Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
ΥΠΟ + ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Έκδοσις πεντηκοστή
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑΙ 2005



ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ


Συγγραφεύς του πρώτου Ευαγγελίου είναι ο απόστολος και ευαγγελιστής Ματθαίος. Προτού τον καλέση ο Κύριος εις το αποστολικόν αξίωμα, ωνομάζετο Λευίς. ( Μαρκ. β΄14,Λουκ. ε ΄27 ),όταν δε ηκολούθησε τον Χριστόν ,τότε έλαβε το επώνυμον Ματθαίος. Τα περιστατικά της προσκλήσεώς του από τον Κύριον αναφέρει και ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του (κεφ. θ΄ 9-13 ) . Ο Ματθαίος ήτο προηγουμένως τελώνης το επάγγελμα , εγκατεστημένος εις την Καπερναούμ, η οποία φαίνεται να ήτο και η πατρίς του. Όταν δε ο Κύριος τον συνήντησε καθήμενον εις το τελώνιον και τον εκάλεσε να τον ακολουθήση, το έπραξε χωρίς κανέναν δισταγμόν και καμμίαν αναβολήν. Όπως αναφέρει η παράδοσις, ο Ματθαίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις τους Εβραίους, κατόπιν δε μετέβη και εις την Αιθιοπίαν και εις την Παρθίαν, όπου και απέθανε.
Το Ευαγγέλιόν του ο Ματθαίος συνέγραψε κατά πρώτον εις την εβραϊκήν ( αραμαϊκήν ) γλώσσαν, επειδή δια τους Εβραίους κατ’ αρχάς το προώριζε. Το μετέφρασεν όμως εις την ελληνικήν γλώσσαν ο ίδιος ή άλλος αποστολικός ανήρ. Συνεγράφη δε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον μεταξύ των ετών 60-66 μ. Χ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Στιχ.1-17. Η γενεαλογία του Κυρίου Ιησού.


Βίβλος γενέσεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυῒδ υἱοῦ ᾿Αβραάμ

2 ᾿Αβραὰμ ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαάκ, ᾿Ισαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ, ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ,
3 ᾿Ιούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εσρώμ, ᾿Εσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αράμ,
4 ᾿Αρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμιναδάβ, ᾿Αμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών,
5 Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ραχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ωβὴδ ἐκ τῆς Ρούθ, ᾿Ωβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεσσαί,
6 ᾿Ιεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυῒδ τὸν βασιλέα. Δαυῒδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου,
7 Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, Ροβοὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιά, ᾿Αβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ασά,
8 ᾿Ασὰ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσαφάτ, ᾿Ιωσαφὰτ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωράμ, ᾿Ιωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Οζίαν,
9 ᾿Οζίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωάθαμ, ᾿Ιωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν ῎Αχαζ, ῎Αχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Εζεκίαν,
10 ᾿Εζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αμών, ᾿Αμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσίαν,
11 ᾿Ιωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος.

12 Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος ᾿Ιεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ,

13 Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αβιούδ, ᾿Αβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιακείμ, ᾿Ελιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αζώρ,
14 ᾿Αζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Αχείμ, ᾿Αχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελιούδ,
15 ᾿Ελιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ελεάζαρ, ᾿Ελεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιακώβ,
16 ᾿Ιακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν ᾿Ιωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός.

17 Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ ᾿Αβραάμ ἕως Δαυῒδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυῒδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες.

Μετάφραση

Κατάλογος γενεαλογικός ,εις τον οποίον καταφαίνεται πόθεν κατάγεται ο Ιησούς Χριστός, ο απόγονος του Δαβίδ, ο οποίος πάλιν ήτο απόγονος του Αβραάμ.

2 Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς του,

3 ο Ιούδας δε εγέννησε διδύμους τον Φαρές και τον Ζαρά από την νύμφην του Θάμαρ, ο Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ,

4 ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναβάδ, ο Αμιναβάδ δε εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών,

5 ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την Ραχάβ την πόρνην, η οποία εδέχθη εις Ιεριχώ και εφυγάδευσε σώους τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή. ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρουθ, η οποία ως προσύλητος Μωαβίτις κατήγετο εξ έθνους πολύ μισητού εις τους Εβραίους, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί,
6 ο Ιεσσαί δε εγέννησε τον Δαβίδ τον βασιλέα. Δαβίδ δε ο βασιλεύς εγέννησε τον Σολομώντα από την γυναίκα που υπήρξε σύζυγος του Ουρίου ,δια να καταφαίνεται όχι μόνον από τας περιπτώσεις της Θάμαρ και της Ραχάβ, αλλά και από το ολίσθημα αυτό του Δαβίδ, ότι η αμαρτία είχε εισχωρήσει και εις αυτούς τους προγόνους του Μεσσίου.
7 ο Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέννησε τον Ασά,

8 Ο Ασά δε απέκτησε τρισέγγονον τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε απέκτησε τρισέγγονον τον Οζίαν,

9 ο Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Άχαζ, ο Άχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν,

10 ο Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή , ο Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, ο Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν,

11 ο Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιωαχίμ ή Ιεχονίαν και τους αδελφούς του κατά τους χρόνους ,κατά τους οποίους συνέπεσεν η αιχμαλωσία των Ιουδαίων εις την Βαβυλώνα.

12 Όταν δε οι Ιουδαίοι μετεφέρθησαν ως αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα ,ο Ιεχονίας εγέννησε εκεί τον Σαλαθαήλ, ο Σαλαθαήλ δε εγέννησε τον Ζοροβάβελ,

13 του Ζοροβάβελ δε απόγονος υπήρξεν ο Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, ο Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ,

14 ο Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ,
15 ο Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ,
16 ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ, τον αρραβωνιαστικόν της Μαρίας. Κατήγετο δε και η Μαρία από το αυτό γένος από το οποίον και ο Ιωσήφ. Εκ της Μαρίας δε αυτής, η οποία ήτο απόγονος του Δαβίδ και του Αβραάμ, εγεννήθη ο Ιησούς, που επονομάζεται Χριστός.

17 Σύμφωνα λοιπόν με τον ανωτέρω κατάλογον όλαι αι γενεαί ,όσαι έζησαν από τον Αβραάμ μέχρι του Δαβίδ, καθώς αριθμούνται από τους συντάκτας του καταλόγου, είναι γενεαί δεκατέσσαρες. και αι γενεαί από του Δαβίδ μέχρι της εποχής ,που οι Ιουδαίοι μετοίκησαν ως αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα, είναι γενεαί δεκατέσσαρες. και αι γενεαί ,που έζησαν από την εποχήν της μετοικήσεως των Ιουδαίων εις Βαβυλώνα μέχρι των χρόνων του Χριστού, είναι γενεαί δεκατέσσαρες.

Στιχ. 18-25. Η υπερφυσική γέννησις του Κυρίου

18 Τοῦ δὲ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ ᾿Ιωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ῾Αγίου.

19 ᾿Ιωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν.


20 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· ᾿Ιωσὴφ υἱὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ῾Αγίου.
21 τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν.

22 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
23 ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός.
24 Διεγερθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
25 καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.

Μετάφραση

18 Η γέννησις δε του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθον υπερφυσικόν και πρωτοφανή τρόπον. Όταν δηλαδή η μήτηρ του Μαρία ηρραβωνίσθη με τον Ιωσήφ, προτού να συγκατοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθη η Μαρία έγκυος δια δημιουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος.

19 Ο Ιωσήφ δε ο αρραβωνιαστικός της, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνην, επειδή ήτο ενάρετος και αγαθός και δεν ήθελε να την διαπομπεύση προς δημόσιον παραδειγματισμόν, εσκέφθη να της δώση διαζύγιον μυστικά.

20 Όταν όμως αυτός εσυλλογίσθη αυτά, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου του εφάνη εις το όνειρόν του και του είπεν. Ιωσήφ ,απόγονε του Δαβίδ, μη δοκιμάσης κανένα δισταγμόν και φόβον δια να παραλάβης εις τον οίκον σου την Μαριάμ την μνηστήν σου. διότι εκείνο, που εγεννήθη μέσα της, προέρχεται εκ δημιουργικής επενέργειας του Αγίου Πνεύματος.
21 Θα γεννήση δε υιόν και συ, που από τον νόμον τον Μωσαϊκόν αναγνωρίζεσαι προστάτης και πατέρας του, θα καλέσης το όνομα του Ιησούν, το οποίον εις την ελληνικήν μεταφράζεται σωτήρ. Και θα του δώσης αυτό το όνομα ,διότι αυτός θα σώση από τις αμαρτίες του τον νέον Ισραήλ, που θα τον πιστεύση ως σωτήρα και θα γίνη με την πίστιν αυτήν ο πραγματικός λαός του.
22 Όλον δε το θαύμα αυτό της υπερφυσικής συλλήψεως της Παρθένου έγινε, δια να λάβη πλήρη πραγματοποίησιν και επαλήθευσιν εκείνο, που ελέχθη από τον Κύριον δια μέσου του προφήτου Ησαϊου, ο οποίος είπε πολλούς αιώνας προτήτερα.
23 Ιδού η Παρθένος ,που δεν εγνώρισεν άνδρα, θα συλλάβη και θα γεννήση υιόν και όσοι πιστεύσουν εις αυτόν ,θα τον ονομάσουν Εμμανουήλ, όνομα εβραϊκόν, που μεταφράζεται ελληνικά. Ο Θεός είναι μαζί μας.
24 Όταν δε ο Ιωσήφ εσηκώθη από τον ύπνον, έκαμε καθώς τον διέταξεν ο άγγελος του Κυρίου. Και παρέλαβεν εις τον οίκον του την μνηστήν του,
25 και δεν ήλθεν εις σχέσιν συζυγικήν μαζί της ποτέ, άρα δε και έως ότου εγέννησε τον πρώτον και μονάκριβον υιόν της, και εκάλεσεν ο Ιωσήφ το όνομά του Ιησούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

Στιχ. 1-12. Η προσκύνησις των μάγων

Του δὲ ᾿Ιησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐν ἡμέραις ῾Ηρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς ῾Ιεροσόλυμα
2 λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.


3 ᾿Ακούσας δὲ ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα ῾Ιεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ,
4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται.
5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς ᾿Ιουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου·

6 καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ ᾿Ιούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν ᾿Ιούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
7 Τότε ῾Ηρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος,
8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.

9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα,
11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν·


12 καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς ῾Ηρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.

Μετάφραση

Όταν δε ο Ιησούς εγεννήθη εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας κατά τας ημέρας του βασιλέως Ηρώδου, ιδού σοφοί αστρολόγοι από τα μέρη της Ανατολής ήλθαν εις τα Ιεροσόλυμα
2. και είπαν. Που είναι ο βασιλεύς τον Ιουδαίων ,που τώρα τελευταίως εγεννήθη; Διότι είδαμεν τον αστέρα του την ώραν ,που με την ανατολήν του έδιδεν είδησιν δια την γέννησιν του νέου βασιλέως και ήλθαμεν να τον προσκυνήσωμεν.

