν τον αγιασμό τους.
Για όλα αυτά λοιπόν στο Χριστό, στον αληθινό Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο Πνεύμα Του, τώρα και πάντοτε και στην ατέλειωτη αιωνιότητα. Αμήν.

Από το « Φωνή των Πατέρων »
23
Αγίου Νικολάου
Του Καβάσιλα
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΙΒ ΄
130η χιλιάδα
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

«ΑΡΧΙΕΠ. ANTONY BLOOM- ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ»

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Σ’ εκείνους που έχουν διαβάσει το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού» ,είναι πολύ γνώριμη η έκφραση : «Προσευχή του Ιησού». Το βιβλίο αυτό αναφέρεται σε μια σύντομη προσευχή ,που αποτελείται από αυτές τις λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Αυτές οι λέξεις επαναλαμβάνονται συνεχώς.
Οι «περιπέτειες ενός προσκυνητού» ,είναι η ιστορία ενός ανθρώπου, που ήθελε να μάθει να προσεύχεται αδιάλειπτα ( Α΄ Θεσ. 5,17). Ο άνθρωπος ,του οποίου η εμπειρία εξιστορείται, ήταν προσκυνητής. Γι’ αυτό πάρα πολλά από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του και ο τρόπος με τον οποίο έμαθε και εφάρμοσε την προσευχή, εξαρτήθηκαν από το γεγονός ότι αυτός έζησε «κατά ιδιάζοντα» τρόπο. Αυτό κάνει το βιβλίο να μην είναι τόσο εφαρμόσιμο απ’ τον καθένα, όσο θα μπορούσε να ήταν εξαιτίας του περιεχομένου του. Παρόλα αυτά είναι η καλύτερη εισαγωγή , που θα μπορούσε να γραφτεί γι’ αυτή την προσευχή , η οποία είναι ένας από τους μεγαλύτερους θησαυρούς της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Η προσευχή είναι βαθιά ριζωμένη στο πνεύμα του ευαγγελίου και δεν είναι χωρίς νόημα το ότι οι μεγάλοι δάσκαλοι της Ορθοδοξίας πάντοτε επέμειναν στο γεγονός ότι «η Προσευχή του Ιησού» συνοψίζει ολόκληρο το Ευαγγέλιο . Να γιατί μόνο ένας που η ζωή του έχει καλά ριζώσει πάνω στην καινή Διαθήκη ,που είναι δηλαδή ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού , μπορεί να χρησιμοποιεί με όλο της το νόημα την προσευχή του Ιησού.
Και όχι μόνο η διδασκαλία, αλλά ολόκληρη η θεανδρική πραγματικότητα που αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη ,βρίσκεται μέσα στο Όνομα , στο Πρόσωπο του Ιησού. Αν πάρουμε το πρώτο μισό μέρος της προσευχής, θα δούμε ότι εκφράζει την πίστη μας στον Κύριο: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού». Στη μέση αυτής της ευχής βρίσκουμε το όνομα του Ιησού. Είναι το όνομα που μπροστά του «θα λυγίσει κάθε γόνατο» ( Ησ. 45,23 ) και όταν το προφέρουμε επιβεβαιώνουμε το ιστορικό γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Επιβεβαιώνουμε ότι ο Θεός, ο Λόγος του θεού, ο «συναϊδιος» με τον Πατέρα, έγινε άνθρωπος. Και ολόκληρο αυτό το πλήρωμα της θεότητας κατοικεί ανάμεσά μας σωματικά στο πρόσωπο του Χριστού (Κολ. 2,9 ) .
Για να δούμε στο Ναζωραίο ,στον προφήτη του Ισραήλ το Σαρκωμένο Λόγο του Θεού, το Θεό που έγινε άνθρωπος, πρέπει να οδηγηθούμε από το Άγιον Πνεύμα . Γιατί το Άγιον πνεύμα είναι Εκείνο που μας αποκαλύπτει το Χριστό και ως Θεό και ως Άνθρωπο. Τον αποκαλούμε «Χριστό» κι έτσι επιβεβαιώνουμε ότι σ’ Αυτόν εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Η επιβεβαίωση ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός σημαίνει πως ολόκληρη η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης είναι και δική μας ιστορία. Σημαίνει ότι τη δεχόμαστε σαν την αλήθεια του Θεού. Τον αποκαλούμε «Υιό του Θεού», γιατί γνωρίζουμε ότι ο αναμενόμενος από τους Εβραίους Μεσσίας, ο άνθρωπος που ο Βαρτιμαίος τον προσφώνησε «Υιό του Δαυίδ», είναι ο Σαρκωμένος Υιός του Θεού. Αυτές οι λέξεις της προσευχής συνοψίζουν όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα πιστεύουμε για τον Ιησού Χριστό, από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από την μακροχρόνια πείρα της Εκκλησίας . Μ’ αυτές τις λέξεις κάνουμε πλήρη και ολοκληρωμένη ομολογία πίστεως.
Αλλά δεν φθάνει μόνο να κάνουμε αυτή την ομολογία πίστεως. Δεν είναι αρκετό το να πιστεύουμε. Και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίττουν ( Ιακ. 2,19 ). Δεν φτάνει η πίστη για να σωθούμε. Πρέπει συγχρόνως να μας οδηγήσει και στην σωστή σχέση με τον Θεό. Και έτσι έχοντας πλέον ομολογήσει στην πληρότητά της, ξεκάθαρα και με σαφήνεια, την πίστη μας στο Πρόσωπο του Κυρίου, στην ιστορικότητα και στη θεότητα του Χριστού, ερχόμαστε ενώπιόν του πρόσωπο με πρόσωπο, με τη σωστή πνευματική στάση, λέγοντας το : «Ελεήσέ με τον αμαρτωλό».
Η λέξη «ελέησον» είναι σε χρήση σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Στην Ορθόδοξη λατρεία είναι η απόκριση του λαού σ’ όλες τις αιτήσεις που εκφωνούνται από τον ιερέα. Έχει την ίδια ρίζα που έχει η λέξη «έλαιον», η οποία ,μας θυμίζει την ελιά και το λάδι. Αν αναζητήσουμε αυτή τη βασική ιδέα σε χωρία τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης , θα την βρούμε να αναφέρεται σε ποικιλία παραβολών και γεγονότων, τα οποία μας βοηθάνε να ολοκληρώσουμε την έννοια της λέξεως. Στη Γένεση βρίσκουμε την εικόνα της ελιάς. Μετά τον κατακλυσμό ο Νώε έστειλε διάφορα πουλιά, το ένα μετά το άλλο, για να εξακριβώσει αν υπήρχε ή όχι, έστω και λίγη στεγνή γη. Ένα από αυτά τα πουλιά, ένα περιστέρι- και έχει σημασία το ότι είναι περιστέρι- έφερε πίσω στο Νώε ένα μικρό κλαδί ελιάς. Αυτό το κλαδί μετέφερε στο Νώε, και σ’ όλους όσους βρίσκονταν στην Κιβωτό, την είδηση ότι η οργή του Θεού έπαψε και ότι ο θεός πρόσφερε στον άνθρωπο μια νέα ευκαιρία. Όλοι εκείνοι που βρίσκονταν στην Κιβωτό, θα μπορούσαν να εγκατασταθούν πάλι σε στέρεο έδαφος , ν’ αγωνιστούν να ζήσουν και ίσως ποτέ πια , αν και οι ίδιοι το ήθελαν, να μη δοκίμαζαν την οργή του Θεού.
Στην καινή Διαθήκη, στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, βλέπουμε το λάδι της ελιάς να ,μαλακώνει και να θεραπεύει τις πληγές. Κατά την τελετή του χρίσματος των βασιλέων και των ιερέων στην παλαιά Διαθήκη, έχυναν λάδι ελιάς πάνω στο κεφάλι εκείνου που χριόταν. Αυτό ήταν μια απεικόνιση και ένα σύμβολο της Χάρης του Θεού, η οποία κατέβαινε και τους περιέλουζε , δίνοντάς τους νέα δύναμη ( Ψαλμ. 133,2 ) , για να εκπληρώσουν κατά την αποστολή τους ό,τι ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνάμεις . Ο Βασιλιάς στέκεται στο κατώφλι μεταξύ του θελήματος του θεού και του θελήματος των ανθρώπων. Και καλείται να οδηγήσει το λαό Του στην εκπλήρωση του θελήματος του θεού. Ο ιερέας στέκεται επίσης σ’ αυτό το κατώφλι, για να κηρύξει το θέλημα του Θεού και ακόμα για να κάνει κάτι περισσότερο: Να ενεργήσει «εξ ονόματος» του θεού , να κάνει γνωστές τις εντολές Του και να θέσει σε εφαρμογή τις αποφάσεις Του.
Το λάδι μιλάει, πρώτ’ απ’ όλα ,για το τέλος της οργής του Θεού και για την ειρήνη που προσφέρει ο θεός στο λαό που έχει αμαρτήσει ενώπιόν Του. Το λάδι μιλάει ακόμα για το Θεό, ο Οποίος μας θεραπεύει , ώστε να γίνουμε ικανοί να ζήσουμε και να εκπληρώσουμε το σκοπό της υπάρξεώς μας. Επειδή ακριβώς ο θεός γνωρίζει ότι δεν είμαστε από μόνοι μας ικανοί να ζήσουμε , ούτε σύμφωνα με το θέλημά Του, ούτε σύμφωνα με τους νόμους της φύσεώς μας, χύνει πάνω μας άφθονη τη χάρη Του. Μας χαρίζει τη δύναμή Του, για να κατορθώσουμε να κάνουμε ό,τι δεν θα ήταν δυνατόν να καταφέρουμε με τις δικές μας δυνάμεις.
Στα Σλαβονικά οι λέξεις Milost και Pomiluy έχουν την ίδια ρίζα με τις λέξεις που εκφράζουν στοργή και τρυφερότητα. Όταν λοιπόν λέμε «ελέησον», δεν ζητάμε μόνο από το Θεό να αποστρέψει από μας την οργή Του, αλλά του ζητάμε να μας χαρίσει και την αγάπη του.
Αν γυρίσουμε πάλι στις λέξεις της προσευχής του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησέ με τον αμαρτωλό» , θα δούμε ότι οι πρώτες εκφράζουν με ακρίβεια και πληρότητα την πίστη μας στο Χριστό, όπως την διδάσκουν τα ευαγγέλια και ακόμα την ιστορική ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Το τέλος δε της προσευχής εκφράζει την πλούσια και πολύπλευρη σχέση αγάπης του θεού με τα δημιουργήματά Του.
Η «Προσευχή του Ιησού» είναι γνωστή σε πάρα πολλούς Ορθοδόξους χριστιανούς είτε σαν κανόνας προσευχής, είτε ακόμα σαν τρόπος λατρευτικής αφοσίωσης, σαν σύντομος και περιεκτικός τύπος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού και πάντοτε.
Πολλοί συγγραφείς έχουν καταπιαστεί με τις φυσικές πλευρές της προσευχής. Δηλαδή την άσκηση κατά την αναπνοή, την προσοχή στους κτύπους της καρδιάς και μερικά άλλα δευτερεύοντα στοιχεία.
Η φιλοκαλία είναι γεμάτη από λεπτομερείς οδηγίες για την προσευχή της καρδιάς. Οι Πατέρες τόσο της πρώτης όσο και της σύγχρονης Εκκλησίας έχουν ασχοληθεί με το θέμα , καταλήγοντας πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Ποτέ να μην επιχειρούμε σωματικές ασκήσεις, χωρίς να έχουμε στενή παρακολούθηση από ένα πνευματικό πατέρα.
Εκείνο που είναι δοσμένο από το Θεό για κοινή χρήση είναι η προσευχή, η επανάληψη των λέξεων, χωρίς καμιά σωματική προσπάθεια – ούτε καν την κίνηση της γλώσσας- η οποία όταν λειτουργείται συστηματικά , «μεταμορφώνει» τον «έσω άνθρωπο». Περισσότερο από κάθε άλλη , η «Προσευχή του Ιησού», έχει σκοπό να μας φέρει ενώπιον του Θεού, χωρίς άλλο λογισμό, παρά μονάχα τη συναίσθηση του θαύματος, ότι δηλαδή βρισκόμαστε μαζί με το Θεό. Γιατί όταν προσευχόμαστε με την «ευχή του Ιησού» δεν υπάρχει τίποτα και κανείς άλλος, παρά μονάχα εμείς κι ο Θεός.
Η χρήση της «Προσευχής του Ιησού» είναι διπλή. Αρχικά είναι μια έκφραση λατρείας ,όπως άλλωστε και κάθε άλλη προσευχή. Έπειτα, στη ζωή της ασκήσεως, λειτουργεί σαν εστία, η οποία κρατάει την προσοχή μας στραμμένη διαρκώς στην παρουσία του Θεού. Είναι, παρά τη μονότονη επανάληψή της, πολύ κατανυκτική, φιλική, πάντοτε πρόχειρη και πολύ προσωπική. Τόσο στη χαρά όσο και στη λύπη, όταν ταυτιστεί μαζί μας, γίνεται τόνωση της ψυχής και ανταπόκριση σε κάθε θεϊκό κάλεσμα. Για όλα δε τα πιθανά αποτελέσματα, που η προσευχή του Ιησού μπορεί να έχει σε μας, είναι σκόπιμο να θυμόμαστε τα λόγια του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου: «Μην ανησυχείς για το τι θα επακολουθήσει. Θα το γευτείς, όταν θα ‘ρθει» (παρμένο από το βιβλίο Guide of Pastoral Psychology, No 95 p. 91 ) .

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΒΑΡΤΙΜΑΙΟΥ

Η περίπτωση του Βαρτίμαιου, όπως αναφέρεται από τον Ευαγγελιστή Μάρκο ( 10,46) , μας βοηθάει να κατανοήσουμε κάπως ικανοποιητικά μερικά θέματα που έχουν σχέση με την προσευχή.
«Και έρχονται στην Ιεριχώ. Και την ώρα που έβγαιναν από την Ιεριχώ, Αυτός και οι μαθητές του και λαός πολύς, καθόταν κοντά στο δρόμο και ζητιάνευε ο τυφλός Βαρτίμαιος, ο γιός του Τίμαιου. Και όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει δυνατά και να λέει: Ιησού, υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με. Και τον απόπαιρναν μερικοί και του έλεγαν να σιωπήσει. Αυτός όμως φώναζε όλο και περισσότερο: υιέ του Δαυίδ, ελέησέ με. Τότε σταμάτησε ο Ιησούς και είπε να τον φέρουν κοντά του. Πήγαν λοιπόν και είπαν στον τυφλό. Κουράγιο, σήκω να πας, σε φωνάζει. Κι αυτός, αφού πέταξε το εξωτερικό του ρούχο, για να μην τον εμποδίζει στο τρέξιμο, σηκώθηκε και ήρθε κοντά στον Ιησού. Και ο Ιησούς αποκρίθηκε και του είπε: Τι θέλεις να σου κάνω; Και ο τυφλός του απάντησε: Δάσκαλε, θέλω να ξαναβρώ το φως μου. Ο δε Ιησούς είπε: Πήγαινε, η πίστη σου σε έσωσε. Και αμέσως ξαναβρήκε το φως του και ακολούθησε τον Ιησού στην πορεία Του.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, ο Βαρτίμαιος, δεν πρέπει, απ’ ό, τι φαίνεται να ήταν νέος. Στεκόταν εδώ και πολλά χρόνια στην πύλη της Ιεριχώ, ζώντας από την εύσπλαχνη ή την αδιάφορη βοήθεια των περαστικών. Πιθανόν κατά τη διάρκεια της ζωής του να είχε δοκιμάσει όλα τα γνωστά φάρμακα και όλες τις θεραπευτικές μεθόδους. Θα τον είχαν ασφαλώς πάει ,όταν ήταν μικρός, στο Ναό, θα είχαν προσευχηθεί και θα είχαν προσφέρει θυσίες για να βρει την υγεία του. Είχε επισκεφθεί όλους εκείνους που, είτε γιατί είχαν κάποιο χάρισμα, είτε γιατί είχαν ειδικές γνώσεις, μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Είχε ασφαλώς πολύ αγωνιστεί για να βρει το φως του και τελικά είχε εντελώς απογοητευτεί. Είχε δοκιμάσει όλα όσα μπορούσε να βάλει το μυαλό του ανθρώπου, αλλά παρόλα αυτά ήταν ακόμα τυφλός. Πιθανόν είχε ακόμα ακούσει ότι τους τελευταίους μήνες είχε εμφανιστεί στη Γαλιλαία ένας νέος κήρυκας, ένας άνθρωπος που αγαπούσε το λαό, ήταν εύσπλαχνος, και άνθρωπος του Θεού που μπορούσε να θεραπεύει και να κάνει θαύματα. Ο Βαρτίμαιος πιθανόν να είχε πολλές φορές σκεφθεί ότι αν μπορούσε θα πήγαινε να τον συναντήσει. Ο Χριστός όμως πήγαινε από τον ένα τόπο στον άλλο και υπήρχε πολύ μικρή πιθανότητα ένας τυφλός άνθρωπος να τον απαντήσει. Έτσι, μ’ αυτή τη σπίθα της ελπίδας, που έκανε την απελπισία ακόμα πιο βαθιά και πιο έντονη, καθόταν κοντά στην πύλη της Ιεριχώ.
Μια μέρα ένα πλήθος πέρασε δίπλα του, ένα πλήθος μεγαλύτερο από το συνηθισμένο, ένα θορυβώδες ανατολίτικο μπουλούκι. Ο τυφλός το άκουσε και ρώτησε ποιος ήταν. Όταν του είπαν ότι ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, άρχισε να φωνάζει. Κάθε σπίθα ελπίδας, που είχε στην ψυχή του, έγινε ξαφνικά φωτιά, μια πυρκαϊα ελπίδας. Ο Ιησούς τον Οποίον δεν μπόρεσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να συναντήσει, πέρναγε τώρα από κοντά του. Ήταν δίπλα του και κάθε βήμα τον έφερνε όλο και κοντύτερα.
Μετά όμως κάθε βήμα θα τον πήγαινε απελπιστικά όλο και πιο μακριά. Άρχισε τότε να φωνάζει : «Ιησού, Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με». Αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο τέλεια ομολογία πίστεως. Αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον απόγονο του Δαυίδ, το Μεσσία. Δεν μπορούσε τότε να τον αποκαλέσει Υιό του Θεού, γιατί αυτό δεν το ήξεραν ακόμα ούτε οι ίδιοι οι μαθητές του. Στο πρόσωπό Του αναγνώρισε το «αναμενόμενο». Τότε συνέβη κάτι που πολύ συνηθίζεται και στη δική μας τη ζωή. Μερικοί τριγύρω του του έλεγαν να σιωπήσει.
Μήπως δεν συμβαίνει πολύ συχνά αυτό και σε μας, όταν μετά από αναζήτηση και αγώνα πολλών ετών αρχίζουμε απροσδόκητα να φωνάζουμε στο Θεό; Πόσες φωνές τότε δεν προσπαθούν να κατασιγάσουν την προσευχή μας ! Φωνές εξωτερικές και εσωτερικές. Αξίζει, λένε, να προσεύχεσαι; Τόσα χρόνια αγωνιζόσουν κι ο Θεός δεν νοιάστηκε για σένα. Τώρα θα νοιαστεί; Τι νόημα έχει η προσευχή ; Ξαναγύρισε στην απελπισία σου, είσαι τυφλός και τυφλός για πάντα. Όσο όμως μεγαλύτερη είναι η αντίσταση τόσο μεγαλύτερη είναι η απόδειξη ότι η βοήθεια είναι πολύ κοντά. Ο διάβολος ποτέ άλλοτε δεν μας επιτίθεται τόσο βίαια όσο όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από το τέλος του αγώνα και έχουμε ακόμα δυνατότητα σωτηρίας, την οποία όμως τελικά χάνουμε, γιατί την τελευταία στιγμή υποχωρούμε. Υποχώρησε, λέει ο διάβολος, βιάσου, προσπάθησες πάρα πολύ, βγήκες από τα όρια της αντοχής σου. Τελείωσε αμέσως, μην καθυστερείς, δεν μπορείς να αντέξεις περισσότερο .Και τότε αυτοκτονούμε σωματικά, ηθικά, πνευματικά. Εγκαταλείπουμε την αγώνα και αγκαλιάζουμε το θάνατο, τη στιγμή ακριβώς που η βοήθεια βρίσκεται δίπλα μας και μπορούμε να σωθούμε.
Δεν πρέπει να δίνουμε σημασία σ’ αυτές τις φωνές. Όσο δυνατότερα ηχούν τόσο πιο γερά πρέπει να δενόμαστε με το σκοπό μας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κραυγάσουμε τόσο, όσο χρειάζεται. Να φωνάξουμε τόσο δυνατά, όσο ο Βαρτίμαιος. Ο Ιησούς Χριστός πέρναγε δίπλα του . Η τελευταία του ελπίδα βρισκόταν σιμά του, αλλά οι άνθρωποι που τον περιτριγύριζαν ήταν απέναντί του αδιάφοροι ή προσπαθούσαν να τον κάνουν να σιωπήσει. Ο πόνος και η θλίψη του δεν είχαν θέση. Εκείνοι που περιτριγύριζαν το Χριστό – και που τον χρειάζονταν πολύ λιγότερο- ήθελαν να ασχολείται μαζί τους. Γιατί αυτός ο τυφλός και βασανισμένος άνθρωπος να τους διακόπτει; Ο Βαρτίμαιος όμως ήξερε καλά ότι δεν θα υπήρχε πια γι’ αυτόν άλλη ελπίδα, αν έχανε κι αυτή την τελευταία. Η βαθιά αυτή απελπισία του έγινε πηγή απ’ την οποία ανέβλυσε μια πίστη, μια προσευχή γεμάτη από τέτοια πεποίθηση και μια επιμονή που έσπασε όλους τους φραγμούς . Μια προσευχή που, όπως λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ηχεί στην πύλη του ουρανού . Γιατί η απόγνωσή του ήταν τόσο βαθιά, ώστε δεν άκουγε καθόλου τις φωνές του πλήθους που τον πρόσταζαν να ησυχάσει και να καθήσει στην άκρη. Και όσο προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν να πλησιάσει το Χριστό, τόσο περισσότερο κι αυτός φώναζε : «Υιέ Δαυίδ, ελέησέ με». Ο Χριστός σταμάτησε, ζήτησε να τον φέρουν μπροστά του και έκανε το θαύμα.
Μπορούμε να διδαχτούμε από το Βαρτίμαιο πρακτικά, το πώς μπορούμε κι εμείς να εξοικειωθούμε με την προσευχή . Όταν στρεφόμαστε με όλη μας την καρδιά στο Θεό, ο Θεός πάντα μας ακούει.
Συνήθως δεν έχουμε την ετοιμότητα να αρνηθούμε αμέσως όλα εκείνα τα οποία βρίσκονται στο περιβάλλον μας και τα οποία έχουμε συνηθίσει να εμπιστευόμαστε , μόλις διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούμε πια να εξαρτώμαστε απ’ αυτά. Βλέπουμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα όσο και αν ανακινήσουμε ανθρώπινα και επίγεια μέσα. Έχουμε ένα σκοπό. Ψάχνουμε για το φως μας και συνέχεια απογοητευόμαστε. Αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο, είναι απόγνωση και αν σταματήσουμε εκεί, έχουμε νικηθεί. Αν όμως αυτή ακριβώς τη στιγμή, στραφούμε στο Θεό, γνωρίζοντας ότι μόνο ο Θεός μας έχει πια απομείνει και του πούμε, «Σε εμπιστεύομαι και παραδίδω στα χέρια Σου την ψυχή και το σώμα μου , ολόκληρη τη ζωή μου», τότε η απόγνωση μας έχει οδηγήσει στην πίστη.
Η απόγνωση οδηγεί σε μια νέα πνευματική ζωή, όταν έχουμε το κουράγιο να προχωρήσουμε βαθύτερα και μακρύτερα, αναγνωρίζοντας ότι κείνο για το οποίο έχουμε απογοητευθεί δεν είναι το ότι τελικά χάσαμε τη νίκη, αλλά το ότι μας απογοήτευσαν τα μέσα που χρησιμοποιήσαμε για να φθάσουμε σ’ αυτή. Τότε αρχίζουμε να βάζουμε θεμέλια με ένα νέο τρόπο. Ο Θεός μπορεί να μας ξαναφέρει σ’ ένα από τα μέσα που είχαμε ήδη δοκιμάσει, το οποίο όμως τώρα, κάτω από τη δική Του καθοδήγηση, θα μπορέσουμε να το χρησιμοποιήσουμε με επιτυχία. Πρέπει πάντα να υπάρχει αληθινή συνεργασία Θεού και ανθρώπου και τότε ο Θεός χαρίζει φρόνηση, σοφία και δύναμη να κάνουμε το σωστό και να βρίσκουμε τον επιδιωκόμενο στόχο μας.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ

…θα ήθελα να μοιραστούμε μια προσευχή , η οποία θα μας ενώνει όλους μπροστά στο θρόνο του Θεού:
«Κύριε, δεν γνωρίζω τι να Σου ζητήσω. Συ μόνο γνωρίζεις τις πραγματικές μου ανάγκες. Με αγαπάς περισσότερο απ’ όσο αγαπώ εγώ τον εαυτό μου. Βοήθησέ με να δω τις πραγματικές μου ανάγκες, που δεν τις έχω συνειδητοποιημένες. Δεν τολμώ να Σου ζητήσω να σταυρωθώ ούτε να μου στείλεις ενίσχυση και παρηγοριά. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να Σε περιμένω, με ανοιχτή την καρδιά μου. Έλα και βοήθησέ με, κατά το μέγα Σου έλεος. Δοκίμασέ με και γιάτρεψε ταυτόχρονα τα τραύματά μου. Ρίξε με καταγής και πάλι ανόρθωσέ με. Προσκυνώ σιωπηλά το Θείο Σου θέλημα και τις ανεξιχνίαστες οδούς Σου. Σου προσφέρω θυσία τον εαυτό μου . Εμπιστεύομαι απόλυτα σε Σένα. Η μόνη μου επιθυμία είναι να εκπληρώσω το θέλημά Σου. Δίδαξέ με πώς να προσεύχομαι. Προσευχήσου Συ ο Ίδιος μέσα μου. Αμήν».

ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΕΣ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΕΣ

Στο επεισόδιο της Χαναναίας ( Ματθ. 15,22 ) ,βλέπουμε το Χριστό να αρνείται, στην αρχή τουλάχιστον, να απαντήσει σε μια προσευχή. Η γυναίκα παραδοκιμάζεται με τον πιο σκληρό τρόπο. Η γυναίκα παρακαλεί για κάτι που είναι απόλυτα δίκαιο. Έρχεται με πλήρη πίστη και ούτε καν λέει «αν μπορείς». Έρχεται με τη βεβαιότητα ότι ο Χριστός μπορεί, ότι ο Χριστός θα είναι πρόθυμος και θα θεραπεύσει το παιδί της. Σ’ όλη αυτή την πίστη, η απάντηση είναι : «Όχι». Και αυτό, όχι γιατί η προσευχή δεν ήταν ισχυρή, έντονη και γνήσια ή γιατί η πίστη δεν ήταν επαρκής ,αλλά απλώς και μόνο γιατί η Χαναναία δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο. Ο Χριστός είχε έρθει για τους Ιουδαίους , ενώ αυτή ήταν ειδωλολάτρισσα. Ο Χριστός δεν είχε έρθει γι’ αυτή. Εκείνη όμως επέμενε λέγοντας: «Ναι, δεν είμαι αυτή που πρέπει να είμαι , αλλά και τα σκυλάκια τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν απ’ τα τραπέζια των αφεντικών τους». Στέκεται περιμένοντας και ελπίζοντας στην αγάπη του Θεού, παρά τα όσα της λέει ο Χριστός, αφημένη τόσο ταπεινά σ’ Αυτόν, παρά την εξήγησή που Εκείνος της δίνει. Δεν επικαλείται καν την αγάπη Του, μόνο κάνει έκκληση για την εκδήλωση αυτής της αγάπης, όπως συμβαίνει στις απλές, καθημερινές σχέσεις. «Δεν έχω δικαίωμα να ζητήσω ολόκληρο καρβέλι, δος μου μόνο λίγα ψίχουλα». Η κατηγορηματική και σκληρή άρνηση του Χριστού δοκιμάζει την πίστη της και η προσευχή της ολοκληρώνεται.
Πολύ συχνά ικετεύουμε το Θεό λέγοντας: «Θεέ μου, αν θέλεις, μπορείς …αν…», ακριβώς σαν τον πατέρα που λέει στο Χριστό: «Οι μαθητές Σου δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί μου. Αν Συ μπορείς να κάνεις κάτι, κάνε το» ( Ματθ. 9,22 ) . Ο Χριστός απαντάει μ’ ένα άλλο «εάν». Εάν πιστεύεις, έστω και λίγο, «όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Τότε ο άνθρωπος λέει: « Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Το ένα «εάν» βρίσκεται σε άμεση σχέση με το άλλο. Γιατί, αν δεν υπάρχει πίστη, δεν δίνει ο άνθρωπος στο Θεό τη δυνατότητα να επέμβει ουσιαστικά και ρυθμιστικά στα πράγματα.
Το γεγονός ότι στρέφεται κανείς στο Θεό θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απόδειξη της πίστεώς του, αλλά αυτό δεν είναι απόλυτο. Πιστεύουμε και δεν πιστεύουμε την ίδια στιγμή και το πόσο πιστεύουμε φαίνεται από το πόσο ξεπερνάμε τις αμφιβολίες μας. Όταν λέμε: «Ναι, αμφιβάλλω, αλλά πιστεύω στην αγάπη του Θεού περισσότερο απ’ όσο εμπιστεύομαι στις αμφιβολίες μου», τότε δίνω στο Θεό τη δυνατότητα να ενεργήσει. Αλλά αν κανείς πιστεύει στο νόμο και όχι στη Χάρη, αν κάποιος πιστεύει ότι ο κόσμος, όπως τον γνωρίζουμε με τους μηχανικούς νόμους του, είναι τέτοιος – γιατί ο Θεός θέλησε να μην είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή- τότε δεν υπάρχει τόπος για το Θεό. Η εμπειρία επίσης της καρδιάς , όσο και η σύγχρονη επιστήμη, μας διδάσκουν ότι δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη νομοτέλεια, στην οποία πίστευαν οι άνθρωποι του 19ου αιώνα. Κάθε φορά που με την πίστη η Βασιλεία του θεού αποκαθίσταται μέσα μας, δίνεται η δυνατότητα στους νόμους αυτής της Βασιλείας να λειτουργήσουν . Δηλαδή επεμβαίνει ο Θεός με τη σοφία Του και τη Δύναμή Του και κάνει το καλό, σε μια δύσκολη περίσταση, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέψει το σύμπαν. Οι αμφιβολίες μας έχουν σχέση περισσότερο με την αγάπη και τη φροντίδα του Θεού για μας, παρά με τη δύναμή Του. Ο Θεός όμως απαντάει: «Εάν μπορείς να πιστέψεις στην αγάπη μου, όλα μπορούν να γίνουν». Μ’ αυτό εννοεί πως ένα θαύμα μπορεί να γίνει μόνο όταν ζούμε τη Bασιλεία του Θεού, έστω κι αν ακόμα βρισκόμαστε στο πρώτο στάδιο της πνευματικής ζωής.
Το θαύμα δεν είναι παραβίαση των νόμων που διέπουν μεταπτωτικά τον κόσμο, αλλά είναι επάνοδος της κυριαρχικής επικράτησης των νόμων της Βασιλείας του Θεού. Ένα θαύμα γίνεται μόνο όταν πιστεύουμε ότι ο νόμος βασίζεται στην αγάπη του Θεού και όχι στη δύναμή Του. Μπορεί να πιστεύουμε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος αλλά να μην πιστεύουμε στον πρόνοιά Του και τότε το θαύμα δεν μπορεί να γίνει. Διαφορετικά θα έπρεπε ο Θεός να επιβάλει δια της βίας την θέλησή Του. Αυτό όμως δεν το κάνει. Γιατί το πιο βασικό και ευαίσθητο σημείο στις σχέσεις Του με τον κόσμο, παρά την πτώση του ανθρώπου ,είναι ότι σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν λέμε στο Θεό: «Πιστεύω, γι’ αυτό ζητάω τη βοήθειά Σου», είναι σαν να του λέμε: «Πιστεύω, πως είσαι πρόθυμος να με εισακούσεις, ότι έχεις αγάπη και ότι ενδιαφέρεσαι για το κάθε γεγονός της ζωής μου». Όταν έτσι καταθέτουμε την αδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργούμε σωστή κοινωνία με το Θεό και δίνουμε τη δυνατότητα να γίνει το θαύμα.
Εκτός όμως από αυτή την κατηγορία των αμφιβολιών μας, που αναφέρονται στην αγάπη του Θεού και που είναι λανθασμένες, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία αμφιβολιών που επιτρέπονται. Μπορούμε να λέμε στο Θεό: «Σου ζητώ αυτό , αν είναι σύμφωνο με το θέλημά Σου ή είναι για το καλό μου ή αν δεν υπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου όταν Σου το ζητώ», και άλλα παρόμοια . Αυτού του είδους οι αμφιβολίες επιτρέπονται γιατί δείχνουν πως δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο λογισμό μας. Και όταν ζητάμε κάτι από το Θεό έτσι πρέπει να του το ζητάμε.
Όπως ακριβώς η Εκκλησία είναι η συνέχεια της παρουσίας του Χριστού στο χρόνο και στο χώρο , έτσι και η προσευχή του χριστιανού πρέπει να είναι προσευχή του Χριστού, αν και αυτό προϋποθέτει αγνότητα καρδιάς , την οποία δεν έχουμε. Η προσευχή της Εκκλησίας είναι η προσευχή του Χριστού, ειδικώτερα όμως η Θεία Λειτουργία, όπου αποκλειστικά και αδιάλειπτα ο Χριστός προσεύχεται. Αλλά οποιαδήποτε άλλη προσευχή , με την οποία ζητάμε κάτι συγκεκριμένο από το θεό, είναι προσευχή γεμάτη ερωτηματικά. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνωρίζουμε τι θα ζητούσε ο Χριστός , αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση. Γι’ αυτό, πριν από τα λόγια της προσευχής μας βάζουμε ένα «εάν», που σημαίνει: Σύμφωνα με όσα εγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα με εκείνο που γνωρίζω για το θέλημα του Θεού, θα ήθελα να γίνει έτσι αυτό το πράγμα, για να εκπληρωθεί το θέλημά Του.
Ένα τέτοιο «εάν» επίσης σημαίνει ότι περικλείω στα λόγια της προσευχής μου την επιθυμία μου να γίνει το καλύτερο δυνατό σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, Θεέ μου, Συ μπορείς να μεταβάλεις το κάθε συγκεκριμένο αίτημά μου σε ο,τιδήποτε Εσύ θα έκρινες ασύμφορο, διατηρώντας μόνο την πρόθεσή μου, που είναι να γίνει και στο θέμα αυτό το θέλημά Σου, ακόμη και τότε που τόσο ανόητα σου υποδεικνύω και το πώς θα μου άρεσε εμένα να γίνει το θέλημά Σου ( Ρωμ. 8,26 ) .
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Όταν προσευχόμαστε για να γίνει κάποιος καλά, ή να επιστρέψει από ένα ταξίδι σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα- γιατί υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό- τότε η προσευχή μας έχει σκοπό το καλό αυτού του προσώπου. Δεν έχουμε όμως τόσο καθαρή πνευματική όραση, ώστε να διακρίνουμε το πραγματικό καλό του προσώπου και πιθανόν το χρονοδιάγραμμα που εμείς συσχετίζουμε με το πρόσωπο αυτό να είναι λανθασμένο.
Το «εάν» επίσης σημαίνει πως, σύμφωνα με τα κριτήριά μου, αυτό που Σου ζητώ είναι σωστό και σκόπιμο να γίνει έτσι, με τον τρόπο , που εγώ νομίζω. Αν όμως κάνω λάθος, να μην λάβεις υπόψη Σου τα λόγια μου, αλλά την πρόθεσή μου.
Ο Στάρετς Αμβρόσιος της Όπτινα είχε το χάρισμα να διαβλέπει ποιό ήταν το πραγματικό καλό για έναν άνθρωπο. Ο αγιογράφος της Μονής είχε πάρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για την πατρίδα του. Θα είχε οπωσδήποτε προσευχηθεί να φύγει σύντομα. Αλλά ο στάρετς τον καθυστέρησε επίτηδες τρεις μέρες και έτσι τον έσωσε από τη ληστεία και τη δολοφονία ,που είχε σχεδιάσει εναντίον του ένας από τους εργάτες του. Όταν ο αγιογράφος ανεχώρησε από τη Μονή ο κακοποιός είχε εγκαταλείψει την κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψει ο αγιογράφος τον κίνδυνο από τον οποίο τον γλίτωσε ο στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε για κάποιον που αγαπάμε και που έχει κάποια ανάγκη , χωρίς να μπορούμε να τον βοηθήσουμε. Πολλές φορές δεν ξέρουμε και τι είναι σωστό να ζητήσουμε. Δεν βρίσκουμε λέξεις, ακόμα και για να βοηθήσουμε κάποιον που υπεραγαπάμε.

ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

Η περισυλλογή και η προσευχή συχνά συγχέονται, αλλά, αν η περισυλλογή εξελίσσεται σε προσευχή ,δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος απ’ αυτή τη σύγχυση. Κίνδυνος υπάρχει μόνο όταν η προσευχή εκφυλίζεται σε περισυλλογή. Περισυλλογή αρχικά σημαίνει σκέψη , ακόμα και όταν το αντικείμενο της σκέψης είναι ο Θεός. Αν η σκέψη φέρνει σιγά-σιγά το αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε μια κατάσταση ευλάβειας και λατρείας, αν η παρουσία του Θεού προβάλει τόσο ισχυρά ώστε να νιώθουμε κοντά Του και αν λίγο- λίγο από την περισυλλογή μεταφερόμαστε στην προσευχή, πάει καλά. Δεν επιτρέπεται όμως ποτέ να συμβεί το αντίθετο και απ’ αυτή την άποψη υπάρχει απόλυτη διαφορά μεταξύ περισυλλογής και προσευχής.
Η βασική διάκριση μεταξύ περισυλλογής και καθημερινών τυχαίων σκέψεων είναι ότι στην περισυλλογή υπάρχει συνοχή σκέψεων. Η περισυλλογή είναι ασκητική προσπάθεια που γίνεται μόνο με διανοητική νηφαλιότητα. Ο Θεοφάνης ο Έγκλειστος ,μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται συνήθως οι άνθρωποι, λέει ότι οι σκέψεις βουίζουν γύρω από τα κεφάλια μας ,σαν σμήνος κουνουπιών, προς όλες τις κατευθύνσεις, μονότονα, χωρίς σκοπό και χωρίς συγκεκριμένη κατάληξη.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθουμε , οποιοδήποτε θέμα και αν έχουμε εκλέξει για να αποτελέσει το αντικείμενο της σκέψης μας, είναι το να ακολουθήσουμε μια ενιαία πορεία. Κάθε φορά που αρχίζουμε να σκεφτόμαστε το Θεό, τα του Θεού, καθετί που σχετίζεται με την πνευματική ζωή, μας έρχονται στο νου δευτερεύουσες σκέψεις. Βλέπουμε σε κάθε πλευρά του θέματος τόσες πολλές δυνατότητες , τόσα πολλά πράγματα τα οποία είναι γεμάτα ενδιαφέρον και πλούτο. Εμείς όμως, αφού έχουμε επιλέξει ένα θέμα για να σκεφθούμε, πρέπει να απομακρύνουμε όλα τα άλλα εκτός από αυτό το ένα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να κρατηθούν οι σκέψεις μας στην σωστή πορεία και να προχωρήσουν πιο βαθιά.
Σκοπός της περισυλλογής δεν είναι το να πετύχουμε μια θεωρητική απασχόληση της σκέψης. Η περισυλλογή δεν αποβλέπει στο να γίνει μια άψογη διανοητική λειτουργία, ούτε ένα αριστούργημα σκέψης, χωρίς άλλες συνέπειες. Αποβλέπει στο να γίνει καθάρια σκέψη που καθοδηγείται από το Θεό και κατευθύνεται σ’ Αυτόν και που μπορεί να μας οδηγήσει στο να πάρουμε αποφάσεις για τη ζωή μας.
Είναι πολύ σπουδαίο πράγμα να συνειδητοποιήσουμε από την αρχή ότι η περισυλλογή θα φέρει αποτέλεσμα μόνο όταν έχει σαν συνέπεια της το να μπορέσουμε να ζήσουμε με περισσότερη ακρίβεια και μεγαλύτερη συνεπέστερη εφαρμογή σύμφωνα με το Ευαγγέλιο.
Καθένας μας από άλλα προβλήματα είναι ανεπηρέαστος και σε άλλα είναι ανοιχτός. Στην αρχή, όταν δεν έχουμε ακόμα συνηθίσει να σκεπτόμαστε, είναι καλύτερα να ξεκινάμε με κάτι που είναι ζωτικό για μας. Να παίρνουμε εκείνα τα ρητά που μας ελκύουν ιδιαιτέρα , που κάνουν την καρδιά μας να είναι «καιομένη εν ημίν» ή αντίθετα εκείνα που μας κάνουν να επαναστατούμε και τα οποία δεν μπορούμε να αποδεχτούμε . Και τα δύο είδη αυτών των ρητών υπάρχουν στο Ευαγγέλιο.
Ό,τι και αν διαλέξουμε, ένα στίχο, μια εντολή, ένα γεγονός από τη ζωή του Χριστού, πρέπει να προσδιορίσουμε πρώτα απ’ όλα το πραγματικό, το αντικειμενικό του περιεχόμενο. Αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο, γιατί σκοπός της περισυλλογής δεν είναι να συγκροτήσουμε μια φανταστική δομή, αλλά να κατανοήσουμε μια αλήθεια. Η αλήθεια βρίσκεται εκεί δοσμένη. Είναι η αλήθεια του Θεού και η περισυλλογή αποβλέπει στο να γίνει γέφυρα μεταξύ της δικής μας αδυναμίας για κατανόηση και της αλήθειας που έχει αποκαλυφθεί. Αυτή είναι μια μέθοδος μες την οποία μπορούμε να εκπαιδεύσουμε το νου μας και λίγο- λίγο , όπως λέει ο Απόστολος Παύλος ( Α΄ Κορινθ. 2,16 ), να μάθουμε να έχουμε «νουν Χριστού»…