3 Όταν όμως ο βασιλεύς Ηρώδης ήκουσε τον λόγον αυτόν ,που είπαν οι μάγοι, εταράχθη, επειδή εφοβήθη, μήπως ο νέος βασιλεύς γίνη αντίζηλός του. Συγχρόνως όμως εταράχθησαν μαζί με αυτόν και οι κάτοικοι όλης την πόλεως των Ιεροσολύμων, επειδή εφοβήθησαν ,μήπως η στενοχωρία του σκληρού Ηρώδου ξεσπάση εις αυτούς.
4 Και αφού εμάζευσεν ο Ηρώδης όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού, που εθεωρούντο γνώσται και διδάσκαλοι του νόμου, εζήτει να μάθη από αυτούς, εις ποίον μέρος σύμφωνα με τας προφητείας επρόκειτο να γεννηθή ο Χριστός, ο Μεσσίας δηλαδή και βασιλεύς του Ισραήλ.
5 Αυτοί δε του είπαν. γεννάται εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας ,διότι έτσι έχει γραφή από τον Θεόν δια μέσου του προφήτου Μιχαίου.
6 Και συ ,Βηθλεέμ, που περιλαμβάνεσαι εις την χώραν της φυλής του Ιούδα, μολονότι φαίνεσαι χωρίον μικρόν, δεν είσαι όμως καθόλου η πλέον ασήμαντος από τας πρωτευούσας πόλεις, που ηγεμονεύουν εις την χώραν της φυλής του Ιούδα. Και δεν είσαι πλέον μικρά, διότι από σε θα βγη άρχων, ο οποίος θα ποιμάνη τον λαόν μου τον Ισραήλ.
7 Τότε ο Ηρώδης ,αφού κρυφίως εκάλεσε τους μάγους, εξηκρίβωσεν από αυτούς τον χρόνον ,αφʼ ότου εφαίνετο το άστρον.

8 Και αφού τους ωδήγησε να μεταβούν εις την Βηθλεέμ , είπε. Πηγαίνετε εκεί και εξετάσετε με πάσαν ακρίβειαν δια το παιδίον. Όταν δε εύρετε ,φέρετέ μου είδησιν, δια να έλθω και εγώ εις Βηθλεέμ να το προσκυνήσω.

9 Αυτοί δε, αφού ήκουσαν τους λόγους αυτούς του βασιλέως,έφυγον δια την Βηθλεέμ. Και ιδού άστρον υπερφυσικόν ,που έλαμπε και την ημέραν, όμοιον όμως προς εκείνο ,που είδαν απʼ αρχής της ανατολής του, επήγαινεν εμπρός από αυτούς, έως ότου ήλθε και εστάθη επάνω από το σπίτι, που ήτο το παιδίον.
10 Όταν δε είδαν τον αστέρα οι μάγοι εχάρησαν πολύ μεγάλην χαράν ,διότι είχαν πλέον ασφαλή οδηγόν.
11 Και αφού ήλθαν εις το σπίτι ,είδαν το παιδίον με την μητέρα του Μαρίαν, και αφού έπεσαν κατά γης το προσεκύνησαν, και ανοίξαντες τα θησαυροφυλάκιά τους του προσέφεραν δώρα, χρυσόν, και από τα πολύτιμα αρωματικά της Αραβίας , λίβανον και σμύρναν.

12 Και αφού έλαβαν από τον Θεόν οδηγίαν εις όνειρόν τους να μη ξαναγυρίσουν εις τον Ηρώδην, ανεχώρησαν από άλλον δρόμον εις την πατρίδα τους.

Στιχ. 13-18. Η φυγή εις την Αίγυπτον και η σφαγή των νηπίων

13 ᾿Αναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.
14 ῾Ο δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,
15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου.
16 Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων.
17 τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος·
18 φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν.

Μετάφραση

13 Όταν δε ανεχώρησαν οι μάγοι, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνη εις το όνειρόν του εις τον Ιωσήφ και του είπε. Σήκω και παράλαβε το παιδίον και την μητέρα του και φεύγε εις την Αίγυπτον και μένε εκεί, έως ότου σου είπω. Φύγε, διότι πρόκειται ο Ηρώδης να ζητήση το παιδίον με σκοπόν να το θανατώση.


14 Ο Ιωσήφ δε εσηκώθη. και παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα του και ανεχώρησεν εις την Αίγυπτον.

15 Και ήτο εκεί, μέχρις ότου απέθανεν ο Ηρώδης ,δια να επαληθεύση τελείως εκείνο ,που ελέχθη από τον Κύριον δια μέσου του Προφήτου, ο οποίος είπεν. Από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου να επιστρέψη εις τον τόπον της γεννήσεώς του.

16 Τότε ο Ηρώδης, όταν είδεν ότι οι μάγοι τον εξηπάτησαν και τον εγέλασαν , εθύμωσε πολύ και έστειλε στρατιώτας ,οι οποίοι εθανάτωσαν όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις όλα τα περίχωρα και σύνορά της, από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον εξηκρίβωσεν από τους μάγους.

17 Τότε έλαβε πλήρη πραγματοποίησιν εκείνο, που ελέχθη από τον προφήτην Ιερεμίαν , ο οποίος επροφήτευσε και είπε.

18 Φωνή σπαρακτική ηκούσθη εις το χωρίον της φυλής Βενιαμίν Ραμά ,θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήτο εκεί θαμμένη, δια των απογόνων της μητέρων, που εστερήθησαν τα μικρά τους, κλαίει τα τέκνα της, και δεν ήθελε με κανέναν τρόπον να παρηγορηθή, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον εις την ζωήν.

Στιχ. 19-23. Η αγία οικογένεια εγκαθίσταται εις την Ναζαρέτ.

19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ
20 λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.
21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ.
22 ἀκούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Μετάφραση

19 Όταν δε απέθανεν ο Ηρώδης, ιδού εφάνη εις το όνειρόν του εις τον Ιωσήφ άγγελος Κυρίου εν Αιγύπτω

20 και του είπε . Σήκω και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και πήγαινε με την ησυχίαν σου εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζήτουν την ζωήν του παιδιού.

21 Αυτός δε, αφού εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και ήλθεν εις την Παλαιστίνην.

22 Αλλʼ όταν ήκουσεν ,ότι ο Αρχέλαος εβασίλευεν εις την Ιουδαίαν αντί του πατρός του Ηρώδου, εφοβήθη να μεταβή εκεί. Και καθώς ωδηγήθη εις όνειρόν του από τον Θεόν, ανεχώρησεν εις τα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ήτο ηγεμών ο ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον Ηρώδης ο Αντίπας.

23 Και αφού ήλθε, κατοίκησεν εις πόλιν που λέγεται Ναζαρέτ, δια να πραγματοποιηθή εκείνο , που ελέχθη από τους προφήτας, ότι ο Ιησούς θα ονομασθή από τους εχθρούς του περιφρονητικώς Ναζωραίος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄


Στιχ. 1-12. Ο Πρόδρομος Ιωάννης εις την έρημον.


Εν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται ᾿Ιωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾿Ιουδαίας
2 καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.


3 οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ρηθεὶς ὑπὸ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ.


4 Αὐτὸς δὲ ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον.


5 Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν ῾Ιεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ ᾿Ιορδάνου,
6 καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
7 ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς;
8 ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας,
9 καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ.

10 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
11 ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ καὶ πυρί.
12 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ.

Μετάφραση

Κατʼ εκείνας δε τας ημέρας ,κατά τας οποίας ο Ιησούς ιδιώτευεν εις Ναζαρέτ, εβγήκεν ο Ιωάννης ο βαπτιστής εις την δημοσίαν δράσιν του και εκήρυττεν εις την έρημον της Ιουδαίας ,που εκτείνεται προς βορράν της Νεκράς θαλάσσης και προς δυσμάς του Ιορδάνου,

2 και έλεγε. μεταννοείτε. αλλάξατε αποφασιστικά σκέψεις και φρονήματα και ζωήν, διότι πλησιάζει ο καιρός, κατά τον οποίον ο Μεσσίας με την νέαν ουράνιον ζωήν, που θα μας φέρη, θα εγκαθιδρύση και επί της γης την βασιλείαν των ουρανών.

3 Έπρεπε δε κατʼ εκείνας τας ημέρας να εμφανισθή ο Ιωάννης και να ακουσθή το κήρυγμα αυτό, διότι αυτός ήτο ο άνθρωπος ,δια τον οποίον επροφήτευσεν ο Ησαΐας ο προφήτης , όταν είπε φωτιζόμενος από το πνεύμα του θεού. φωνή ανθρώπου, ο οποίος κράζει εις την έρημον και λέγει. Ετοιμάσατε τον δρόμον, δια του οποίου θα έλθη προς σας ο Κύριος. Κάμετε ίσιους και ομαλούς τους δρόμους , από τους οποίους θα περάση. Ξερριζώσατε δηλαδή από τας ψυχάς σας τις αγκαθιές των αμαρτωλών παθών και ρίψατε μακράν τους λίθους του εγωισμού και της σκληρότητος και καθαρίσατε με την μετάνοιαν το εσωτερικόν σας δια να δεχθή τον Κύριον.

4 Σύμφωνος δε προς το κήρυγμά του καθʼ όλα ήτο και ο όλος βίος του Ιωάννου και η όλη εμφάνισίς του. Αυτός ο Ιωάννης εφόρει ένδυμα υφασμένον από τρίχας καμήλου, με ζώνην δερματίνην γύρω από την μέσην του. Η τροφή του δε ήτο πρόχειρος και ξηρά. Δηλαδή ακρίδες απʼ εκείνες που έφερεν ο άνεμος εις την έρημον από την Αραβίαν ,και μέλι που μέσα εις σχισμάς πετρών αποθήκευαν άγρια μελίσσια.

5 Τότε επήγαιναν έξω προς αυτόν οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων και ολοκλήρου της Ιουδαίας και όλης της χώρας ,που εξετείνετο εις την δεξιάν και αριστεράν όχθην του Ιορδάνου ποταμού.
6 Και εβαπτίζοντο μέσα εις τον Ιορδάνην ποταμόν από τον Ιωάννην , συγχρόνως δε εξωμολογούντο τας αμαρτίας των.

7 Όταν δε είδεν ο Ιωάννης πολλούς από τους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους να έρχωνται δια να λάβουν το βάπτισμά του, τους είπεν. Απόγονοι των φαρμακερών οχιών, που έχετε την κακίαν κληρονομικήν, διότι και οι πρόγονοί σας γεμάτοι από το δηλητήριον της πονηρίας και μοχθηρίας ήσαν, ποίος σας ωδήγησε να φύγετε και να σωθήτε από την οργήν , που πρόκειται μετʼ ολίγον να ξεσπάση;
8 Δια να σωθήτε λοιπόν από την οργήν αυτήν, κάμετε έργα αγαθά, τα οποία είναι καρπός άξιος της αληθούς μετανοίας ,και δείξατε εις το εξής με τας εναρέτους πράξεις σας , ότι μετενοήσατε ειλικρινώς.
9 Και μη σας αρέση να απατάτε τον εαυτόν σας και να λέγετε μέσα σας. πατέρα έχομεν τον Αβραάμ. Διότι σας λέγω, ότι ο Θεός έχει την δύναμιν και από τα λιθάρια αυτά να αναστήση απογόνους του Αβραάμ.

10 Τώρα δε και ο πέλεκυς της θείας κρίσεως ευρίσκεται κοντά εις την ρίζαν των δένδρων ,έτοιμος να κόψη σύρριζα καθένα άνθρωπον, που ομοιάζει προς άκαρπον δένδρον. Κάθε δένδρον λοιπόν , που δεν κάνει καρπόν καλόν , κόπτεται από την ρίζαν και ρίπτεται εις το πυρ. Αυτό θα πάθη και κάθε άνθρωπος ,που δεν έχει καρπόν αρετής.
11 Είναι δε και δυνατόν και εύκολον να καρποφορήσετε την αρετήν. Ζδιότι ναι μεν εγώ σας βαπτίζω με νερόν, προς τον σκοπόν του να εισαχθήτε εις κατάστασιν μετανοίας. εκείνος όμως που έρχεται ύστερα από εμέ, είναι λόγω του αξιώματός του και της θείας φύσεώς του δυνατώτερος από εμέ. Αυτού δεν είμαι άξιος εγώ ούτε ως ο έσχατος δούλος να βαστάσω τα υποδήματά του. Αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Άγιον και με το καθαρτικόν πυρ της χάριτος.
12 Κρατεί εις την χείρα φτυάρι, που λιχνίζει. Η δικαία κρίσις του δηλαδή είναι έτοιμος να λειτουργήση και θα καθαρήση τελείως το αλώνιόν του, ήτοι τον κόσμον ολόκληρον. Και θα συνάξη τον σίτον του εις την αποθήκην, ήτοι τους εναρέτους εις την ουράνιον βασιλείαν, το δε άχυρον ,ήτοι τους αμετανοήτους, θα κατακαύση με φωτιά, που δεν σβήνει ποτέ.



Στιχ. 13-17. Βάπτισις του Ιησού εις τον Ιορδάνην.

13 Τότε παραγίνεται ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην πρὸς τὸν ᾿Ιωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ.

14 ὁ δὲ ᾿Ιωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;
15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν·
16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν·
17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.

Μετάφραση

13 Τότε ήλθεν ο Ιησούς από τη Γαλιλαίαν εις τον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην δια να βαπτισθή από αυτόν.
14 Ο Ιωάννης όμως τον ημπόδιζε ζωηρά και έλεγεν. Εγώ έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σε τον αναμάρτητον ,και συ έρχεσαι προς εμέ δια να λάβης βάπτισμα;

15 Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπε προς αυτόν. Άφησε τώρα τας αντιρρήσεις και μη φέρης δυσκολίαν να βαπτισθώ. Διότι κατʼ αυτόν τον τρόπον ταπεινούμενος πρέπει να πληρώσω πάσαν εντολήν του Θεού , ο οποίος σου ανέθεσεν ως καθήκον να βαπτίζης. Τότε ο Ιωάννης αφήκεν αυτόν να βαπτισθή.
16 Και όταν εβαπτίσθη ο Ιησούς, επειδή ως αναμάρτητος δεν είχε τίποτε να εξομολογηθή , ανέβη αμέσως από το νερόν του Ιορδάνου και δεν έμεινεν επί πολύ εις αυτό, όπως οι άλλοι, που κατά το βάπτισμά των εξωμολογούντο τας αμαρτίας των. Και ιδού ήνοιξαν εις αυτόν οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνη με εξωτερικόν σχήμα και μορφήν ομοίαν προς περιστεράν και να έρχεται επάνω του.

17 Και ιδού φωνή ηκούσθη από τους ουρανούς που έλεγεν. Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, εις τον οποίον ευηρεστήθην. Τον εγέννησα αϊδίως και είναι ως Θεός μονάκριβός μου Υιός ,ως άνθρωπος δε απολύτως αναμάρτητος . Πάντοτε έκαμε το αρεστόν ενώπιόν μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄

Στιχ. 1-11 . Οι τρεις πειρασμοί του Ιησού.


Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, 2 καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε.
3 καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται.
4 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· γέγραπται, οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ.
5 Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ

6 καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου.

7 ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.

8 Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν

9 καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι.
10 τότε λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις.

11 Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ.

Μετάφραση

Τότε ο Ιησούς ωδηγήθη από εσωτερικήν παρακίνησιν του Αγίου πνεύματος εις την έρημον, δια να πειρασθή υπό του διαβόλου και αγωνισθή νικηφόρος κατʼ αυτού.

2 Και αφού ενήστευσαν επί τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας συνεχώς, χωρίς να φάγη τίποτε κατά την περίοδον αυτήν , ύστερον επείνασε.

3 Και τότε τον επλησίασεν αυτός, που έργον έχει να πειράζη και να ωθή τον άνθρωπον εις την αμαρτίαν, και του είπεν. Εάν είσαι υιός του Θεού, όπως εμαρτύρησεν η φωνή, που ηκούσθη εις τον Ιορδάνην, δείξε το με θαύμα. Ειπέ οι λίθοι αυτοί να γίνουν άρτοι.
4 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και είπεν. Είναι γραμμένον εις το Δευτερονόμιον: δεν θα διατηρηθή εις την ζωήν ο άνθρωπος δια μόνου του άρτου, αλλά με κάθε προσταγήν, που θα εξέλθη από το στόμα του Θεού. Όταν το είπη ο Θεός, και χωρίς τροφήν ακόμη θα ζήση ο άνθρωπος.
5 Τότε ο διάβολος τον παρέλαβε και σηκωμένον δια μέσου του αέρος τον έφερεν εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και τον έστησεν όρθιον εις την κορνίζαν της στέγης του ναού, που ήτο τόσον υψηλά, ώστε εζαλίζετο κανείς, εάν απʼ εκεί έβλεπε προς τα κάτω.

6 και λέγει εις αυτόν. Εάν είσαι υιός του θεού, ρίψε τον εαυτόν σου κάτω, δια να δειχθή φανερά εις όλους η προς σε αγάπη και προστασία του Πατρός σου. Διότι έχει γραφή εις τους Ψαλμούς, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν δια σε εις τους αγγέλους του και αυτοί θα σε σηκώσουν εις τας χείρας ,δια να μη σου συμβή η παραμικρά βλάβη.

7 Είπεν δε εις αυτόν ο Ιησούς. Ναι. Αλλʼ έχει γραφή πάλιν. Δεν θα εκθέσης εις κίνδυνον τον εαυτόν σου δια να δοκιμάσης και βεβαιωθής δια των πραγμάτων, εάν Κύριος ο Θεός σου θα σε προστατεύση.

8 Πάλιν παρέλαβε αυτόν ο διάβολος και τον μετέφερεν εις όρος πολύ υψηλόν και δεικνύει εις αυτόν σαν εις πανόραμα όλα τα βασίλεια του τότε κόσμου και τα πλούτη και την μεγαλοπρέπειαν των πόλεών των και το πλήθος των κατοίκων των και όλην την δόξαν των.

9 Και είπεν εις αυτόν. Ως άρχων και κυρίαρχος του κόσμου τούτου θα σου δώσω όλα αυτά που βλέπεις, εάν πέσης κατά γης και με προσκυνήσης αναγνωρίζων με ως κύριόν σου. Τότε είπεν εις αυτόν ο Ιησούς. Φύγε, σατανά. Διότι έχει γραφή. Κύριον του Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης.


11 Τότε αφήκεν αυτόν ανενόχλητον ο διάβολος. Και ιδού άγγελοι ήλθον πλησίον του Ιησού και τον υπηρέτουν παρέχοντες εις αυτόν τας διακονίας και εκδουλεύσεις των.

Στιχ. 12-25. Ο Κύριος αρχίζει το σωτήριον έργον Του εις την Γαλιλαίαν. Οι πρώτοι μαθηταί.

12 ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ᾿Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν,

13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ,

14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·

15 γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν,
16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς.
17 ᾿Απὸ τότε ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς·

19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων.
20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς.

22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.
23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
24 καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς·


25 καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ ῾Ιεροσολύμων καὶ ᾿Ιουδαίας καὶ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου.

Μετάφραση

12 Όταν δε ήκουσεν ο Ιησούς, ότι ο Ιωάννης παρεδόθη υπό του βασιλέως Αντίπα εις φυλακήν, ανεχώρησεν εις την Γαλιλαίαν.

13 Και αφού αφήκε την Ναζαρέτ ,ήλθε και κατοίκησεν εις την Καπερναούμ, η οποία ήτο κτισμένη πλησίον της λίμνης ,εις τα σύνορα των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ,

14 δια να επαληθεύση και πραγματοποιηθή εκείνο, που είπεν ο Θεός δια μέσου του προφήτου Ησαϊου , ο οποίος λέγει.
15 Η χώρα της φυλής Ζαβουλών και η χώρα της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θαλάσσης και πέραν από τον Ιορδάνην, προς ανατολάς αυτού, η Γαλιλαία, εις την οποίαν κατοικούν πολλοί εθνικοί,
16 ο λαός, που κάθηται ωσάν κρατημένος και ακίνητος εις το πνευματικόν σκότος της ειδωλολατρικής πλάνης και της ασεβείας, είδε φως πνευματικόν μέγα, τον Χριστόν, και εις εκείνους, που κάθηνται εις την χώραν, την οποίαν σκιάζει το πυκνότατον σκότος της αμαρτίας και του θανάτου, έλαμψεν εξ ουρανού φως εις αυτούς.
17 Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη συστηματικώς και να λέγη. Μετανοείτε, διότι επλησίασαν αι ημέραι κατά τας οποίας ο Μεσσίας με την νέαν , πνευματικήν, αγίαν και ουράνιον ζωήν, η οποία θα ματαδίδεται εν τη Εκκλησία του, θα εγκαθιδρύση και επί της γης την βασιλείαν των ουρανών.
18 Ενώ δε επεριπάτει πλησίον της θαλάσσης της Γαλιλαίας, είδε δυο αδελφούς, τον Σίμωνα, που με το όνομα, το οποίον του έδωκεν ο Κύριος ,λέγεται Πέτρος, και τον Ανδρέαν τον αδελφόν του, ο οποίοι έρριπταν δίκτυον εις την θάλασσαν ,διότι ήσαν ψαράδες.

19 Και λέγει εις αυτούς. Ακολουθήσατέ με και θα σας κάμω ικανούς να ψαρεύετε αντί ψαριών ανθρώπους, τους οποίους με το δίκτυον του κηρύγματος θα ελκύετε εις την βασιλείαν των ουρανών.
20 Αυτοί δε αμέσως άφησαν τα δίκτυα και τον ηκολούθησαν.
21 Και αφού επροχώρησεν απʼ εκεί, είδεν άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του ,να ετοιμάζουν τα δίκτυά τους μέσα εις το πλοίον μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίον.Και τους εκάλεσεν.