…Όταν πλέον έχουμε ανακαλύψει το νόημα του κειμένου, όταν ο Θεός μ’ αυτή την φράση μας έχει μιλήσει , πρέπει να μπούμε πιο βαθιά στο θέμα και να δούμε τί μπορούμε τώρα να κάνουμε, όπως πραγματικά κάνουμε κάθε φορά που μας έρχεται ξαφνικά μια καλή ιδέα. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό ή εκείνο είναι το σωστό, αμέσως σκεφτόμαστε πώς να το κάνουμε ζωή μας, με ποιο τρόπο, σε ποια περίσταση και με ποια μέθοδο. Δεν φτάνει να καταλάβουμε τί πρέπει να κάνουμε και να αρχίσουμε με ενθουσιασμό να μιλάμε γι’ αυτό στους φίλους μας. Πρέπει ν’ αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε. Ο Άγιος Παύλος ο Απλούς , ένας ορθόδοξος μοναχός από την Αίγυπτο, μόλις άκουσε τον Μ. Αντώνιο να διαβάζει τον πρώτο στίχο του Ψαλμού , «Μακάριος είναι ο άνθρωπος που δεν πορεύτηκε σύμφωνα με τις σκέψεις και τα θελήματα των ασεβών», αμέσως αναχώρησε για την έρημο. Μόνο μετά από τριάντα περίπου χρόνια , όταν ξανασυναντήθηκε με τον Μ. Αντώνιο , του είπε με βαθιά ταπείνωση: «Πέρασα όλο τον καιρό προσπαθώντας να γίνω ο άνθρωπος εκείνος που δεν πορεύεται σύμφωνα με τις σκέψεις και τα θελήματα των ασεβών». Δεν χρειάζεται να κατανοήσουμε πολλά πράγματα για να φτάσουμε στην τελειότητα. Εκείνο που χρειάζεται είναι τριάντα χρόνια προσπάθειας για να αποκτήσουμε και τη γνώση και τη χάρη να γίνουμε «καινή κτίση», δηλαδή νέοι, αναγεννημένοι άνθρωποι.
Συχνά μελετάμε ένα-δυο σημεία και προχωράμε στο επόμενο κείμενο. Αυτό είναι λάθος. Έχουμε ήδη πει ότι απαιτείται μεγάλο χρονικό διάστημα για να γίνουμε στοχαστικοί, να γίνουμε εκείνο που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «νηπτικό πρόσωπο». Δηλαδή να ικανωθούμε να εμβαθύνουμε σε μια ιδέα τόσο πολύ, ώστε να μην μας ξεφύγει κανένα σημάδι που περιέχει. Οι πνευματικοί συγγραφείς του παρελθόντος και του παρόντος έχουν όλοι να μας πουν το ίδιο πράγμα: Διαλέξτε ένα χωρίο, μελετήστε το για πολλές ώρες ,για πολλές μέρες, μέχρι να εξαντλήσετε όλες σας τις διανοητικές και συναισθηματικές δυνατότητες. Χάρη σ’ αυτήν την προσεχτική ανάγνωση και επανάληψη του χωρίου θα οδηγηθείτε σε μια νέα εσωτερική κατάσταση.
Πολύ συχνά, η περισυλλογή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έρευνα του κειμένου, η επανάληψη των λόγων, που ο Θεός μας απευθύνει. Έτσι θα εξοικειωθούμε και θα εμποτιστούμε τόσο απ’ αυτούς, ώστε λίγο-λίγο να ταυτιστούμε μαζί τους. Και αν ακόμα νομίζουμε ότι σ’ αυτή την μέθοδο δεν βρήκαμε κάποιο ιδιαίτερο πνευματικό θησαυρό, οπωσδήποτε όμως θα έχουμε σε κάτι αλλάξει…

…Οι Πατέρες των πρώτων αιώνων και ολόκληρη η Ορθόδοξη Παράδοση μας διδάσκουν ότι πρέπει να συγκεντρωνόμαστε , με βουλητική και αποκλειστική συγκέντρωση, στις λέξεις της προσευχής που προφέρουμε. Πρέπει να προφέρουμε τις λέξεις προσεκτικά , απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια δημιουργίας κάποιας συναισθηματικής καταστάσεως. Πρέπει ακόμα να αφήνουμε στον Θεό, το πότε και πώς θα χαρίσει στην ψυχή μας οποιαδήποτε συγκίνηση, που είμαστε ικανοί και άξιοι να γευθούμε την ώρα της προσευχής…






Από το βιβλίο «ΑΡΧΙΕΠ. ANTONY BLOOM
ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ»
Μετάφραση από το αγγλικό
Δ΄ έκδοση Αναθεωρημένη και Βελτιωμένη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΣΔΡΟΜΟΥ
ΚΑΡΕΑΣ 1989

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Έργα ασκητικά

ΙΔ΄ Διδασκαλία

ΓΙΑ ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΜΟΛΟΓΗΜΑ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


149. _ . Η Αγία Γραφή λέει ότι εκείνες οι μαίες που χάριζαν τη ζωή στα αρσενικά παιδιά των Ισραηλιτών, επειδή είχαν φόβο Θεού έκτισαν για τους εαυτούς τους σπίτια. ( Εξ. 1,21). Άραγε μιλάει για ορατά κτίσματα; Και ποιά σημασία έχει το ότι κτιστήκαν αυτά τα σπίτια από το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια εμείς διδασκόμαστε και τα σπίτια που έχουμε να τα εγκαταλείπουμε ,αν χρειαστεί για να κερδίσουμε το φόβο του Θεού ( Ματθ. 19,29) . Ώστε λοιπόν δεν μιλάει για ορατό σπίτι, αλλά για το οικοδόμημα της ψυχής, που το κτίζει κανείς για τον εαυτόν του, τηρώντας τις εντολές του Θεού. Μ’ αυτό μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι ο φόβος του Θεού προετοιμάζει την ψυχή να τηρεί τις εντολές και με την τήρηση των εντολών κτίζεται και το οικοδόμημα της ψυχής. Ας φροντίσουμε και εμείς τους εαυτούς μας ,αδελφοί μου, ας φοβηθούμε και εμείς το Θεό και ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας σπίτια, για να στεγαστούμε σ’ αυτά, όταν έρθει ο χειμώνας, οι βροχές , οι αστραπές, οι βροντές. Γιατί βρίσκεται σε πολύ μεγάλη δυσκολία , όποιος δεν έχει το χειμώνα σπίτι.
150. _ . Πώς όμως κτίζεται το οικοδόμημα της ψυχής; Από το κτίσιμο του ορατού σπιτιού μπορούμε να διδαχθούμε πώς ακριβώς έχει το πράγμα. Γιατί αυτός που θέλει να κτίσει ένα υλικό σπίτι, πρέπει να το σιγουρέψει απ’ όλες τις μεριές και να υψώσει την οικοδομή ταυτόχρονα και από τις τέσσερις πλευρές και όχι τον έναν τοίχο να φροντίζει και τους άλλους να τους παραμελεί –γιατί έτσι δεν κερδίζει τίποτα, μόνο κάνει άδικο κόπο και έξοδα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Πρέπει ο άνθρωπος να μην αμελεί κανένα μέρος από το οικοδόμημά του , αλλά να το υψώνει συμμετρικά. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που λέει ο αββάς Ιωάννης: «Θέλω ο άνθρωπος να κατορθώνει λίγο από κάθε αρετή και να μην κάνει όπως μερικοί , που αγωνίζονται για μια μόνο αρετή και επιμένουν σ’ αυτή και γι’ αυτή ,μόνον εργάζονται ,παραμελώντας τις υπόλοιπες». Γιατί αυτοί ίσως να έχουν και κάποια προτίμηση σ’ αυτή την αρετή και γι’ αυτό δεν ενοχλούνται από το πάθος που της εναντιώνεται. Έτσι τους ξεγελάνε και τους βαραίνουν τ’ άλλα πάθη, και δεν τους ενδιαφέρει ,αλλά έχουν την εντύπωση ότι κάνουν και μεγάλο κατόρθωμα. Αυτοί μοιάζουν μ’ εκείνον που κτίζει ένα τοίχο και τον υψώνει όσο μπορεί ,συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στο ύψος του και έχοντας την εντύπωση ότι κατόρθωσε κάτι μεγάλο. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι αν έρθει δυνατός άνεμος θα τον γκρεμίσει, γιατί στέκεται μόνος του, χωρίς να έχει σύνδεσμο με τους άλλους τοίχους. Ούτε σκεπή δεν μπορεί να φτιάξει για τον εαυτόν του, με ένα μόνο τοίχο, επειδή είναι εκτεθειμένος απ’ όλες τις άλλες πλευρές. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι. Αλλά όποιος θέλει να κτίσει το σπίτι του κι να φτιάξει για τον εαυτόν του στέγη, πρέπει να υψώσει την οικοδομή απ’ όλες τις πλευρές και να την σιγουρέψει από κάθε κίνδυνο.
151. _ . Και σας λέω πώς: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ρίξει το θεμέλιο που είναι η πίστη – γιατί «χωρίς την πίστη», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος , «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς στο Θεό» ( Εβρ. 11,6 ) – και έτσι πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο , να κτίζει συμμετρικά την οικοδομή . Του δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει υπακοή; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι υπακοής. Συνέβηκε να οργισθεί κάποιος αδελφός μαζί του; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι μακροθυμίας. Του δόθηκε μια ευκαιρία για εγκράτεια; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι εγκράτειας. Έτσι σε κάθε ευκαιρία που συναντάει για να ασκήσει μια αρετή , πρέπει να βάζει ένα λιθάρι στην οικοδομή και έτσι ολόγυρα να την υψώνει μ’ ένα λιθάρι συμπάθειας, ένα λιθάρι εκκοπής θελήματος, ένα λιθάρι πραότητας και με τα παρόμοια. Πάνω απ΄ όλα όμως πρέπει να καλλιεργεί την αρετή της υπομονής και της ανδρείας. Γιατί αυτές οι γωνίες και μ΄ αυτές στερεώνεται η οικοδομή και ενώνονται οι τοίχοι μεταξύ τους, χωρίς να γέρνουν και να κάνουν ενδιάμεσα ρωγμές. Χωρίς αυτές τις αρετές δεν έχει κανείς τη δύναμη να ολοκληρώσει καμιά απολύτως αρετή. Γιατί αν δεν έχει κανείς ανδρεία στην ψυχή, ούτε υπομένει. Και χωρίς υπομονή δεν μπορεί κανείς να κατορθώσει τίποτα. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε: «Με την υπομονή θα κτίσετε τις ψυχές σας» ( Λουκ. 21, 19 ) .
…Πρέπει ακόμα αυτός που κτίζει να βάλει ενδιάμεσα στα λιθάρια λάσπη. Γιατί αν βάλει λιθάρι πάνω σε λιθάρι, χωρίς να βάλει ενδιάμεσα λάσπη, σπάζουν τα λιθάρια και γκρεμίζεται η οικοδομή. Λάσπη είναι η ταπείνωση, επειδή γίνεται από χώμα και πατιέται απ’ όλους. Κάθε αρετή λοιπόν που γίνεται χωρίς ταπείνωση δεν είναι αρετή, όπως ακριβώς λέει και το Γεροντικό: «Όπως είμαι αδύνατον να φτιάξουμε βάρκα χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατο να σωθεί κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη». Πρέπει λοιπόν ό,τι κάνει κανείς να το κάνει με ταπείνωση, ώστε με την ταπείνωση να διατηρηθεί το καλό. Ακόμα πρέπει η οικοδομή να έχει και τα λεγόμενα ιμαντώματα. Αυτά είναι η διάκριση που στερεώνει την οικοδομή και ενώνει το ένα λιθάρι με το άλλο, τη δένει γερά και την ομορφαίνει.
Η στέγη είναι η αγάπη, που είναι η τελείωση όλων των αρετών, όπως ακριβώς και η στέγη του σπιτιού ( Κολ. 3,14 ) . Κατόπιν μετά τη στέγη το περιτείχισμα της ταράτσας. Ποιό είναι το περιτείχισμα; Είναι γραμμένο στο Νόμο: «Αν κτίσετε το σπίτι σας και φτιάξετε το δώμα, φτιάξτε και περιτείχισμα ολόγυρά του, για να μην πέσουν κάτω τα παιδιά σας ( Δευτ. 22,8 ) . Το περιτείχισμα είναι η ταπείνωση. Αυτή είναι εκείνη που ζώνει ολόγυρα και φυλάει όλες τις αρετές. Και όπως ακριβώς κάθε αρετή πρέπει να γίνεται με ταπείνωση- σύμφωνα με τον τρόπο που είπαμε ότι κάθε λιθάρι τοποθετείται πάνω σε λάσπη- έτσι και η τελείωση της αρετής έχει ανάγκη από την ταπείνωση. Και όταν οι άγιοι προοδεύουν στην αρετή, φτάνουν φυσικά στην ταπείνωση. Όπως ακριβώς πάντοτε σας λέω: «Όσο πλησιάζει κανείς στο Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτόν του».
Ποιά όμως είναι τα παιδιά ,που είπε ο Νόμος «να μην πέσουν από το δώμα»; Τα παιδιά είναι οι λογισμοί που γεννιούνται στην ψυχή τους οποίους πρέπει να φυλάει κανείς με την ταπείνωση, για να μην πέσουν κάτω από το δώμα, που είπαμε ότι είναι η τελείωση των αρετών.
152 . _ . Δέστε, τελείωσε το σπίτι. Έχει και τα δοκάρια του. Έχει και τη στέγη του. Να και το περιτείχισμα του δώματος και μ’ ένα λόγο είναι έτοιμο το σπίτι. Μήπως όμως του λείπει τίποτα; Ναι, παραλείψαμε κάτι. Και ποιο είναι αυτό; Να είναι ο οικοδόμος τεχνίτης. Γιατί, αν δεν είναι καλός τεχνίτης, στραβοκτίζει λίγο την οικοδομή και οποιαδήποτε δύσκολη στιγμή γκρεμίζεται το σπίτι. Τεχνίτης είναι εκείνος που κτίζει με επίγνωση. Γιατί καμμιά φορά συμβαίνει να καταβάλλει κανείς τον κόπο της αρετής επειδή όμως δεν εργάζεται με επίγνωση να τον χάνει ή να έρχεται γύρω- γύρω χωρίς να μπορεί να τελειώσει το έργο, βάζοντας και βγάζοντας το ίδιο λιθάρι. Είναι ακόμα και άλλοι που βάζουν ένα λιθάρι και βγάζουν δύο. Να, τί εννοώ. Έρχεται ένας αδελφός και σου λέει ένα λόγο που σε στενοχωρεί και σε πληγώνει και συ σιωπάς και βάζεις μετάνοια. Να, έβαλες κιόλας ένα λιθάρι. Μετά πας και λες σ’ άλλον αδελφό: «Μ’ έβρισε ο τάδε. Αυτό και αυτό μου είπε. Και εγώ όχι μόνον δεν μίλησα, αλλά του έβαλα και μετάνοια». Δες ,έβαλες ένα λιθάρι και έβγαλες δυό. Πάλι συμβαίνει να βάζει κανείς μετάνοια ,θέλοντας να δοξαστεί και έτσι νοθεύεται η ταπείνωση με την κενοδοξία. Αυτό σημαίνει το να βάζει κανείς έλα λιθάρι και να το ξαναβγάζει. Εκείνος όμως που μετανοεί με επίγνωση ,πείθει τον εαυτό του ότι είναι δικό του το σφάλμα, και ότι αυτός είναι ο αίτιος. Αυτό σημαίνει το να μετανοεί κανείς με επίγνωση. Άλλος επίσης ασκεί τη σιωπή, αλλ’ όχι με επίγνωση επειδή πιστεύει ότι κάνει αρετή. Αυτός δεν κάνει τίποτα. Εκείνος όμως που σιωπάει με επίγνωση, πιστεύει ότι είναι ανάξιος να μιλήσει, όπως είπαν οι Πατέρες. Αυτή ακριβώς είναι η σιωπή με επίγνωση. Πάλι συμβαίνει να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό ν του από αδιαφορία και άγνοια και να νομίζει έτσι ότι, έχοντας αυτή την αντίληψη, καταφέρνει κάτι σπουδαίο και ταπεινώνεται. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι μ’ αυτόν τον τρόπο δεν κερδίζει τίποτα απολύτως. Γιατί αυτό που κάνει δεν το κάνει με επίγνωση. Το να ,μην έχει όμως κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν του με επίγνωση, σημαίνει ότι έχει βαθιά συναίσθηση και τη βιωματική εμπειρία πως δεν είναι τίποτα, και πως δεν είναι άξιος να θεωρηθεί ούτε καν άνθρωπος ,όπως ακριβώς είπε και ο αββάς Μωυσής: «Παλιοαράπη, αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι θέλεις μεσ’ τους ανθρώπους»; …