22 Αυτοί δε παρευθύς άφησαν το πλοίον και τον πατέρα τους και τον ηκολούθησαν.
23 Και περιώδευεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων εις τας συναγωγάς των, όπου κάθε Σάββατον εμαζεύοντο οι Εβραίοι ,δια να ακούσουν την ανάγνωσιν της Αγίας Γραφής και να προσευχηθούν. Και εκεί εκήρρυτε το χαρμόσυνον άγγελμα , ότι επλησιάζεν ο χρόνος της πνευματικής βασιλείας , που θα έφερεν εις τους ανθρώπους την απολύτρωσιν και χαράν. και εθεράπευε κάθε είδους ασθένειαν και αδιαθεσίαν μεταξύ του λαού.
24 Και διεδόθη η φήμη του εις όλην την Συρίαν, Και έφεραν εις αυτόν όλους, όσοι υπέφεραν από ποικίλας νόσους και κατείχοντο από ασθενείας βασανιστικάς, και δαιμονιζομένους και σεληνιαζομένους και παραλυτικούς ,και τους εθεράπευσε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄

Η επί του όρους ομιλία.

Στιχ.1-12 . Οι μακαρισμοί.


Ιδών δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ,
2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·

3 μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.

5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.

6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.

7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.

8 μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.

9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.

10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

11 μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ.

12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν.

Μετάφραση


Όταν δε είδε τους όχλους ,ανέβη εις το γειτονικόν προς την λίμνην όρος και αφού εκάθισεν, ήλθαν πλησίον του οι μαθηταί του.

2 Και αφού ήνοιξε το στόμα του με την απόφασιν να ομιλήση, τους εδίδασκε λέγων.

3 Μακάριοι και πανευτυχείς είναι εκείνοι, που ταπεινώς συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των και την εξάρτησιν ολόκληρου του εαυτού των από τον Θεόν, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών.
4 Μακάριοι είναι εκείνοι, που πενθούν δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν,που επικρατεί εις τον κόσμον, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν υπό του Θεού.
5 Μακάριοι είναι οι πράοι, που συγκρατούν τον θυμόν τους και δεν παραφέρονται ποτέ, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν από τον Θεόν την γην της επαγγελίας και θα απολαύσουν από την παρούσαν ζωήν τα αγαθά της ουρανίου κληρονομίας.
6 Μακάριοι είναι εκείνοι, που με σφοδρόν εσωτερικόν πόθον σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν την δικαιοσύνην και τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτασθούν δια πλήρους ικανοποιήσεως του πόθου των.
7 Μακάριοι είναι οι ευσπλαχνικοί και επιεικείς, που συμπονούν εις την δυστυχίαν του πλησίον, διότι αυτοί θα ελεηθούν από τον Θεόν εν τη ημέρα της κρίσεως.
8 Μακάριοι είναι εκείνοι , που έχουν την καρδίαν τους καθαράν από κάθε μολυσμόν αμαρτίας, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν.
9 Μακάριοι είναι εκείνοι , που έχουν μέσα τους την εκ του αγιασμού ειρήνην και μεταδίδουν αυτήν και εις τους άλλους ,ειρηνεύοντες τούτους και μεταξύ των και προς τον Θεόν, διότι αυτοί θα αναγνωρισθούν και θα διακηρυχθούν εις τον ουράνιον κόσμον υιοί Θεού.
10 Μακάριοι είναι εκείνοι , που εδιώχθησαν ένεκα της αρετής και της χριστιανικής των τελειότητος, διότι είναι ιδική των η βασιλεία των ουρανών.

11 Μακάριοι γίνεσθε σεις οι μαθηταί μου, όταν σας υβρίσουν οι άνθρωποι και σας διώξουν και σας είπουν ψευδόμενοι παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας εναντίον σας διʼ εμέ.

12 Χαίρετε και ζωηρά εκδηλώσατε την χαράν σας ,διότι η ανταμοιβή σας εις τους ουρανούς θα είναι μεγάλη. Διότι έτσι κατεδίωξαν και τους προφήτας, τους οποίους έστειλεν ο Θεός προτήτερα από σας.

Στιχ. 13-16. Οι Χριστιανοί άλας και φως.

13 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.

14 ῾Υμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη·

15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.
16 οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς

Μετάφραση

13 Σεις οι μαθηταί μου είσθε το πνευματικόν άλας των επί της γης ανθρώπων, επειδή έχετε προορισμόν να προλαμβάνετε την ηθικήν σαπίλαν. Αλλʼ εάν το άλας χάση την δύναμίν του, με τι θα αλατισθή, ώστε να αποκτήση πάλιν την δύναμιν που έχασε; Δεν χρησιμεύει πλέον εις τίποτε, παρά να πεταχθή έξω εις τους δρόμους και να καταπατήται από τους ανθρώπους. Εάν λοιπόν και σεις χάσετε την ηθικήν σας δύναμιν, δεν θα γίνετε άχρηστοι μόνον, αλλά και θα περιφρονηθήτε από τους ανθρώπους.
14 Σεις είσθε το φως του κόσμου, διότι προορισμόν έχετε με το φωτεινόν παράδειγμά σας και τους μεταδίδοντας το φως της αλήθειας λόγους σας να φωτίζετε τους ανθρώπους, που ευρίσκονται εις το σκότος της αμαρτίας και της πλάνης. Δεν είναι δυνατόν μία πόλις, που είναι κτισμένη επάνω εις όρος, να κρυβή. Έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη εις την αντίληψιν όλων.
15 Ούτε ανάπτουν οι άνθρωποι λύχνον δια να τον βάλουν κάτω από τον κάδον, με τον οποίο μετρούν τον σίτον. αλλά τον τοποθετούν επάνω εις τον λυχνοστάτην και φωτίζει με την λάμψιν του όλους, όσους είναι μέσα εις το σπίτι.

16 Έτσι σαν άλλος λύχνος καλά τοποθετημένος ας λάμψη το φως της αρετής σας εμπρός εις τους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν δια τα ενάρετα και άγια παιδιά του τον Πατέρα σας, που είναι μεν πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά φανερώνει την παρουσίαν του εις τους ουρανούς.

Στιχ. 17-48. Ο Κύριος τελειοποιεί και συμπληρώνει τον Μωσαϊκόν νόμον.

17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι.
18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.
19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.

21 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει.

22 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
23 ᾿Εὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ,
24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου.
25 ῎Ισθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ·
26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.

27 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις.
28 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.

29 εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.

31 ᾿Ερρέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον.

32 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ, μοιχᾶται.
33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου.
34 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ·

35 μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως·

36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. 37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν
38 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος·
39 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·
40 καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον·

41 καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο·

42 τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς.

43 ᾿Ηκούσατε ὅτι ἐρρέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου.

44 ᾿Εγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς.

45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.


46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;

47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν;

48 ῎Εσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστι

Μετάφραση

17 Μην νομίσετε, ότι ήλθα δια να καταλύσω και ακυρώσω τον ηθικόν νόμον του Μωϋσέως ή την ηθικήν διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα συμπληρώσω και να σας τα παραδώσω τέλεια.

18 Διότι αληθινά σας λέγω και με πάσαν σοβαρότητα και επισημότητα σας βεβαιώ ότι, έως ότου παραμένει και δεν καταστρέφεται ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα ή ένα κόμμα, ούτε δηλαδή η μικροτάτη από τας εντολάς, δεν θα παραπέση από τον Νόμον και δεν θα χάση το κύρος της, έως ότου όλα, όσα διατάσσει ο Νόμος, λάβουν την επαλήθευσιν και πλήρωσίν τους τόσο, υπό των γεγονότων της ζωής μου, όσα εκ τούτων ελέχθησαν προφητικώς, όσον και εν τη ζωή των γνησίων μαθητών μου, οι οποίοι θα τηρούν ταύτα επακριβώς.
19 Αφού λοιπόν αι εντολαί έχουν κύρος και ισχύν ακατάλυπτον , οποιοσδήποτε θα παραβεί μίαν από εκείνας ακόμη τας εντολάς μου, που φαίνονται πολύ μικραί, και θα διδάξη τους ανθρώπους ούτω, ήτοι να θεωρούν αυτάς μικράς και ασημάντους, θα κηρυχθή ελάχιστος και τελευταίος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως , που θα εκτελέση όλας ανεξαιρέτως τας εντολάς και θα διδάξη και τους άλλους να τας τηρούν, ούτος θα αναγνωρισθή μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών. Και εις αυτάς λοιπόν τας εντολάς ,που οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι παραμερίζουν με τας ανθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει να δώσετε μεγάλην προσοχήν.
20 Διότι σας λέγω ότι, εάν η αρετή σας δεν περισσεύση και δεν υπερτερήση κατά πολύν την εξωτερικήν αρετήν των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών.

21 Ηκούσατε από την ανάγνωσιν του Νόμου εις τας συναγωγάς, ότι ελέχθη από τον Θεόν εις τους αρχαίους: Δεν θα φονεύσης. εκείνος δε που θα φονεύση , θα είναι ένοχος εις τόσον βαθμόν, ώστε να παραπεμφθή προς δίκην εις το τοπικόν επταμελές δικαστήριον, που λέγεται κρίσις.
22 Εγώ όμως σας λέγω , ότι καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού του άνευ σοβαρού πνευματικού λόγου, διαπράττει έγκλημα ανάλογον προς εκείνο, το οποίον εδικάζετο άλλοτε από το τοπικόν επταμελές δικαστήριον . Εκείνος δε που θα είπη περιφρονητικώς εις τον αδελφόν του: Ανόητε, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, σαν εκείνα που δικάζονται από το ανώτατον δικαστήριον των Ιουδαίων. Εκείνος δε που με μίσος και κακίαν θα είπη εις τον αδελφόν του: Βλάκα, θα είναι ένοχος εγκλήματος αξίου να τιμωρηθή με την εν τω Άδη γέενναν του πυρός.
23 Αφού λοιπόν κάθε προσβολή κατά των αδελφών μας είναι αξιόποινος, εάν προσφέρης το δώρον σου εις το θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής, ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου διʼ αδικίαν, την οποίαν του έκαμες,

24 άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός εις το θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου, και τότε ,αφού συνδιαλλαγής, ελθέ και πρόσφερε το δώρον σου, διότι μόνον τότε θα γίνη τούτο δεκτόν από τον Θεόν.
25 Έσο συμβιβαστικός και με συμφιλιωτικάς διαθέσεις προς τον δανειστήν, με τον οποίον ευρίσκεσαι εις δίκην. Και δείξε τας διαθέσεις αυτάς γρήγορα, έως ότου ευρίσκεσαι μαζί του εις τον δρόμον που οδηγεί εις το δικαστήριον.Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος εις τον δικαστήν και ο δικαστής σε καταδικάση και σε παραδώση εις τον εκτελεστήν των ποινών και έτσι ριφθής εις την φυλακήν.
26 Αληθινά σου λέγω, ότι δεν θα εξέλθης απʼ εκεί, έως ότου εξοφλήσης και το τελευταίον δίλεπτον. Πόσον φοβερόν είναι λοιπόν να εμφανιοθής ενώπιον του υπερτάτου κριτού ασυμφιλίωτος με τους αδελφούς σου, που ηδίκησες!
27 Ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους αρχαίους. να μη μοιχεύσης. Και οι γραμματείς περιορίζουν την εντολήν αυτήν μόνον εις το αμάρτημα με ύπανδρον γυναίκα.
28 Αλλʼ εγώ σας λέγω, ότι καθένας που βλέπει οιανδήποτε γυναίκα δια να την επιθυμήση προς αμαρτίαν, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιάν εμοίχευσεν αυτήν μέσα εις την καρδίαν του και ημάρτησε με την πρόθεσιν και προαίρεσίν του.

29 Εάν δε πρόσωπον χρήσιμον και προσφιλές εις σε σαν το δεξιόν σου μάτι σου γίνεται αφορμή εμπαθούς επιθυμίας και αμαρτίας, χωρίσου οριστικώς από αυτό ,και πέταξέ το μακρυά από σε, όπως θα έκανες και με το μάτι σου, εάν θα εκινδύνευε να πάθη από αυτό το όλον σώμα σου. διότι συμφέρει να χαθή εν από τα μέλη σου και να μη ριφθή όλον το σώμα σου εις το πυρ της κολάσεως. Σε συμφέρει να στερηθής την φιλίαν και χρησιμότητα του προσώπου αυτού και να μη ριφθής μαζί με εκείνον εις το πυρ της κολάσεως.
30 Και εάν πρόσωπον που σου είναι χρήσιμον σαν την δεξιάν σου χείρα σε σκανδαλίζη, κόψε τελείως την χείρα σου αυτήν και πέταξέ την μακρυά από σε. διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τα μέλη σου και να στερηθής τας υπηρεσίας του φίλου σου, που σου είναι χρησιμώτατος, και να μη ριφθής μαζί με εκείνον εις το πυρ της κολάσεως.

31 Ελέχθη ακόμη. εκείνος που θα χωρίση και θα διώξη την γυναίκα του, ας της δώση έγγραφον διαζυγίου.

32 Εγώ όμως σας λέγω ,ότι εκείνος που θα διώξη την γυναίκα του, χωρίς να υπάρχη αιτία μοιχείας, συντελεί εις το να γίνη αύτη μοιχαλίς, εάν συζευχθή άλλον. Και εκείνος που θα νυμφευθή διαζευγμένην γυναίκα, γίνεται μοιχός.
33 Πάλιν ηκούσατε ότι ελέχθη εις τους παλαιούς προγόνους μας. Δεν θα αθετήσης τον όρκον σου, αλλʼ ως χρέος ιερόν , που οφείλεις να εξοφλήσης εις τον Κύριον, θα τηρήσης τας ενόρκους υποσχέσεις και μαρτυρίας σου.
34 Εγώ όμως σας λέγω να μη ορκισθήτε καθόλου. ούτε εις τον ουρανόν μη ορκισθήτε, διότι ο ουρανός είναι θρόνος του Θεού.

35 ούτε εις την γην μη ορκισθήτε, διότι σαν εις άλλο σκαμνίον ακουμβούν επάνω της οι πόδες του. ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι δια τον ναόν του Θεού, που είναι εκεί κτισμένος, είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως Θεού.

36 Ούτε εις την κεφαλήν σου μη ορκσθής, διότι την εδημιούργησεν ο Θεός, συ δε δεν ημπορείς ούτε μιας τριχός το χρώμα πραγματικώς και κατά βάθος να μεταβάλης, ώστε μίαν μαύρην τρίχαν να την κάμης λευκήν, ή μίαν λευκήν να την αλλάξης εις μαύρην.
37 Ας είναι δε ο λόγος σας ναι, όταν πράγματι είναι ναι. και όχι, όταν και πράγματι είναι όχι. το επί πλέον δε από αυτά είναι από τον πονηρόν, τον πρώτον επινοητήν και πατέρα του ψεύδους.
38 Ηκούσατε ότι ελέχθη. εκείνος που επλήγωσε και ετραυμάτισε κάποιον, πρέπει να δώση μάτι αντί του ματιού που έβλαψε, και δόντι δια το δόντι του πλησίον, που με το κτύπημά του έσπασεν ή επέταξεν έξω.
39 Εγώ όμως σας λέγω να μη προβάλετε αντίστασιν εις τον πονηρόν που χρησιμοποιεί ως όργανόν του εκείνον που σας βλάπτει. αλλʼ όποιος σε ραπίση εις το δεξιόν μέρος της σιαγόνος, στρέψον εις αυτόν και το άλλο μέρος δια να ραπίση και τούτο.
40 Και εκείνον που θέλει να κάμη δίκην μαζί σου και να σου πάρη το υποκάμισον, άφησέ του και το επανωφόριόν σου.

41 Και με εκείνον, που θέλει να σε αγγαρεύση δια να τον συνοδεύσης επί εν μίλιον, πήγαινε μαζί του δύο μίλια.

43 Εις εκείνον που σου ζητεί ελεημοσύνην, δίδε, αλλά πάντοτε με διάκρισιν που θα την διαπνέη ειλικρινής αγάπη . και μη περιφρονήσης εκείνον, που θέλει να δανεισθή χωρίς τόκον από σε.
43 Ηκούσατε ,ότι ελέχθη. Θα αγαπήσης τον πλησίον σου και θα μισήσης τον εχθρόν σου.

44 Εγώ δε σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, εύχεσθε προς τον Θεόν αγαθά διʼ εκείνους ,οι οποίοι σας καταρώνται ,ευεργετείτε εκείνους , που σας μισούν, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων ,οι οποίοι σας κακομεταχειρίζονται υβριστικώς και περιφρονητικώς και σας καταδιώκουν αδίκως, ακόμη και όταν ο διωγμός των αυτός σας γίνεται δια τας θρησκευτικάς σας πεποιθήσεις.

45 Δια να ομοιάστε έτσι και να γίνετε τέκνα του Πατρός σας, που είναι εις τους ουρανούς. Διότι και αυτός τον ήλιον, που είναι ιδικός του, ανατέλλει αδιακρίτως εις πονηρούς και εις αγαθούς, και βρέχει την βροχήν του εις δικαίους και
αδίκους.

46 Διότι, εάν αγαπήστε εκείνους μόνον, που σας αγαπούν, ποίαν ανταμοιβήν έχετε να λαμβάνετε από τον Θεόν; Δεν κάνουν το αυτό και οι τελώναι;

47 Και εάν χαιρετήσετε μόνο τους φίλους σας Ιουδαίους, τι το εξαιρετικόν πράττετε; Δεν κάνουν έτσι και οι τελώναι;

48 Πρέπει λοιπόν να γίνετε τέλειοι δια της αγάπης προς πάντας, καθώς είναι τέλειος και ο ουράνιος Πατήρ σας, ο οποίος είναι αγάπη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄

Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου.

Στιχ. 1-8. Η ελεημοσύνη και η προσευχή.


Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

2 ῞Οταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ρύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.

3 σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου,

4 ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.

5 Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.

6 σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.


7 Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.

8 μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν.



Μετάφραση

Προσέχετε να μη κάνετε την ελεημοσύνην σας εμπρός εις τους ανθρώπους ,δια να σας ίδουν και σας θαυμάσουν. Ει δʼ άλλως ανταμοιβήν δεν έχετε πλησίον του Πατρός σας, που είναι εις τους ουρανούς.

2 Όταν λοιπόν κάνης ελεημοσύνην, μη το διαφημίσης σαν με σάλπιγγα , που σημαίνει εμπρός από σε, καθώς κάνουν οι υποκριταί εις τας συναγωγάς και εις τους δρόμους, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, ότι επήραν εξ ολοκλήρου την αμοιβήν των, είναι δε αυτή ο παρά των ανθρώπων έπαινος, που επεδίωξαν.

3 Συ όμως, όταν κάνης ελεημοσύνην, ας μη μάθη το αριστερό σου χέρι, τι κάνει το δεξί σου χέρι,

4 δια να μείνη η ελεημοσύνη σου εις τα κρυφά. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου δώση την αμοιβήν εις τα φανερά.

5 Και όταν προσεύχεσαι, δεν πρέπει να είσαι, καθώς είναι οι υποκριταί. Διότι τους αρέσει να στέκωνται όρθιοι εις τας συναγωγάς και εις τας γωνίας των πλατειών και να προσεύχωνται, δια να φανούν εις τους ανθρώπους. Αληθώς σας λέγω, λαμβάνουν εδώ εξ ολοκλήρου την αμοιβήν τους.


6 Συ όμως, όταν πρόκειται να προσευχηθής, έμβα εις το ιδιαίτερόν σου δωμάτιον, και αφού κλείσης την θύραν σου κάμε την προσευχήν σου εις τον Πατέρα σου, που είναι αόρατος και κρυμμένος . και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την ανταμοιβήν σου εις τα φανερά.

7 Όταν δε προσεύχεσθε, μη ζητείτε με μηχανικήν και δεισιδαίμονα επανάληψιν λέξεων, που δεν τας παρακολουθεί ή και δεν τας κατανοεί η διάνοιά σας, αιτήματα ανόητα, καθώς κάνουν οι εθνικοί. Διότι αυτοί φαντάζονται ,ότι η ανόητος πολυλογία των θα επιδράση μαγικώς και θα εισακουσθούν.

8 Μη γίνετε λοιπόν όμοιοι προς αυτούς. Διότι ο Πατήρ σας γνωρίζει εκείνα, που έχετε ανάγκην, προτού σεις να του τα ζητήσετε.

Στιχ.9-13. Η Κυριακή προσευχή.


9 Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς·
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·

10 ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·

11 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·

12 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·

13 καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν

Μετάφραση

9 Σεις λοιπόν κατʼ αντίθεσιν προς τους εθνικούς πρέπει να προσεύχεσθε κατά τον ακόλουθον τρόπον. Πατέρα μας, που είσαι πανταχού παρών, αλλʼ εξαιρετικά εις τους ουρανούς δεικνύεις την παρουσίαν σου, ας αναγνωρισθή η αγιότης σου, ώστε να δοξασθή και να λατρευθή αξίως το Όνομά σου.

10 Είθε να έλθη η βασιλεία σου δια της ελευθέρας και προθύμου υποταγής πάντων των ανθρώπων εις σε, ώστε δια της υπακοής των εις τα προστάγματά σου να γίνουν ούτοι πραγματικοί και εξ ολοκλήρου αφωσιωμένοι υπήκοοί σου. Είθε να γίνη το θέλημά σου και επί της γης από τους ανθρώπους, όπως γίνεται τούτο εις τον ουρανόν από τους αγγέλους και αγίους.

11 Τον άρτον μας, τον καθημερινόν και αν αναγκαίον δια την συντήρησιν της ουσίας και υπάρξεώς μας, δος μας τον σήμερα.

12 Και συγχώρεσέ μας τα όσα σου χρεωστούμεν λόγω των αναριθμήτων αμαρτιών μας, καθώς και ημείς συγχωρούμεν εκείνους, που μας είναι χρεώσται λόγω αδικημάτων, που μας έκαμαν.

13 Και μη επιτρέψης να πέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρόν, που μας πολεμά. Ζητούμεν δε αυτά από Σε, διότι ιδική σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους ατελευτήτους αιώνας. Αμήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄

Στιχ. 14-15. Πως θα συγχωρηθώμεν.