Δ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΟΒΟ


47. _ . Ο Άγιος Ιωάννης λέει στις Καθολικές Επιστολές : «Η τελεία αγάπη φυγαδεύει το φόβο» ( Α΄ Ιωάννου 4,18 ) .Άραγε τι θέλει μ’ αυτό να μας επισημάνει ο Άγιος; Ποιά άραγε ονομάζει αγάπη και ποιό φόβο; Ο προφήτης λέει στον ψαλμό: «Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού» ( Ψαλμ. 33,10 ) και χίλια άλλα παρόμοια βρίσκουμε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι Άγιοι που τόσο αγαπούν τον Κύριο τον φοβούνται, πώς λέει: «Η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο»; Θέλει να μας δείξει ο άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο μεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαμε, στην πνευματική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευματικά, αυτών που έφτασαν το μέτρο της άγιας αγάπης. Να, τί θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέλημα του Θεού για το φόβο της τιμωρίας. Αυτός, όπως είπαμε, είναι ακόμα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Άλλος κάνει το θέλημα του Θεού επειδή αγαπάει το Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα με το να είναι η ζωή του ευάρεστη στο Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύτηκε τί σημαίνει να είναι κανείς ενωμένος με το Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο άγιος την ονομάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέλημα του Θεού όχι από φόβο για τις τιμωρίες, όχι από φόβο μήπως κολαστεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαμε, επειδή γεύτηκε τη γλυκύτητα που δοκιμάζει όποιος είναι ενωμένος με το Θεό, φοβάται μη τη χάσει, φοβάται μήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος ,που προέρχεται απ’ αυτή την τέλεια αγάπη, απομακρύνει τον αρχικό φόβο». Είναι όμως αδύνατο να φτάσει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά μόνο με τον αρχικό…

ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΡΗΤΑ

202. -. Ο Αββάς Δωρόθεος έλεγε: Είναι αδύνατον σ’ αυτόν που έχει πίστη στη δική του σύνεση και στο δικό του λογισμό να υποταχθεί ή να μιμηθεί κάποιο καλό που βλέπει στον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Επειδή δουλεύουμε ακόμα στα πάθη, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε στο λογισμό και στα αισθήματά μας, γιατί στραβός οδηγός και τα καλά τα κάνει στραβά.
Έλεγε πάλι: Όποιος δεν καταφρονήσει κάθε υλικό πράγμα και δόξα και σωματική ανάπαυση, ακόμα και τα δικαιώματά του, δεν μπορεί να κόψει τα θελήματά του ,ούτε ν’ απαλλαχτεί από την οργή και τη λύπη, ούτε ν’ αναπαύσει τον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να μην κρίνεις ή ακόμα και να συμπαθήσεις αυτόν που βρίσκεται σε κάποια θλίψη και σου ζητάει βοήθεια. Μεγάλη αρετή είναι να μην κρίνεις αυτόν που από δικό του πάθος σου αντιλέγει. Να μη συνταιριαστείς μ’ αυτόν που κατακρίνει εκείνον που σου αντιλέγει και να μη χαρείς μαζί μ’ εκείνον που τιμάει εσένα περισσότερο από άλλον.
Είπε πάλι: Μην απαιτήσεις αγάπη από τον πλησίον , γιατί αυτός που απαιτεί ταράζεται, αν δεν του δώσουν. Αλλά δείξε εσύ μάλλον την αγάπη σου στον πλησίον και ανάπαυσέ τον και έτσι θα τον φέρεις στο σημείο να σε αγαπήσει.
Είπε πάλι: Αν κάνει κανείς κάτι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οπωσδήποτε θα συναντήσει πειρασμό. Γιατί σε κάθε καλό που γίνεται ή προηγείται ή ακολουθεί πειρασμός. Και ούτε βέβαια είναι σίγουρο ότι είναι γνήσιο αυτό που γίνεται και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αν δεν δοκιμαστεί πρώτα με τον πειρασμό.
Είπε πάλι: Τίποτα δεν ενώνει τόσο πολύ τους ανθρώπους , όπως το να χαίρονται για τα ίδια πράγματα και να έχουν κοινά φρονήματα.
Είπε πάλι: το να μην περιφρονήσει κανείς το δώρο που του κάνει ο άλλος είναι καρπός της ταπεινοφροσύνης ,γιατί πρέπει να το καταδέχεται μ’ ευχαριστία και αν ακόμα είναι μικρό και ασήμαντο.
Είπε πάλι: Εγώ, αν η περίσταση το φέρει, προτιμάω να γίνει η γνώμη του πλησίον – ακόμα και να τύχει να αποτύχω ακουλουθώντας την- παρά να πετύχω κάνοντας αυτό που εγώ θεωρώ σωστό.
Είπε πάλι: Είναι συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση να ικανοποιούμε ελάχιστα από τις ανάγκες μας. Γιατί δεν είναι συμφέρον ν’ αναπαυόμαστε με πληρότητα σε όλα.
Είπε πάλι: Σε καθετί που μου συμβαίνει ποτέ δεν θέλησα να κατευθυνθώ από την ανθρώπινη σοφία και να στηριχτώ σ’ αυτήν, αλλά πάντοτε προσπαθώ να κάνω για καθετί ό,τι μπορώ και αφήνω τα πάντα στην Πρόνοια του Θεού.
Είπε πάλι: Όποιος δεν έχει δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του. Γιατί εφόσον δεν έχει δικό του, ό,τι κι αν γίνει τον αναπαύει. Και έτσι είναι σαν να κάνει πάντα το δικό του. Επειδή δεν θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως αυτός θέλει, αλλά τα αποδέχεται όπως γίνονται.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει να διορθώνει κανείς τον αδελφό του την ώρα που αμαρτάνει εναντίον του, αλλ’ ούτε πάλι άλλην ώρα, μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί για το λάθος του.
Είπε πάλι: Η αγάπη, που χαρίζει ο Θεός και που τη ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, είναι πιο δυνατή από τη φυσική ανθρώπινη αγάπη.
Είπε πάλι: Ποτέ μην κάνεις το κακό για ν’ αστειευτείς. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει να κάνει κανείς στην αρχή αστεία το κακό, μετά όμως και χωρίς να το θέλει υποδουλώνεται σ’ αυτό.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει κανείς να θέλει ν’ απαλλαγεί απ΄ το πάθος του, επειδή θέλει ν’ αποφύγει τη θλίψη που αυτό του προκαλεί, αλλά επειδή ακριβώς το μισεί, όπως λέει: «Τους μισούσα μ’ όλη μου την ψυχή» ( Ψαλμ. 138, 22) .

Είπε πάλι: Είναι αδύνατον να οργιστεί κανείς εναντίον του πλησίον αν πρώτα δεν υπερηφανευτεί εσωτερικά απέναντί του και αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτόν του καλύτερον απ’ αυτόν.
Είπε πάλι: Απόδειξη πως ενεργεί με τη θέλησή του το πάθος είναι αν ταράζεται όταν τον ελέγχουν ή τον διορθώνουν γι’ αυτό. Όταν όμως δέχεται τον έλεγχο χωρίς να ταραχτεί, δηλαδή τη διόρθωση που του προτείνουν , είναι απόδειξη ότι, και αν αμαρτάνει, αμαρτάνει από άγνοια και αδυναμία.




Από το βιβλίο: «ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Έργα Ασκητικά»
Εκδόσεις: Ετοιμασία

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

«Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ ( Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος,1884-1980)..."

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΑΡΧΜ.ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ
(1884-1980)

Καταγωγή- Παιδική ηλικία


Ο πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος γεννήθηκε αρχές Μαΐου το έτος 1884 στο χωριό Πάκια της Λακωνίας, που ευρίσκεται πολύ κοντά στην κωμόπολι Μολάοι της Λακωνίας. Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αικατερίνη, ήταν ευσεβείς και θεοσεβούμενοι χριστιανοί. Στο άγιο βάπτισμα ωνομάστηκε Κωνσταντίνος . Από την παιδική του ηλικία αγάπησε την εκκλησία, την ψαλμωδία και την ανάγνωσι ιερών βιβλίων.
Στην μικρή παιδική του ηλικία τον συνέβη κάποτε το εξής γεγονός, που ήταν προτύπωσις των μελλόντων να συμβούν. Συναθροίσθησαν τα παιδιά του της γειτονιάς και τα πιο μικρά του χωριού για να παίξουν. Ενώ, όμως, έπαιζαν συμφώνησαν όλα τα παιδιά και τον εξέλεξαν ηγούμενο. Τον προσέφεραν δε, σαν βακτηρία (ράβδο) ένα καλάμι και, αφού τους έβαλε στην γραμμή, εβγήκαν έξω από το χωριό ,δήθεν για να κτίσουν μοναστήρι, να γίνουν ασκηταί.
Εις το σημείον αυτό παραθέτουμε απόσπασμα από επιστολή του πατρός Φιλόθεου με παραλήπτη κληρικόν και γραμμένη στις 13-9-1955 ,αναφερόμενη σε προφητεία του παππού του , και η οποία έχει ως εξής: «…Όταν ήμουν παιδίον 7-8 ετών ο παππούς μου, γέρων, τότε εκατοντούτης και αόμματος, και τον επεσκέφθημεν μετά του αειμνήστου πατρός μου, με εζήτησε, με ασπάσθηκε, και είπε εις τους παρόντας∙ αυτό το παιδί μίαν ημέραν θα γίνη ιερεύς, όπως και έγινα…».
Ενώ ακόμη βρισκόταν ο μικρός Κωνσταντίνος σε ηλικία 8-10 ετών και επέστρεφε από κάποιο πατρικό κτήμα στο χωριό, εμφανίστηκε στο δρόμο ο διάβολος μπροστά του με παλαιά και σχισμένα ρούχα και παπούτσια, χαλκοπράσινος στο πρόσωπο και αηδέστατος, με κέρατα στο κεφάλι, και, αφού σταμάτησε μπροστά του σε απόστασι περίπου 10 μέτρων, έριχνε επάνω του πέτρες σαν βροχή. Οι πέτρες όμως έπεφταν δεξιά και αριστερά μπροστά στα πόδια του, αλλά καμμιά δεν τον άγγιζε.
Τόση μεγάλη αγάπη και θεϊκό πόθο είχε προς την εκκλησία, ώστε, ενώ πολλές φορές οι γονείς του τον έστελναν σε εργασία και συνέβαινε να κτυπήση η καμπάνα της εκκλησίας για Εσπερινό ή Θεία Λειτουργία, άφηνε την εργασία και έτρεχε στον ιερό Ναό. Αυτό έγινε αφορμή να αναγκασθούν οι γονείς του, όταν πλησίαζε η ώρα του Εσπερινού ή του Όρθρου ,να μην τον στέλνουν σε δουλειά.
Αφού τελείωσε το Δημ. Σχολείο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, οι γονείς του τον έστειλαν στο Διδασκαλείο και έγινε διδάσκαλος σε ηλικία 17 ετών. Μόλις ετελείωσε το Διδασκαλείο άκουσε ότι στην Αμερική οι ομογενείς ζητούν Έλληνας διδασκάλους για τα παιδιά τους. Απεφάσισε να μεταβή εις την Αμερική, αλλά, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν ήταν θέλημα Θεού και εμποδίστηκε.
Κάποια ημέρα, διερχόμενος από ένα κατάστημα του χωριού του, είδε μικρά βιβλιαράκια με βίους Αγίων. Αγόρασε μερικά και, όταν έφθασε στο πατρικό του σπίτι, κλείστηκε στο δώματιό του και άρχισε να μελετά. Διάβασε τους βίους των Αγίων Αντωνίου, Ιωάννου του Δαμασκηνού, Αγίας Βαρβάρας και άλλων.