14 ᾿Εὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος·

15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.

Μετάφραση

14 Πρέπει δε, όταν ζητήτε την άφεσιν των αμαρτιών σας, να συγχωρήτε και σεις τους άλλους, διότι, εάν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους τα αμαρτήματα, που έκαμαν εις σας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος θα συγχωρήση και εις σας τα ιδικά σας αμαρτήματα.

15 Εάν όμως δεν συγχωρήσετε εις τους ανθρώπους τα προς σας αμαρτήματά των, ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας προς αυτόν αμαρτίας σας.

Στιχ. 16-24. Η θεάρεστος νηστεία. Επίγειειοι και ουράνιοι θησαυροί.Ο οφθαλμός της ψυχής. Οι δύο κύριοι.

16 ῞Οταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσι·
20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·
21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

22 ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται·

23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;

24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.


Μετάφραση

16 Όταν δε νηστεύετε, μη γίνεσθε σαν τους υποκριτάς σκυνθρωποί και περίλυποι. Διότι αλλοιώνουν τα πρόσωπά των και προσλαμβάνουν όψιν και έκφρασιν καταβεβλημένου από τας στερήσεις ανθρώπου, δια να φανούν εις τους ανθρώπους ότι νηστεύουν. Αληθινά σας λέγω, ότι έλαβαν εξ ολοκλήρου από τους επαίνους των ανθρώπων την αμοιβήν των.

17 Συ όμως, όταν νηστεύης, άλειψε την κεφαλήν σου και νίψε το πρόσωπόν σου, ώστε να φαίνεσαι χαρούμενος.

18 Και να μη φανής εις τους ανθρώπους, ότι νηστεύεις. Αλλά να φανή η νηστεία σου μόνον εις τον Πατέρα σου ,που είναι μεν αόρατος, αλλ’ ευρίσκεται παρών και εις αυτά τα απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώση την αμοιβήν σου εις τα φανερά.

19 Μη μαζεύετε χάριν του εαυτού σας θησαυρούς επί της γης, όπου ο σκόρος και η φθορά της σαπίλας ή της σκωρίας αφανίζουν τα αποθηκευόμενα είδη του πλούτου και όπου κλέπται διατρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων σας και τα κλέπτουν.
20 Μαζεύετε δε δια τους εαυτούς σας θησαυρούς εις τον ουρανόν, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα και σκωριά αφανίζουν τα θησαυριζόμενα και όπου κλέπται δεν τρυπούν τους τοίχους των θησαυροφυλακίων ούτε κλέπτουν.

21 Πρέπει δε να θησαυρίζετε θησαυρούς εις τον ουρανόν, δια να είναι και η καρδία σας προσκολλημένη εις τον Θεόν και εις τα ουράνια. Διότι εκεί, όπου θα είναι ο θησαυρός σας, θα είναι και η καρδία σας.

22 Δεν είναι δε μικρά συμφορά η καρδία και ο νους σας να κολλήσουν εις τα γήινα και τα μάταια. Δια να το καταλάβετε, σας φέρω μίαν εικόνα. Ο λύχνος, που δίδει φως εις το σώμα, είναι το μάτι. όπως και ο λύχνος , που φωτίζει την ψυχήν, είναι ο νους. εάν λοιπόν το μάτι είναι υγιές, όλον το σώμα σου θα είναι γεμάτον φως, , σαν να ήτο ολόκληρον το σώμα σου μάτι. έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους σου και η καρδία σου δεν έχουν τυφλωθή από την φιλαργυρίαν και την προσκόλλησιν εις τα μάταια.

23 Εάν όμως το μάτι σου είναι βλαμμένον και τυφλωμένον, όλον το σώμα σου θα είναι βυθισμένον εις το σκότος. Εάν λοιπόν εκείνο, που σου εδόθη δια να μεταδίδει φως εις σε, γίνη σκότος, εις πόσον σκότος θα βυθισθής; Κάτι ανάλογον θα συμβή, εάν και ο νους σου σκοτισθή από την προσκόλλησιν εις τον πλούτον. Εις πόσον σκότος ηθικόν θα βυθισθή τότε η ψυχή σου!
24 Μη απατάτε δε τον εαυτόν σας με την ιδέαν, ότι είναι δυνατόν και εις την γην να θησαυρίζη κανείς και εις τον Θεόν να είναι προσκολλημένος. Κανείς δεν ημπορεί να είναι δούλος συγχρόνως εις δύο κυρίους. Διότι ή θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον. ή θα προσκολληθή εις τον ένα και θα καταφρονήση τον άλλον. Δεν δύνασθε να είσθε συγχρόνως δούλοι και του Θεού και του μαμωνά. Ή θα μισήσετε τον πλούτον ,δια να αγαπήσετε τον Θεόν, ή θα προσκολληθήτε εις τον πλούτον και θα καταφρονήσετε τον Θεόν.

Στιχ. 25-34. Ο Θεός προνοεί δια τας ανάγκας μας.

25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;

26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;


28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·
29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.

30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα;
32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.

33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς

Μετάφραση

25 Αφού λοιπόν η καρδία σας πρέπει να ανήκη αποκλειστικά εις τον Θεόν, δια τούτο σας λέγω, κόψατε την ρίζαν της πλεονεξίας και μη φροντίζετε με αγωνίαν και στενοχωρίαν δια την ζωήν σας, τι θα φάγετε και τι θα πίετε, ούτε δια το σώμα σας, τι θα ενδυθήτε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερο από την τροφήν και το σώμα πιο πολύ από το ένδυμα; Ο Θεός λοιπόν , που σας έδωκε τα ανώτερα ταύτα, θα σας δώση και τα κατώτερα, την τροφήν δηλαδή και το ένδυμα.
26 Κυττάξατε τα πετεινά ,που πετούν εις τον αέρα, και ίδετε, ότι αυτά δεν σπείρουν, ούτε θερίζουν, ούτε μαζεύουν εις αποθήκας δια τον χειμώνα ή τον καιρόν της στερήσεως. Και όμως ο Πατήρ σας ο επουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν αξίζετε πολύ περισσότερον από αυτά;

27 Δια να καταλάβετε δε ,πόσον ανόητος και ανίσχυρος είναι η μερίμνά σας αυτή ,σας ερωτώ: Ποίος από σας, οσονδήποτε και αν φροντίση, ημπορεί να προσθέση εις το ανάστημά του έναν πήχυν; Κανείς. Τι κατορθώνετε λοιπόν με την μέριμνάν σας;
28 Και δια το ένδυμα διατί κυριεύεσθε από ανήσυχον και αγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρήσατε τα άνθη, που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, με ποίον τρόπον αυξάνουν. Δεν κοπιάζουν, ούτε γνέθουν.
29 και όμως σας λέγω, ότι ούτε ο σοφός εις επινοήσεις Σολομών ,με όλην την εξακουσμένην βασιλικήν μεγαλοπρέπειάν του και την λαμπράν και ένδοξον περιβολήν και παράστασίν του, δεν περιεβλήθη ένδυμα τόσον ωραίον και θαυμάσιον , όπως περιβάλλεται ένα από τα άνθη αυτά.
30 Εάν δε ο Θεός τόσον μεγαλοπρεπώς ενδύη τα αγριοχόρταρα , που φυτρώνουν μόνα των εις τον αγρόν, και που δεν έχουν προορισμόν να ζήσουν αιώνια, όπως σείς, αλλά σήμερον υπάρχουν και αύριον ρίπτονται εις τον φούρνον ως καύσιμον υλικόν, δεν θα δώση ένδυμα πολύ περισσότερον εις σας, ω ολιγόπιστοι;
31 Μη καταληφθήτε λοιπόν ποτέ από ανήσυχον φροντίδα λέγοντες, τι θα φάγωμεν ή τι θα πίωμεν ή τι θα περιβληθώμεν ως ένδυμα;
32 Διότι οι εθνικοί και ειδωλολάτραι ,που αγνοούν ολοτελώς τα ασυγκρίτου αξίας ουράνια αγαθά, ζητούν όλα αυτά τα μάταια και φθαρτά, ως τα μόνα σοβαρά και απαραίτητα . Σεις όμως μη ανησυχήτε δι’ αυτά, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει ,ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά και συνεπώς θα σας τα δώση αυτός.
33 Ζητείτε δε πρωτίστως και κυρίως τα πνευματικά αγαθά της βασιλείας του Θεού και την απόκτησιν των αρετών, που ο Θεός ζητεί από σας ως όρον, δια να σας χαρίση τα αγαθά τούτα, και τότε όλα αυτά τα επίγεια θα σας δοθούν μαζί με εκείνα.

34 Μη κυριευθήτε λοιπόν από ανήσυχον φροντίδα δι’ όσα ενδέχεται να παρουσιασθούν κατά την αύριον. Διότι η αυριανή ημέρα θα φροντίση δι’ όσα θα σας συμβούν κατ’ αυτήν. Αρκεί δια την ημέραν η ιδική της σκοτούρα και ταλαιπωρία.




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄

Συνέχεια της επί του Όρους ομιλίας.

Στιχ. 1-6. Δεν πρέπει να κατακρίνωμεν


Μη κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
2 ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.
3 τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;
4 ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;
5 ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
6 Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς.

Μετάφραση

Μη κατακρίνετε ασυμπαθώς τον πλησίον σας ,δια να μην κατακριθήτε υπό του Θεού.
2 Διότι με την αυτήν ασυμπαθή και αυστηράν κρίσιν, με την οποίαν κατακρίνετε, θα κατακριθήτε, και με το αυτό μέτρον, με το οποίον εξετάζετε και καταδικάζετε τας πράξεις του πλησίον, θα μετρηθή και δια σας υπό του θεού η πολιτεία και συμπεριφορά σας.
3 Διατί δε βλέπεις το σαριδάκι, που είναι εις το μάτι του αδελφού σου, το δοκάρι δε , που είναι εις το μάτι σου, δεν το αισθάνεσαι και δεν το καταλαβαίνεις; Διατί το μικρό σφάλμα του αδελφού σου το βλέπεις, μένεις δε αναίσθητος εμπρός εις το ιδικόν σου και βαρύτατον σφάλμα;
4 Ή πως θα είπης εις τον αδελφόν σου ,άφησε να βγάλω το σαριδάκι από το μάτι σου. επίτρεψόν μου να διορθώσω το μικρόν σφάλμα σου; Και ιδού εις το μάτι σου το δοκάρι. Ιδού συ κατέχεσαι από βαρύτατον ελάττωμα.

5 Υποκριτά, που προσποιείσαι, ότι από ζήλον υπέρ της αρετής και από αγάπην θέλεις να διορθώσης τους άλλους, αν πράγματι ο ζήλος σε κινή, βγάλε πρώτον το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδης καθαρά δια να βγάλης και το σαριδάκι από το μάτι του αδελφού σου.
6 Η συμπάθεια όμως και η αποφυγή της κατακρίσεως των ελαττωμάτων και κακιών του πλησίον δεν πρέπει να φθάνη μέχρι αδιακρισίας. Υπάρχει και περίπτωσις , που πρέπει με προσοχήν πολλήν να εξετάζετε τον χαρακτήρα του πλησίον. Προσέχετε να μη δώσετε το άγιον μυστήριον της πίστεως εις ανθρώπους , που ως άλλοι κύνες ζουν βίον αεβή και αναίσχυντον. ούτε να παραθέτετε τους πολυτίμους μαργαρίτας της χριστιανικής αληθείας εμπρός εις ανθρώπους, οι οποίοι ως άλλοι χοίροι ζουν εις τον βόρβορον των παθών. Υπάρχει μέγας κίνδυνος μήπως καταπατήσουν αυτούς με τα πόδια των και στραφούν να σας κατασπαράξουν ή οπωσδήποτε να σας βλάψουν.

Στιχ. 7-11. Τα αποτελέσματα της προσευχής.

7 Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·


8 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.
9 ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;
10 καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;

11 εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;

Μετάφραση

7 Όσον δε αφορά εις τας δικάς σας ελλείψεις και ελαττώματα, να ζητήτε από τον Θεόν και θα δοθή εις σας αυτό, που ζητείτε, αρκεί να μην είναι άτοπον ή επιβλαβές εις σας. Γυρεύετε να εύρετε το ζητούμενον και θα το εύρετε, εφ’ όσον σας είναι ωφέλιμον. Κτυπάτε την θύραν της θείας προστασίας και θα σας ανοιχθή.
8 Διότι καθένας που ζητεί παρά του Θεού ,λαμβάνει. Και καθένας που γυρεύει, ευρίσκει. Και εις καθένα που κτυπά την θύραν της θείας προστασίας ,θα ανοιχθή αύτη.
9 Και δια να πεισθήτε περί τούτου σας ερωτώ: Ποίος άνθρωπος από σας ,που θα του ζητήση ο υιός του άρτον, είναι δυνατόν να του δώση λίθον αντί άρτον;
10 Και εάν του ζητήση ψάρι ,μήπως θα του δώση φίδι αντί ψαριού;
11 Εάν λοιπόν σεις, καίτοι είσθε ατελείς και διεφθαρμένοι από το προπατορικόν αμάρτημα, γνωρίζετε να δίδετε ωφέλιμα πράγματα εις τα τέκνα σας, πόσω μάλλον ο Πατήρ σας ο ουράνιος, που είναι γεμάτος αγαθότητα, θα δώση καλά και ωφέλιμα εις εκείνους , που του ζητούν;

Στιχ. 12-20. Ο χρυσούς κανών. Οι δύο δρόμοι. Προσοχή από τους ψευδοπροφήτας.

12 Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται.

3 Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς.
14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!
15 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.
16 ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;

17 οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ.
18 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν.
19 πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.

20 ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς.


Μετάφραση

12 Και δια να συγκεφαλαιώσω λοιπόν όλα, όσα προηγουμένως σας είπα, σας προσθέτω: Όλα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άνθρωποι, τα ίδια να κάνετε και σεις εις αυτούς. Διότι αυτό κατ’ ουσίαν είναι ο νόμος και οι προφήται, το να αγαπάτε δηλαδή τους πλησίον σαν τον εαυτόν σας.

13 Μη αποθαρρυνθήτε από τας δυσκολίας, που εις την αρχήν θα σας παρουσιάση η εφαρμογή του χρυσού αυτού νόμου και κανόνος. Προσπαθήσατε να έμβητε εις τον δρόμον της αρετής δια της στενής πύλης απαρνούμενοι τον αμαρτωλόν βίον σας. Χρειάζεται δε προσπάθεια επίμονος εις τούτο. Διότι είναι πλατεία η θύρα και ευρύχωρος ο δρόμος, που αποπλανά εις την αιώνιαν απώλειαν της κολάσεως, και πολλοί είναι εκείνοι που εισέρχονται εις αυτήν, διότι με ευκολία μεγάλην και χωρίς τον παραμικρόν αγώνα εμβαίνει κανείς εις αυτήν. Ο δρόμος της αμαρτίας είναι ευρύχωρος.
14 Πόσον είναι στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίας και κινδύνους και πιέσεις ο δρόμος ,που φέρει εις την αιώνιαν ζωήν ,επειδή πρέπει κανείς να αντισταθή και να αντιδράση όχι μόνον εις τας κακάς παρακινήσεις των ανθρώπων, αλλά και εις τας κακάς συνηθείας και κλίσεις του εαυτού του. Δι’ αυτό ολίγοι είναι εκείνοι, που ευρίσκουν τον δρόμον αυτόν.
15 Εάν δε θέλετε να εύρετε τον δρόμον αυτόν της αιωνίου σωτηρίας, προσέχετε να μη παρασυρθήτε από κακούς οδηγούς. προσέχετε από τους ψευδοπροφήτας, που έρχονται εις σας με το εξωτερικόν φαινόμενον της αθωότητος και ημερότητος του προβάτου , από μέσα των δε είναι άγριοι και αισχροκερδείς, σαν λύκοι που αρπάζουν.
16 Από την διαγωγήν των και τα έργα των, που σαν άλλον καρπόν παράγουν, θα τους μάθετε καλά. Μήπως συλλέγουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τους τριβόλους σύκα;

17 Όπως δε δεν συλλέγουν από τα αγκάθια σταφύλια και από τους τριβόλους σύκα, έτσι κάθε δένδρον χρήσιμον, που έχει χυμούς καλούς, παράγει καλούς καρπούς, το δε άχρηστον δένδρον παράγει καρπούς αχρήστους ή και επιβλαβείς.
18 Δεν είναι δυνατόν δένδρον χρήσιμον να βγάλη καρπούς επιβλαβείς , ούτε δένδρον, που έχει χυμούς κακούς, να βγάλη καρπούς καλούς. Έτσι και ο αγαθός άνθρωπος εναρέτους πράξεις θα παραγάγη. Ο δε πονηρός και υποκριτής θα δείξη την πονηρίαν του εις την διαγωγήν του και θα γίνη ευδιάκριτος από τους άλλους.
19 Κάθε δένδρον, που δεν παράγη χρήσιμον καρπόν, κόπτεται και ρίπτεται εις την φωτιάν. Αυτό θα πάθουν και οι υποκριταί.

20 Δεν είναι δε δύσκολον να τους διακρίνετε. Διότι από όσα είπομεν συνάγεται το συμπέρασμα, ότι ασφαλώς και βεβαίως από τα έργα, που σαν άλλους καρπούς θα έχουν, θα τους γνωρίσετε καλά.

Στιχ. 21-29. Να εφαρμόζωμεν τας εντολάς του Θεού.

21 Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
22 πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;
23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.
24 Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν·
25 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.
26 καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον·
27 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη.
28 Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·
29 ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.

Μετάφραση

21 Προσέχετε ακόμη, μήπως παραπλανηθήτε και από τον εαυτόν σας. Πρέπει να ξεύρετε, ότι όχι καθένας που μου λέγει με επίμονον επίκλησιν της θεότητός μου, Κύριε, Κύριε, θα εισέλθη εις την βασιλείαν των ουρανών, αλλ’ εκείνος θα εισέλθη εις αυτήν, που εκτελεί το θέλημα του Πατρός μου, ο οποίος είναι εις τους ουρανούς.
22 Πολλοί θα μου είπουν κατά την ημέραν εκείνην της επικλήσεως. Κύριε, Κύριε, δια της πίστεώς μας εις σε ως Μεσσίαν και Υιόν του Θεού δεν επροφητεύσαμεν; και δια της πίστεώς μας εις σε δεν εβγάλαμεν δαιμόνια; και δια της πίστεώς μας εις σε δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά; Και τώρα λοιπόν δεν θα έμβωμεν εις την βασιλείαν σου;

23 Και τότε θα διακηρύξω καθαρά εις αυτούς, ότι ουδέποτε σας ανεγνώρισα ως δικούς μου. Φύγετε μακράν από εμέ σείς, που ειργάζεσθε την ανομίαν ,διότι τα χαρίσματά μου τα εχρησιμοποιήσατε όχι προς δόξαν ιδικήν μου, αλλά κατά τα ιδικά σας θελήματα και δια τους εγωιστικούς σκοπούς σας.

24 Θα αναγνωρίσω ως ιδικούς μου εκείνους μόνον, που θα έχουν καλά και ενάρετα έργα. Καθένας λοιπόν που ακούει τους λόγους μου αυτούς και εκτελεί αυτούς, θα τον παραβάλω προς άνδρα φρόνιμον, που έκτισε το σπίτι του επάνω εις την πέτραν ,εις το στερεόν δηλαδή και αδιάσειστον θεμέλιον της διδασκαλίας μου και του παραδείγματός μου.
25 Και κατέβη η βροχή εις την στέγην του σπιτιού και ήλθον τα ποτάμια της νεροποντής εις τα θεμέλιά του, και εφύσηξεν οι άνεμοι εις τους τοίχους του, και έπεσαν επάνω εις το σπίτι αυτό και δεν εκρημνίσθη,διότι ήτο θεμελιωμένον επάνω εις την πέτραν της πίστεως και της υπακοής εις εμέ.

26 Και καθένας, που ακούει τους λόγους μου αυτούς και δεν τους εκτελεί θα είναι όμοιος προς άνθρωπον ανόητον, που έκτισε το σπίτι του όχι εις στερεόν θεμέλιον, αλλ’ επάνω εις την άμμον.

27 Και κατέβη η βροχή και ήλθαν τα ποτάμια, που σχηματίζονται από την βροχήν, και εφύσηξαν οι άνεμοι και εκτύπησαν εις το σπίτι εκείνο και έπεσε. Και ήτο η πτώσις του ολοκληρωτική και πλήρης.

28 Και συνέβη, όταν ο Ιησούς ετελείωσε τους λόγους αυτούς, τα πλήθη επί πολλήν ώραν έμεναν εκστατικά και έκπληκτα από την διδασκαλίαν του.
29 Διότι τους εδίδασκε πάντοτε με εξουσίαν και κύρος σαν νομοθέτης και κριτής και αυθεντικός γνώστης της αληθείας και όχι σαν τους γραμματείς ,οι οποίοι προς βεβαίωσιν των λεγομένων τους ανεφέροντο εις τον νόμον ή εις τας παραδόσεις των παλαιοτέρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄

Στιχ. 1-17. Ο Κύριος θεραπεύει τον λεπρόν, τον δούλον του εκατοντάρχου, την πενθεράν του Πέτρου και άλλους ασθενείς.


Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί.
2 Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι.
3 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα.
4 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς.
5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων·

6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος.

7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν.

8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου.

9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ.

10 ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον.
11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν,
12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.
13 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ.
14 Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· 15 καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ.
16 ᾿Οψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν,
17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν.

Μετάφραση


Όταν δε κατέβη από το όρος , τον ηκολούθησαν πλήθη λαού πολλά.

2 Και ιδού ένας λεπρός ήλθε και τον επροσκύνει γονατιστός λέγων. Κύριε, εάν θέλης, έχεις την δύναμιν να με καθαρίσης από τας πληγάς και τα εξανθήματα του ακαθάρτου νοσήματός μου.
3 Και αφού άπλωσε την χείρα του ο Ιησούς, τον ήγγισε λέγων. Θέλω ,καθαρίσου. Και αμέσως εκαθαρίσθη η λέπρα του και έγινε τελείως υγιής ο λεπρός.