Επίσκεψη χάριτος

Κατά την στιγμή όμως που διάβαζε αισθάνθηκε σαν να μπήκε στην καρδιά του ακτίνα θεϊκού φωτός ,η οποία εγέμισε την καρδιά του
από ανέκφραστη γλυκύτητα, χαρά και αγαλλίασι, και άναψε ένα πόθο και έρωτα υπερβολικό προς τον Θεό και τα ουράνια ∙ και είτε έτρωγε, είτε περπατούσε, είτε συνωμιλούσε ο νους του σκεπτόταν τα ουράνια και η ψυχή του και η καρδιά του ήταν, κατά κάποιο τρόπο ,κολλημένα στον Θεό και τα ουράνια.
Κατά τον χρόνο που διάβαζε τα μαρτύρια των Αγίων Μαρτύρων τον φαινόταν σαν να ήταν παρών και τα έβλεπε, και η ψυχή του κατανυγόταν. Όσες φορές πάλιν εδιάβαζε τους βίους των Οσίων Πατέρων φανταζόταν την έρημο και αισθανόταν κάποια γλυκύτητα και ,σιγά-σιγά, ,τον ερχόταν η επιθυμία για την μοναχική πολιτεία και ζωή.
Τον πόθο αυτόν εφανέρωσε στην μητέρα του , η οποία ,στην αρχή, έδειξε ότι ευχαριστήθηκε και τον ευχήθηκε να τον αξιώση ο Κύριος να γίνη μοναχός∙ αλλ’ όταν κάποιο βράδυ της είπαν ,ότι απεφάσισε να μεταβή σε έρημο τόπο για να γίνη μοναχός ,και να τον δώση χρήματα για να αναχωρήση, και είδε την στερεά απόφασί του, ελυπήθηκε και άρχισε να τον συμβουλεύη, ότι έπρεπε να μείνη, να περάσουν μερικά χρόνια και τότε να έφευγε. Ο νέος, τότε, Κωνσταντίνος, επέμενε και εστεναχώρησε την μητέρα του. Την νύκτα, στον ύπνο του, είδε ότι φοβεροί γίγαντες και απαίσιοι στην μορφή ερχόνταν μερικοί εναντίον του τρίζοντες τα δόντια τους και κρατώντας μαχαίρια, ξίφη γυμνά και κοντάρια, και τον απειλούσαν. Ένας μάλιστα από αυτούς, που φαινόταν σαν αρχηγός, με θυμό τον έλεγε: Αυτό που έβαλες στον νου σου γρήγορα να το βγάλης, γιατί θα σε κατασφάξουμε, θα σε κατακερματίσουμε ,και πλησίαζαν τα ξίφη και τα κοντάρια τους στο σώμα του.
Έντρομος και έμφοβος άρχισε δυνατά να επικαλείται σε βοήθεια την Κυρία Θεοτόκο∙ και ιδού βλέπει να κατέχεται από τους ουρανούς η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας, την οποία αμέσως προσκύνησε ,και, αφού την έλαβε στα χέρια του, την καταφιλούσε και παρακαλούσε θερμά, λέγοντας: «Παναγιά μου, μη με εγκαταλίπης». Μόλις όμως φάνηκε η εικόνα οι φοβεροί εκείνοι γίγαντες έγιναν άφαντοι. Μετά όμως από λίγο η εικόνα της Παναγίας ανελήφθη και οι απαίσιοι εκείνοι ήλθαν πάλι με περισσότερο θυμό και λύσσα να τον κατασπαράξουν. Επικαλέσθηκε τότε και πάλι την Κυρία Θεοτόκο και εμφανίστηκε οπότε και διεσκορπίστηκαν . Όταν, πάλι, ανελήφθηκε εκ νέου η εικόνα, ήλθαν, για τρίτη φορά, οι απαίσιοι εκείνοι όχι όμως σε μορφή ανθρώπων ,αλλά σε μορφή τεράτων. Μέχρι την μέση είχαν πόδια ανθρώπων, από δε την μέση και πάνω ήταν σαν άγριοι ταύροι και έκαμναν σχήματα για να τον κατασπαράξουν. Και πάλι εζήτησε την βοήθεια της Κυρίας Θεοτόκου, η οποία ,αφού φανερώθηκε με την πάνσεπτο εικόνα Της, έδιωξε τα θηρία εκείνα. Αυτός όμως κατελήφθηκε από μεγάλο φόβο και τρόμο και κρατώντας στην αγκαλιά του την ιερή εικόνα Tης έλεγε: «Μη, Παναγία μου, πλέον απομακρυνθής ∙ μείνε μαζί μου, διότι ζητούν να με κατασπαράξουν». Λέγοντας αυτά ήλθε στον εαυτό του, δηλ. εξύπνησε ,και τόσος φόβος τον κατέλαβε, ώστε έμεινε μέχρι το πρωί ακίνητος και τρέμοντας.
Από τότε, τόσος φόβος τον κατέλαβε, ώστε μετά την δύσι του ηλίου είχε φόβο να βγη από το σπίτι, νομίζοντας ότι θα έβλεπε τους απαίσιους εκείνους γίγαντας. Με τον καιρό όμως, και λίγο-λίγο, τον έφυγε ο πόθος που είχε για την Μοναχική πολιτεία (ζωή) και άρχισε να επιθυμή τα του κόσμου, δηλ. τον πλούτο, την δόξα, τα αξιώματα, τις σαρκικές ηδονές και αναπαύσεις του σώματος. Αλλά η Χάρις του Θεού δεν τον εγκατέλειψε ούτε τον άφησε να γίνη δούλος του κόσμου και αιχμάλωτος των σαρκικών επιθυμιών.
Την περίοδο αυτή και σε ηλικία 17 ετών το 1901 είχε διορισθή διδάσκαλος στο χωριό Φοινίκι της περιοχής Μολάων που ήταν κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκεί κάποια ημέρα επήγε στο σπίτι ενός φίλου του φοιτητού, με τον οποίο έκαμναν εξάσκησι στην εκμάθησι μουσικών οργάνων (κιθάρας, μαντολίνου, βιολιού κ.λπ. ), γιατί από την παιδική του ηλικία αγαπούσε την μουσική, τα άσματα και τα ποιήματα. Επειδή όμως ο Θεός τον είχε προικίσει και με το χάρισμα της φωνής, οι ομοχώριοί του τον εφώναζαν πολλές φορές στην αγορά και απήγγειλε ποιήματα ,και, διότι από μικρός έψαλλε μελωδικά, τον ωνόμαζαν γαλιάντρα, δηλαδή καλήφωνο.
Όταν επήγε στο σπίτι του φίλου του, κατόπιν προσκλήσεως, για να παίξουν, εκείνος για να τον ευχαριστήση, επειδή γνώριζε πόσο του άρεσε η ψαλμωδία, άρχισε με το μουσικό όργανο να ψάλη τα ευλογητάρια , ο δε νέος Κωνσταντίνος, αφού ατένισε επάνω σε ένα τραπέζι, είδε κάποιο καλοδεμένο βιβλίο το οποίο άνοιξε και διάβασε την επικεφαλίδα που έγραφε: «Αδάμαντες του Παραδείσου», βιβλίο που εκδόθηκε από τον Κων/νο Δουκάκη από την Καλαμάτα.
Αυτό το βιβλίο περιείχε στην αρχή τον λόγο του Μεγ. Βασιλείου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», βίους εκλεκτών Αγίων και άλλες ψυχωφελείς διηγήσεις. Την στιγμή εκείνη τόση χαρά αισθάνθηκε, ώστε τον εφάνηκε ότι πράγματι ευρήκε αδάμαντες του Παραδείσου, όχι επίγειους, αλλά ουρανίους∙ και αφού έλαβε το βιβλίο ανεχώρησε με σπουδή χωρίς να αναφέρη τίποτε στον φίλο του, ο οποίος βλέποντας την αιφνίδια αλλοίωσι και αναχώρησί του βγήκε έξω στον εξώστη του σπιτιού του και τον προσκαλούσε . Αλλά ο νέος Κωνσταντίνος σαν κωφός δεν άκουσε και σαν άλαλος δεν άνοιξε το στόμα του, αλλά επήγε στο σπίτι του, μπήκε στο δωμάτιό του, έκλεισε την πόρτα και άρχισε ,με κατάνυξι και ευλάβεια να διαβάζη. Τόση δε χαρά και ευχαρίστησι αισθανόταν ,ώστε τον φαινόταν ότι πράγματι το βιβλίο αυτό περιείχε αδάμαντες του Παραδείσου.

Καλή αλλοίωσι

Μελετώντας, στην συνέχεια με προσοχή τον λόγο του Μεγ. Βασιλείου εις το «πρόσεχε σεαυτώ», τόση αίσθησι έλαβε και τόσο φόβο, στοχαζόμενος το άδηλο του θανάτου, ώστε έλεγε στον εαυτό του: «Άραγε τί γίνεται ,εάν πεθάνω αυτή τη στιγμή, αυτή την ώρα ή την ημέρα; Πού θα απέλθη η ψυχή μου, αφού δεν έκανα κανένα καλό για τη σωτηρία μου; διότι και ο νους μου ήταν προσκολλημένος στην ματαιότητα του κόσμου. Από την στιγμή εκείνη άφησε τα όργανα, τον κόσμο, ,τις επιθυμίες του κόσμου, και ο νους και η καρδιά και η ψυχή του προσεκολλήθησαν στην αγάπη του γλυκυτάτου μας Ιησού Χριστού και των ουρανίων αγαθών. Απέφευγε στο εξής την συναναστροφή και την επικοινωνία με τους κοσμικούς και ματαιόφρονας ανθρώπους, και μόνον με τους ιερείς συναναστρεφόταν ,και όπου άκουε ότι υπήρχε κάποιος ενάρετος και ευλαβής έτρεχε για να τον γνωρίση, συνομιλήση μαζί του και ωφεληθή. Εις δε την ανάγνωσι των θρησκευτικών βιβλίων τόση ευχαρίστησι έπαιρνε, ώστε πολλές φορές ολόκληρες νύκτες αγρυπνούσε μελετώντας στον Νόμο του Κυρίου. Επίσης μεγάλη χαρά ελάμβανε στην Εκκλησία , και γι’ αυτό με χαρά, σαν το διψασμένο ελάφι που τρέχει στις πηγές των υδάτων , έτσι έτρεχε στην Εκκλησία ,πρωτύτερα από όλους, για τον Εσπερινό, τον Όρθρο και την Θεία Λειτουργία.
Μαζί του είχε και τους μαθητάς του (του σχολείου) στις καρδιές των οποίων, με την ηθική διδασκαλία και τα κατηχητικά μαθήματα ,συνεργούσης και της Θείας Χάριτος, κατώρθωσε και εμφύτευσε την πίστι και τον φόβο του Θεού, ώστε ενόμιζε κανείς ότι τα παιδιά εκείνα δεν ήσαν παιδιά, αλλ’ άγγελοι Θεού!
Στα δυόμισυ χρόνια που υπηρέτησε σαν διδάσκαλος στο χωριό Φοινίκι της Λακωνίας ο ένας μαθητής στον άλλο δεν είπε ποτέ σκληρό λόγο , αλλά και στα σπίτια τους και στον δρόμο και όπου επήγαιναν ή ευρίσκονταν συμπεριφέρονταν σεμνά και καμμιά παρεκτροπή ποτέ δεν έγινε. Εσέβονταν τους γονείς τους και αγαπούσαν όλους. Στην εκκλησία παρέμεναν με πολλή ευλάβεια και προσοχή, με σταυρωμένα τα χέρια και ενατενίζοντες προς τις άγιες εικόνες , χωρίς καθόλου να κινούνται ή να κοιτάζουν δεξιά και αριστερά, διότι τους εδίδασκε ότι πρέπει να προσέχουν επειδή τους βλέπει ο Θεός. Είχε δε καταρτίσει δύο χορούς από καλλιφώνους μαθητάς και έψαλλαν στην εκκλησία μελωδικώτατα, και πολλές φορές χωριά και κωμοπόλεις της επαρχίας ζητούσαν από ενωρίς και καλούσαν τον θερμουργό διδάσκαλο Κωνσταντίνο και τα παιδιά της εκκλησιαστικής χορωδία του για να ψάλλουν. Όταν πάλι μαθητές του Σχολείου στο δρόμο ή στο σπίτι τους παρεκτρέπονταν ,μόλις ερχόταν στο Σχολείο μπροστά στον διδάσκαλό τους και τους λοιπούς μαθητάς εξομολογείτο και εζητούσε συγχώρησι . Με αυτό τον τρόπο όχι μόνον οι μαθηταί , που ήσαν πριν χειρότεροι και από άγρια θηρία (διότι εβλασφημούσαν ,ήσαν ασεβείς, παρήκοοι στους γονείς τους, ανυπότακτοι στο Σχολείο, ακόμη και κατά τα διαλείμματα έκαμναν πετροπολέμους), με την διδασκαλία από άγρια θηρία έγιναν ήμερα πρόβατα, αλλά και οι γονείς ωφελήθηκαν βλέποντας την μεταστροφή των παιδιών τους.

Κοινωνική δράσι

Στο χωριό Φοινίκι της Λακωνίας ,όπου υπηρέτησε σαν διδάσκαλος, (ο π. Φιλόθεος) για τρία περίπου χρόνια ,από το 1901-1904, επειδή δεν υπήρχε κοιμητήριο (νεκροταφείο) τα δε οστά των νεκρών ήσαν σε μια γωνιά του προαυλίου της Εκκλησίας, (επειδή όμως χάλασε ο τοίχος και εσκόρπισαν εδώ και εκεί…) επήρε τους μαθητάς του, τα περισυνέλεξε και τα τοποθέτησε σε μια μάνδρα έξω από το χωριό. Στη μάνδρα αυτή εφρόντισε και τους έπεισε, και συμφώνησαν και έκτισαν το νεκροταφείο. Εις αυτό επήγαινε συχνά με τους μαθητάς του και εργαζόταν. Μετέφεραν άλλοτε πέτρες, άλλοτε καθάριζαν τον τόπο, άλλοτε εργαζόταν στα θεμέλια, και βλέποντας οι κάτοικοι έδειχναν προθυμία. Τα αποτέλεσμα ήταν να συγκεντρωθούν αρκετά χρήματα και έτσι εκτίσθηκαν το νεκροταφείο και ο ιερός ναός στο όνομα των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Επίσης, επειδή δεν υπήρχε σχολείο και οι μαθηταί ταλαιπωρούντο ,εφρόντισε και γι’ αυτό. Αφού ωμίλησε, κατάλληλα, στην Εκκλησία προς τους κατοίκους του χωριού, έκαμε στην συνέχεια κατάλογο, έγραψε τα ονόματα όλων των χωρικών και συνέστησε μια επιτροπή. Έπειτα προχώρησε στην διενέργεια εράνου, και όλοι προσέφεραν τον οβολό τους. Έγραψε δε και επιστολή στους ομογενείς της Αμερικής τους οποίους παρακαλούσε να κάμουν έρανο και βοηθήσουν στην οικοδομή του Σχολείου. Σε λίγο Καιρό συγκεντρώθηκε το αναγκαίο χρηματικό ποσό. Ταυτόχρονα όμως , με την προσωπική εργασία των κατοίκων, του ιδίου και των μαθητών του, ετοιμάσθηκαν όλα τα υλικά , ασβέστης, άμμος ,πέτρες, ξύλα, και σε ενάμισυ χρόνο κτίστηκε το Σχολείο με όλα τα απαραίτητα. Εάν έμενε περισσότερο είχε σκοπό να μεριμνήση για την επιδιόρθωσι της Εκκλησίας, η οποία ήταν και μικρή και είχε απόλυτη ανάγκη να επιδιορθωθή.




Κλήσις προς τον Μοναχισμό

Στην κωμόπολι που υπηρετούσε ,σαν διδάσκαλος, είχε συνδεθή με πνευματική φιλία με δύο νέους, με τους οποίους έγινε συμφωνία να αναχωρήσουν από τον κόσμο και να πάνε στο Άγιον Όρος για να γίνουν μοναχοί. Στο τέλος του χρόνου, όταν τελείωσαν τα μαθήματα του Σχολείου και επήγε στην ιδιαίτερη του πατρίδα , είπε στη μητέρα του ,ότι είχε σκοπό ν’ αναχωρήση για να γίνη μοναχός. Στον πατέρα του δεν ανέφερε τίποτε, επειδή ήταν ενάντιος και τον απειλούσε. Δεν ήθελε για κανένα λόγο να γίνη μοναχός.
Στις αρχές Αυγούστου του 1902 ανεχώρησε από το πατρικό σπίτι του και επήγε σε ένα Μοναστηράκι που ήταν 7 ώρες περίπου μακριά από το χωριό του Πάκια και τιμώταν στο όνομα του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Το είχε ιδρύσει ο αοίδιμος Διδάσκαλος Γεώργιος Στουρνάρας , ιατρός και μοναχός, προερχόμενος από την Ήπειρο , ο οποίος πολλή ωφέλεια προξένησε με την διδασκαλία και τον θεάρεστο βίο του όχι μόνον στην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, αλλά και σε πολλές άλλες επαρχίες. Έτρεχαν δε προς αυτόν πολλοί από διαφόρους τόπους για να τον δουν, να ακούσουν την γλυκύτατη διδασκαλία του και να θεραπευθούν από τις σωματικές και ψυχικές τους ασθένειες. Εις το Μοναστηράκι αυτό παρέμεινε λίγες ημέρες με σκοπό να αναχωρούσε από εκεί για το Άγιον Όρος.
Αυτό όμως το έμαθε ο πατέρας του, ότι δηλ. βρισκόταν εκεί, και ήλθε να τον πάρη∙ και για να τον πείση να επιστρέψη τον παρακαλούσε με δάκρυα και λέγοντας ,ότι, αν δεν επέστρεφε, θα έπεφτε στην θάλασσα. Επί πλέον ρωτούσε. Γιατί τόσοι ιατροί, δικηγόροι, αξιωματικοί, διδάσκαλοι δεν γίνονται καλόγηροι; Γεν γνωρίζουν εκείνοι το συμφέρον τους; Τον έδειχνε δε και ένα νεόκτιστο μεγάλο σπίτι, που είχε κτίσει κάποιος πλούσιος από την Αμερική, στο πλησιέστερο χωριό του μικρού Μοναστηριού. Δεν βλέπεις, τον έλεγε, αυτό το καλό σπίτι; Πόσον ευτυχισμένος είναι αυτός που το έκτισε! Ο δε απήντησε: Εγώ, πατέρα μου, δεν βλέπω τα επίγεια, αλλά βλέπω τα ουράνια με τα μάτια της ψυχής μου. Τα επίγεια είναι πρόσκαιρα, μάταια και φθαρτά. Τα ουράνια είναι άφθαρτα, αθάνατα και αιώνια. Οι ιατροί, για τους οποίους μου λέγεις, και οι δικηγόροι και οι διδάσκαλοι και οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί και οι υπουργοί και οι βασιλείς, τα αξιώματα που έχουν δε θα τα πάρουν μαζί τους, όταν πεθάνουν. Και αυτό το σπίτι [που εσύ μου δείχνεις αυτού του πλουσίου, δεν θα το πάρη μαζί του, ούτε τον πλούτο του, επειδή μετά τον θάνατο δεν παραμένει ο πλούτος, δεν συνοδεύει η δόξα, αλλά μόνον η αρετή ωφελεί τότε. Βέβαια και οι ιατροί και οι διδάσκαλοι και οι αξιωματικοί και οι πλούσιοι και όλοι οι ευρισκόμενοι στον κόσμο, όταν θέλουν και κάμνουν αρετές, αγαθοεργίες, τηρούν τις εντολές του Θεού, και δεν έχουν προσηλωμένο τον νου τους στα πρόσκαιρα και επίγεια, σαν τα ζώα, αλλά σκέπτονται τον θάνατο, την κρίσι και ανταπόδοσι, μπορούν να σωθούν και χωρίς να γίνουν μοναχοί. Εμένα όμως, επειδή ο Πανάγαθος Θεός ένευσε (μίλησε) στην καρδιά μου να τον ακολουθήσω, οφείλω να ακούσω και υπακούσω στην ευαγγελική φωνή. «Όστις θέλει οπίσω μου ακουλουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι» ( Μαρκ. 8,34 ) , και ο «ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» ( Ματθ. 10,37 ) .
Έχω καθήκον και υποχρέωσι να αγαπώ και εσάς σαν γονείς μου, να σας σέβομαι, τιμώ και υπακούω, αλλά έχω συγχρόνως καθήκον να αγαπώ περισσότερο τον Θεό, να τον τιμώ, να τον σέβομαι και να τον υπακούω. Εφόσον δε Εκείνος με προσκαλεί να τον ακολουθήσω, θα τον ακολουθήσω. Πρέπει, μάλιστα, και εσείς ,σαν γονείς μου, να χαίρεσθε και να με προτρέπετε προς αυτό και όχι να λυπήσθε και να με εμποδίζετε. Εάν ο επίγειος βασιλεύς με καλούσε στα ανάκτορά του για να με έχη κοντά του και για να μου έδιδε μεγάλο αξίωμα, τί θα εκάμνατε; Φαντάζομαι ότι θα το είχατε μεγάλη χαρά και θα το ενομίζατε σαν μεγάλη τιμή. Πολύ περισσότερο πρέπει να χαίρεσθε τώρα που με προσκαλεί κοντά του ο επουράνιος Βασιλεύς Ιησούς Χριστός.
Παρόλα αυτά ο πατέρας του επέμενε και τον έλεγε ότι, χωρίς αυτόν δεν μπορούν να ζήσουν, και αν δεν επιστρέψη θα πάη να πνιγή. Και είχε δίκαιον, εν μέρει, σημειώνει ο π. Φιλόθεος εις την αυτοβιογραφία του, που έλεγε αυτά, καθ’ ότι αγαπούσε υπερβολικά τους γονείς του, τους σεβόταν, τους φρόντιζε, και όλο του τον μισθό τον έδιδε σε αυτούς∙ αλλά και δεν μπορούσε ποτέ να τους αγαπήση περισσότερο και από τον Θεό. Φοβήθηκε όμως, για τον πατέρα του, μήπως ο πονηρός τον ωθήση (σπρώξη) σε απονενοημένο διάβημα και αναγκάσθηκε, καίτοι δεν το ήθελε, και επέστρεψε, με απόφασι σε πρώτη ευκαιρία να αναχωρούσε και πάλι κρυφά.
Μετά από λίγες ημέρες επήγε σε ένα πατρικό κτήμα, όπου έμενε ένας μικρότερος αδελφός του. Έφθασε εκεί αργά την νύκτα και, επειδή δεν τον βρήκε εκεί, είπε προς τον εαυτό του: «Τώρα είναι κατάλληλος καιρός να φύγω, διότι δεν θα με δη κανείς» ∙ και αμέσως ανεχώρησε βαδίζοντας ολόκληρη την νύκτα εκείνη ασκεπής και χωρίς υποδήματα, και χωρίς να έχη μαζί του μήτε ραβδί, μήτε τίποτε άλλο, εκτός από ένα μικρό ευαγγέλιο ,που είχε πάντοτε μαζί του και διάβαζε. Επειδή, όμως, ήταν νύκτα ασέληνος και εβάδιζε σε τόπους απάτητους, δασώδεις και επάνω σε βουνά, για να μην τον δη κανείς και ειδοποιήσει τους γονείς του και έλθουν σε αναζήτησί του, εβάδιζε επάνω σε αγκάθια με αποτέλεσμα να καταπληγωθούν τα πόδια του. Ο πόθος του, όμως, για να βρη τον ποθούμενο Χριστό, τον πολύτιμο μαργαρίτη, ανακούφισε τους πόνους και την ταλαιπωρία του.

...

Η ένωσις των «Εκκλησιών» μόνον δια της αληθούς ταπεινώσεως θα επιτευχθή.
(Αποσπάσματα)


…Μόνον δια της ταπεινώσεως, της μετανοίας και επιστροφής στον Θεόν, την Ορθόδοξον πίστιν, την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστ. Εκκκλησίαν και τας Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις, χωρίς συμβούλια και διαβούλια, χωρίς ακαίρους και αλόγους διαλόγους ,χωρίς συνέδρια ματαιότητος, θα επιτευχθή η επιπόθητος ένωσις.
Εάν δεν αποβάλουν την υπερηφάνειαν, δεν ταπεινωθούν, δεν μετανοήσουν και επιστρέψουν, πάσαι αι προσπάθειαι, αι φροντίδες, κόποι και αγώνες προς ένωσιν θα αποβούν μάταιοι, ανωφελείς ,μάλλον επιζήμιοι, αιτία και αφορμή ευρύνσεως ,αυξήσεως των διαιρέσεων, διχονοιών και πολέμων…
Ουδείς πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός ,συνετός, φρόνιμος, έχων ολίγον φόβον Θεού θα δεχθή ποτέ ένωσιν με τους αιρετικούς παπιστάς τους καταφρονητάς των επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των Αποστολικών και πατρικών Παραδόσεων…
Ας στοχασθή καλώς ο Πατριάρχης και ας μη αυταπατάται και νομίζη εύκολον την ένωσιν και ότι θα τον ακολουθήσουν οι γνήσιοι Έλληνες Ορθόδοξοι και ότι θα καταπατήσουν την συνείδησίν των και θα καταφρονήσουν ευκόλως Αποστολικάς και Πατρικάς Παραδόσεις και τους Ιερούς κανόνας των Αγίων Αποστόλων και Θεοφόρων Αγίων Πατέρων… Εκείνων, οι οποίοι, δια να στηρίξουν την Ορθόδοξον πίστιν και την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ηγωνίσθησαν, εκοπίασαν, ίδρωσαν, ενήστευσαν, ηγρύπνησαν, υπέμειναν βασάνους, διωγμούς, εξορίας, φυλακίσεις, καταφρονήσεις, θανάτους, και θα δεχθούν τας ιδικάς του Παραδόσεις και τας του Πάπα;…
…Οι καλοί ποιμένες , οι θειότατοι Πατέρες της Εκκλησίας, δια να φυλάξουν καθαράν και άσπιλον την Νύμφην του Χριστού Εκκλησίαν (όπως την παρέλαβον από τον Νυμφίον Χριστόν ) από τας διαφόρους και ποικίλας πλάνας και αιρέσεις, ηγωνίσθησαν, υβρίσθησαν, κατηγορήθησαν, εσυκοφαντήθησαν, εφυλακίσθησαν, εξωρίσθησαν, πολλάς βασάνους και θλίψεις υπέμειναν, τινές δε και θανάτους.
Αλλά τη πίστει τη θερμή προς τον Θεόν και τη του Αγίου Πνεύματος δυνάμει και χάριτι ενισχυθέντες ,εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους λοιμώδεις λύκους ,τους αιρετικούς, εκσφενδονίσαντες τη σφενδόνη του Αγ. Πνεύματος , παραδόντες αυτούς τω αιωνίω αναθέματι∙ διό και ο Θεός, εδόξασεν αυτούς και εν γη και εν Ουρανώ. Και οι μεν Άγιοι Πατέρες ,οι καλοί και αληθείς Ποιμένες ,εξεδίωξαν μακράν της Εκκλησίας τους αιρετικούς , τους λοιμώδεις λύκους, ο δε Οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας καλεί τον αιρετικόν Πάπαν, τον εχθρόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ,τον παραβάτην και καταφρονητήν των Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων. Πίπτει εις τας αγκάλας του ,τον εκλιπαρεί, τον αναγνωρίζει ως πρώτον, ανοίγει την θύραν της Ορθοδόξου Εκκλησίας των λογικών του προβάτων, είσελθε, τω λέγει, ως πρώτος και εγώ ως δεύτερος θα σε ακολουθώ με τα πρόβατά μου!! Οίμοι! Οίμοι ,ψυχή μου! Στέναξον, κλαύσον, θρήνησον, ως άλλος Ιερεμίας, ουχί δια την επίγειον Ιερουσαλήμ, την πόλιν των αιμάτων, την αποκτείνασαν τους προφήτας και λιθοβολήσασαν τους απεσταλμένους προς αυτήν ( Ματθ. 23,37 ). Συ θρήνησον δια την εκλεκτήν Νύμφην του Χριστού, την ακηλίδωτον και άμωμον , την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, την πνευματική Μητέρα των ορθόδοξων Χριστιανών, την αναδείξασαν τους Αγίους Απόστολους ,Μάρτυρας, Προφήτας, Ιεράρχας, Διδασκάλους, Ιερομάρτυρας, Οσιομάρτυρας, Οσίους και Δικαίους…
Δι’ αυτήν θρήνησον, διότι οι Επίσκοποι και φύλακες αυτής εκοιμήθησαν, οι δε ποιμένες αυτής ήνοιξαν διάπλατα τας θύρας, διά να εισέλθουν ακωλύτως οι λοιμώδεις λύκοι και θύσουν, αρπάσουν και σκορπίσουν τα πρόβατα, υπέρ ων Χριστός το Αίμα Αυτού εξέχεε…

O Κύριος, όμως, δεν καθεύδει∙ «Ιδού ου νυστάξει , ουδέ υπνώσει ο φυλάσσων τον Ισραήλ» (Ψαλμός 120,4 ). Ημείς όμως καθεύδομεν. Η νυξ και ο ύπνος της αμελείας μας κατέλαβε και εάν δεν εξυπνήσωμεν θα μας παραπέμψη τον αιώνιον θάνατον και θα μείνωμεν, ως αι μωραί παρθένοι, έξω του Νυμφώνος. Οι δε αισθητοί και νοητοί, οι ορατοί και αόρατοι λύκοι θα μας κατασπαράξουν.
Δια να μη μείνωμεν έξω του Νυμφώνος Χριστού και δια να μην κατασπαραχθώμεν υπό των ορατών και αοράτων εχθρών ημών, οι οποίοι κύκλω ημών περιπατούν, ας ακούσωμεν τον θεοκήρυκα Απόστολον Παύλον, όστις βροντοφώνως μας λέγει: «Ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι∙ η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν∙ αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός…» (Ρωμ.13, 11-12)…
Εάν αποτινάξωμεν τον κατέρχοντα ημάς ύπνον της ραθυμίας και μετά σπουδής και επιμελείας αναστώμεν, και μετά πίστεως και συντριβής καρδίας ζητήσωμεν την βοήθειαν του Θεού, θα την λάβωμεν ,διότι δυνατός εστι και ημάς και την Εκκλησίαν Του να διαφυλάξη και πάντας τους εχθρούς ημών να διασκορπίση και αφανίση.
Αλλά δια να λάβωμεν την βοήθειαν του Θεού πρέπει συν τη προσευχή να σταθώμεν στερεοί και ανδρείοι, να ομολογήσωμεν την Ορθόδοξον Πίστιν και να είπωμεν ευθαρσώς προς τους σπεύδοντας και συνιστώντας την ψευδένωσιν και λοιπούς φιλοπαπιστάς εχθρούς και προδότας της Ορθοδοξίας, τα λόγια εκείνα τα χρυσά του σοφωτάτου και Οσιωτάτου Ιωσήφ Βρυεννίου, τα οποία είπε προς τους από τους Πάπα απεσταλμένους.
«Λοιπόν μηχανάσθε λαθραίως αποπλανήσαι ημάς; ή ουκ ίστε ως έκαστον μέγα κακόν από μικρού άρχεται, και ούτω γίνεται μέγα, και αεί εκ δοκούντων αδιαφόρων η πλάνη γίνεται, και εκ του συγκατατίθεσθαι τοις δοκούσι μικροίς παραπτώμασιν αρχόμεθα περιπίπτειν εν τοις μεγάλοις. Ουδέν εστι τούτο, ουδέν εκείνο. Ουκούν πάντα συγχωρητέα; Ως απώλοιτο αύτη η γνώμη μετά των συνιστώντων αυτήν! Ουκ αρνησόμεθα σε φίλη Ορθοδοξία∙ ου ψευσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας, ουκ αφιστάμεθά σου μήτερ ευσέβεια∙ εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν και εν σοι κοιμηθησόμεθα. Ει δε καλέσει καιρός, και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα!»
Ας ακούσωμεν δε και τον Όσιον και Άγιον Πατέρα ημών Μελέτιον τον Ομολογητήν, τί παραγγέλει περί των καταφρονητών των Αποστολικών και Πατρικών Παραδόσεων:
«Μη πείθεσθε μονάζουσι μηδέ τοις πρεσβυτέροις,
εφ’ οις ανόμως λέγουσι, κακίστως εισηγούνται.
Και τι φημί μονάζουσι και τους πρεσβυτέρους,
μηδ’ επισκόπους ήκετε, τα μη λυσιτελούντα.
Πράττειν και λέγειν και φρονείν δολίως παραινούσι!
Τις ευσεβής σιγήσειεν, τίς όλως ηρεμήσει,
και γαρ την συγκατάθεσιν η σιωπή σημαίνει.
Και τούτο δείκνυσι σαφώς ο Πρόδρομος Κυρίου
και Μακκαβαίοι συν αυτώ μικράς νομοθεσίας,
προκινδυνεύοντες στερρώς μέχρις αυτοθανάτου
και μήτε το βραχύτατον του Νόμου παριδόντες.
Επαινετός ο πόλεμος γνωρίζεται πολλάκις,
και μάχη κρείττον δείκνυται ψυχοβλαβούς ειρήνης.
Βέλτιον γαρ ανθίστασθαι τοις ου καλώς φρονούσι
ή τούτους επακουλουθείν κακώς ομονοούντας,
χωριζομένοις του Θεού και τούτοις ενουμένοις».
Ουδείς πιστός Ορθόδοξος, εχέφρων, συνετός, φρόνιμος, διακριτικός, έχων φόβον Θεού θα δεχθή τοιαύτην ψευδοένωσιν χωρίζουσαν του Θεού και ενούσαν τοις ψευδοχρίστοις, ψευδοδιδασκάλοις, αιρετικοίς εργάταις του σκότους.
Ημείς άπαντες οι Ορθόδοξοι ,ομοθυμαδόν, εν μια γλώσση, ψυχή, γνώμη και καρδία, επόμενοι τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις θεοκήρυξι και πανενδόξοις ,πανευφήμοις Αποστόλοις, και τοις θεοφόροις Πατράσι, και τοις διδάγμασι, ταις διδαχαίς και παραδόσεσι αυτών ακουλουθούντες, ταύτην αποκηρύσσομεν. Δεν δεχόμεθα εν ουδενί λόγω ουδέ συμφωνούμεν…
Ερωτώ ,λοιπόν, Υμάς, Μακαριώτατοι, Παύλε Πάπα Ρώμης και Αθηναγόρα Πατριάρχα Κωνσταντινουπόλεως, είπατέ μοι, όσα οι τριακόσιοι εξήκοντα επτά Θεοφόροι Πατέρες, οι συγκροτήσαντες την Ζ΄ Αγίαν Οικουμενικήν Σύνοδον εις τον Α΄ Κανόνα αυτών και όλα όσα αι προηγούμεναι εξ άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι εθέσπισαν (πριν του σχίσματος, ότε αι εκκλησίαι Ανατολική και Δυτική ήσαν μία, ηνωμέναι) να φυλάττωμεν είναι αληθή ή δεν είναι; Εάν είναι αληθή, ως είναι, διατί δεν τα ακολουθείτε;
Μάθετε , όχι από εμέ, αλλά από τους Αγίους Πατέρας, τους συγκροτήσαντες τας Επτά Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους, από τον θεοκήρυκα Απόστολον Παύλον, το στόμα του Χριστού, ότι εάν δεν ακολουθήτε, δεν φυλάσσετε, όσα εκείνοι ευηγγελίσαντο, εκήρυξαν, εδίδαξαν, ενομοθέτησαν, μας παρέδωκαν εγγράφως ή αγράφως είσθε υπό ανάθεμα.
Και δια να απαλλαγήτε του αλύτου τούτου δεσμού, σας συμβουλεύει πάλιν Αυτός ο Ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να ταπεινωθήτε, να μετανοήσετε, να ομολογήσετε την υπερηφάνειαν και την παρακοήν σας, και δια της ταπεινώσεως, της μετανοίας ,επιστροφής, υποταγής και υπακοής εις τας Επτά Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και τας Αποστολικάς και Πατρικάς Παραδόσεις, άνευ διαλόγων ατελειώτων και μωρών και ακαίρων συζητήσεων, θα απαλλαγήτε του δεσμού του αναθέματος, και ,τότε, θα επέλθη η ποθητή ένωσις…

ΨΥΧΟΦΕΛΗ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ

Περί συγχρόνων ανθρώπων

…Δια τους ανθρώπους, τέκνον μου, της σημερινής πονηράς και σκολιάς γενεάς αρμόζουν τα λόγια του Κυρίου∙ Ούτος μοι λαός και μωρός και ουχί σοφός…, και εγώ φως εις τον κόσμον ήλθον και οι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος περισσότερον από το φως ,διότι είναι πονηρά τα έργα αυτών. Ουκ έστι σύνεσις, ουκ έστι μετάνοια, ουκ έστι πίστις, ουκ έστι αγάπη, ουκ έστι δικαιοσύνη και αλήθεια εις τους ανθρώπους της σημερινής πονηράς και σκολιάς γενεάς.
Ευτυχώς ευρίσκονται ολίγοι εκλεκτοί. Πολλοί γαρ εισίν οι κλητοί, αλλ’ ολίγοι οι εκλεκτοί∙ χάριν των ολίγων εκλεκτών φείδεται ο Θεός των πολλών αμαρτωλών ,αναμένων, ως μακρόθυμος και πολυέλεος ,την μετάνοιαν και επιστροφήν αυτών. Αλλ’ όταν ίδη ότι επιμένουν εις την κακίαν και δεν επιστρέφουν, τότε ως δίκαιος, τους παιδεύει…
Η σημερινή γενεά υπερέβη όλας τας γενεάς εις την κακίαν και εάν δεν επιστρέψη εις τον Θεόν και μετανοήση θα τιμωρηθή. Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης και άνομοι ώστε μη υπάρχειν αυτούς. Εάν μη μετανοήτε, είπεν αυτός ο Κύριος ,ομοίως πάντες απολείσθε. Ημείς ας λυπούμεθα δια τον πολύν κόσμον που εσκοτίσθησαν, ετυφλώθησαν και δεν δέχονται το φως, ηγάπησαν περισσότερον το σκότος από το φως, το ψεύδος από την αλήθειαν, την κακίαν από την αρετήν, τον διάβολον από τον Χριστόν, και ας παρακαλούμεν τον Θεόν να τους φωτίση να ίδουν το φως το αληθινόν και να μετανοήσουν δια να μην απολεσθούν∙ να τον παρακαλούμεν να συγχωρήση και ημάς, διότι και ημείς είμεθα αμαρτωλοί, και να είμεθα έτοιμοι διότι δεν γνωρίζομεν την ώραν και την στιγμήν του θανάτου…

Δια την αγιότητα και τελειότητα τρία πράγματα απαιτούνται

… Δια τον καταρτισμόν της πνευματικού προόδου, η οποία οδηγεί τον άνθρωπον εις τον εξαγνισμόν, την καθαρότητα εκ του μολυσμού του ματαίου τούτου κόσμου και των ανθρωπίνων και σαρκικών παθών και ηδονών, δια την αγιότητα και τελειότητα και ένωσιν του ανθρώπου μετά του Θεού ,τρία πράγματα απαιτούνται:
Πρώτον, η κατά Θεόν χριστιανική ζωή και πολιτεία των γονέων και το καλό παράδειγμα αυτών.
Δεύτερον, η κατά Θεόν διδασκαλία και διαπαιδαγώγησις των τέκνων υπό των γονέων από μικράς, νηπιακής ηλικίας, αφ’ ης το παιδί αρχίζει να αισθάνεται , να εννοή, να ακούη, να ομιλή, και
Τρίτον, η απομάκρυνσις και τελεία αποφυγή εκ των κακών συναναστροφών, διεφθαρμένων, ασεβών, απίστων και διεστραμμένων παιδίων, κορασίδων, νέων, νεανίδων, ακόμη και γεροντισσών και γερόντων. Επειδή ,κατά τη γνώμη αρχαίων σοφών, αι κακαί συναναστροφαί φθείρουν ήθη χρηστά, και κατά τον Απόστ. Παύλον φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί. Λοιπόν, ως τέκνα μου αγαπητά, σας δίδω τας ανωτέρω πατρικάς νουθεσίας , και από σήμερον να θέσετε εις εφαρμογήν τας οδηγίας μου δια να αναδείξητε την κόρην σας αγίαν. Πρωτίστως να της δώσετε το καλόν παράδειγμα, να γίνεται όσον το δυνατόν αγία, διότι αγίους μας θέλει ο Θεός. Γίνεσθε, είπεν, άγιοι, ότι εγώ Άγιος ειμί. Εάν ήτο αδύνατον, δεν θα το έλεγεν ο Θεός, διότι αδύνατα ο Θεός δεν ζητεί από τους ανθρώπους. Θα γίνωμεν δε Άγιοι ,εάν αγαπήσωμεν τον Θεόν με όλην μας την ψυχήν και την καρδίαν, αγαπήσωμεν δε και τον πλησίον μας, ακόμη και τους εχθρούς μας, ως τον εαυτόν μας. Τότε και μόνον θα γίνωμεν Άγιοι και παιδιά του Θεού…

Από το βιβλίο : «Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
( Ο ουρανοδρόμος οδοιπόρος,1884-1980)
Ένας σύγχρονος όσιος πατήρ
Της Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας
ΤΟΜΟΣ Α΄
• ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
• ΕΞΩΘΕΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
• ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
• ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΣΑΛΠΙΣΜΑΤΑ
• ΠΑΤΡΙΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΑΙ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Αρχειοθήκη ιστολογίου