4 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. πρόσεξε να μην είπης εις κανένα το θαύμα της θεραπείας σου, αλλά πήγαινε και δείξε τον εαυτόν σου εις τον ιερέα και πρόσφερε το δώρον, που διέταξεν ο Μωυσής ,δια να χρησιμεύση η εξέτασίς σου από τον ιερέα και η προσφορά του δώρου σου ως μαρτυρία και απόδειξις εις τον ιερέα και εις τους Ιουδαίους, ότι και συ εθεραπεύθης τελείως και εγώ δεν ήλθον να καταλύσω τον νόμον.
5 Όταν δε ο Ιησούς εμβήκεν εις την Καπερναούμ, ήλθε προς αυτόν εις εκατόνταρχος, ο οποίος τον παρεκάλει και του έλεγε.

6 Κύριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος εις το σπίτι παραλυτικός και βασανίζεται τρομερά από πόνους.

7 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς. Θα έλθω εγώ εις το σπίτι σου και θα τον θεραπεύσω.

8 Και ο εκατόνταρχος απεκρίθη και είπε. Κύριε, δεν είμαι άξιος δια να εισέλθης κάτω από την στέγην του σπιτιού μου. Αλλά μόνον ειπέ με απλούν λόγον αυτό που θέλεις, και θα ιατρευθή ο δούλος μου.

9 Διότι και εγώ άνθρωπος είμαι, υπεξούσιος, που λαμβάνω διαταγάς από ανωτέρους, έχων υπό τας διαταγάς μου στρατιώτας. και λέγω εις τούτον τον στρατιώτην . πήγαινε, και πηγαίνει. και εις τον άλλον λέγω. Ελθέ, και έρχεται. Και εις τον δούλον μου λέγω. κάμε αυτό, και το εκτελεί. Πόσω μάλλον θα εκτελεσθή ο λόγος ο ιδικός σου, που δεν είσαι υπό τας διαταγάς κανενός, αλλ’ έχεις εξουσίαν επί όλων των αοράτων δυνάμεων;

10 Όταν δε ήκουσε τους λόγους αυτούς ο Ιησούς, εθαύμασε και είπεν εις εκείνους , που τον ηκολούθουν. Αληθώς σας λέγω, ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών ,οι οποίοι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού, δεν εύρον τόσον μεγάλην πίστιν.
11 Σας διαβεβαιώ δε, ότι πολλοί σαν τον εκατόνταρχον θα έλθουν από ανατολήν και δύσιν, από όλα τα μέρη του κόσμου, και θα παρακαθήσουν ως εις άλλο ευφρόσυνον δείπνον μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις την βασιλείαν των ουρανών.

12 Εκείνοι δε, που κατάγονται από τον Αβραάμ και σύμφωνα προς τας επαγγελίας και υποσχέσεις του Θεού εις τον Αβραάμ είναι κληρονόμοι της βασιλείας , θα ριφθούν έξω από αυτήν εις το σκότος το τελείως απομακρυσμένον από την βασιλείαν. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων.
13 Και είπεν ο Ιησούς εις τον εκατόνταρχον. Πήγαινε εις το σπίτι σου και όπως επίστευσες, ότι δηλαδή με μόνον τον λόγον και από μακρυά δύναμαι να θεραπεύσω τον δούλον σου, έτσι ας γίνη εις σε. Πράγματι δε κατά την στιγμήν εκείνην εθεραπεύθη ο δούλος του.
14 Και όταν ήλθεν ο Ιησούς εις το σπίτι του Πέτρου, είδε την πενθεράν του κατάκοιτον και ασθενή από πυρετόν.

15 Και ήγγισε την χείρα της και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός και εσηκώθη τελείως υγιής και αφού δεν ησθάνετο ουδέ την παραμικράν εξάντλησιν, τον υπηρέτει.

16 Όταν δε έγινεν εσπέρα, έφεραν προς αυτόν πολλούς δαιμονιζομένους. και εξεδίωξε τα πονηρά πνεύματα από αυτούς με ένα και μόνον προστακτικόν λόγον. Και όλους, όσοι έπασχον από άλλα νοσήματα, τους εθεράπευσε.

17 Δια να λάβη πλήρη επαλήθευσιν και πραγματοποίησιν εκείνο, που ελέχθη από το Πνεύμα του Θεού δια μέσου του προφήτου Ησαϊου, που είπεν. Αυτός επήρε τας ασθενείας μας και εβάστασεν επάνω του τας νόσους μας τιμωρηθείς ως αντιπρόσωπός μας δια τας αμαρτίας μας. Και ούτω δεν εθεράπευσε μόνον τας ψυχάς μας, αλλ’ έλαβε εξουσίαν να ιατρεύη και τας σωματικάς μας ασθενείας.

Στιχ. 18-22. Ο Ιησούς ζητεί αυταπάρνησιν.

18 ᾿Ιδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν.

19 Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ.

20 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ.


21 ῞Ετερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου.

22 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.


Μεταφραση


18 Όταν δεν είδεν ο Ιησούς πολλά πλήθη λαού να συναθροίζωνται τριγύρω του, διέταξε τους μαθητάς να ετοιμάσουν πλοίον, δια να αναχωρήσουν μαζί του εις την απέναντι παραλιακήν χώραν της Περαίας.
19 Και αφού προσήλθε κάποιος γραμματεύς ,του είπε. Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω, εις όποιο μέρος κι αν πηγαίνης.

20 Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν. Αι αλεπούδες έχουν τρύπες, που τας χρησιμοποιούν ως φωλεάς, και τα πετεινά του ουρανού έχουν μέρη που κουρνιάζουν, ο δε υιός του ανθρώπου ( δηλαδή εγώ, που εγεννήθηκα από μόνην την Παρθένον και είμαι ο κατ’ εξοχήν και γνωστός εκ της υποσχέσεως του Θεού εις τον Αδάμ άνθρωπος, που ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλιν ως κριτής ένδοξος επί των νεφελών του ουρανού ) δεν έχει ούτε που να ακουμβήση την κεφαλήν του. Μη περιμένης λοιπόν και συ σωματικάς ανέσεις και αναπαύσεις, αλλά λάβε τας αποφάσεις σου γνωρίζων εκ προτέρου, ότι η ζωή των ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίας, όπως και η ιδική μου.
21 Άλλος δε από τους μαθητάς του είπεν εις αυτόν. Κύριε, επίτρεψόν μου πρώτον να απέλθω και να θάψω τον πατέρα μου και μετά τούτο θα σε ακολουθήσω παντού.

22 Ο δε Ιησούς προβλέπων , ότι η επιστροφή του μαθητού εις το σπίτι του θα τον έρριπτεν εις σοβαράς κληρονομικάς φροντίδας και διαμάχας, που θα του εψύχραιναν τον ζήλον, του είπεν. Ακολούθει με και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι φαίνονται μεν ζωντανοί, πράγματι όμως λόγω της απιστίας των είναι πνευματικώς νεκροί, να θάψουν τους νεκρούς ,που είναι ιδικοί τους, διότι και αυτοί εν απιστία απέθανον.

Στιχ. 23-27. Τρικυμία και γαλήνευσις της θαλάσσης.

23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
24 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε.
25 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα.
26 καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.

27 οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;

Μετάφραση

23 Και όταν αυτός εμβήκεν εις το πλοίον, τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του.

24 Και ιδού έγινε τρικυμία μεγάλη εις την θάλασσαν, η οποία έσειεν από το βάθος τα νερά της μέχρι σημείου, ώστε το πλοίον να σκεπάζεται από τα κύματα. αυτός δε εκοιμάτο.

25 Και αφού ήλθαν κοντά του οι μαθηταί του, τον εξύπνησαν λέγοντες. Κύριε, σώσε μας . χανόμεθα.

26 Και λέγει εις αυτούς. Διατί είσθε δειλοί, ω ολιγόπιστοι; Τότε ,αφού εσηκώθη όρθιος, διέταξε με αυστηρότητα τους ανέμους και την θάλασσαν, και έγινεν αμέσως μεγάλη γαλήνη.

27 Οι άνθρωποι δε, όσοι είδαν και όσοι ήκουσαν το θαύμα, εθαύμασαν λέγοντες. Τι άνθρωπος είναι αυτός; Είναι πολύ μεγαλύτερος από ό, τι τον εθεωρούσαμεν έως τώρα, διότι και οι άνεμοι και η θάλασσα υπακούουν εις αυτόν.

Στιχ. 28-34 . Θεραπεία δύο δαιμονιζομένων.

28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης.

29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;

30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη.

31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων.

32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν.

33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων.

34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν

Μετάφραση

28 Και όταν αυτός ήλθεν εις το απέναντι μέρος, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον συνήντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα εκεί μνήματα, εις τα οποία ευχαριστούντο να κατοικούν. Ήσαν δε και οι δύο επιθετικοί και πολύ επικίνδυνοι, ώστε να μη μπορή κανείς να περάση από τον δρόμον εκείνον.


29 Και έξαφνα από τον φόβον των εφώναξαν δυνατά και είπαν. Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού υιέ του Θεού; Ήλθες εδώ πρόωρα, προ του καιρού της παγκοσμίου κρίσεως , δια να μας βασανίσης;

30 Υπήρχε δε μακράν από αυτούς κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκεν εκεί.

31 Και οι δαίμονες τον παρεκάλουν λέγοντες. Εάν πρόκειται να μας βγάλης έξω απ’ εδώ, επίτρεψόν μας να απέλθωμεν εις το κοπάδι των χοίρων.


32 Και επειδή αυτοί ,που έτρεφον τους χοίρους, έπραττον παρά τον μωσαϊκόν νόμον, που απηγόρευεν ως ακάθαρτον το χοιρινόν κρέας, ο Κύριος τιμωρών την παρανομίαν ταύτην είπεν εις τους δαίμονας. Πηγαίνετε. Αυτοί δε αφού εβγήκαν από τους ανθρώπους, επήγαν εις τους χοίρους. Και ιδού με μανίαν ώρμησεν όλον το κοπάδι των χοίρων από το επάνω μέρος του κρημνού προς τα κάτω εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά της λίμνης.

33 Εκείνοι δε, που έβοσκαν τους χοίρους, έφυγαν και αφού επήγαν εις την πόλιν, ανήγγειλαν όλα, όσα συνέβησαν και ιδιαιτέρως το τι συνέβη με τους δαιμονιζομένους.

34 Και ιδού όλοι οι κάτοικοι της πόλεως εβγήκαν δια να συναντήσουν τον Ιησούν, και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα σύνορά τους, εκ φόβου μήπως πάθουν και μεγαλύτερα κακά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄

Στιχ. 1-8. Η θεραπεία του παραλυτικού της Καπερναούμ.

Και ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.
2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.
3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ.
4 καὶ ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν;
5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει;
6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου.

7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

Μετάφραση


Και αφού εμβήκεν εις το πλοίον, επέρασε δια μέσου της λίμνης εις το απέναντι μέρος , και ήλθεν εις την ιδικήν του πόλιν, την Καπερναούμ.
2 Και ιδού έφεραν προς αυτόν ένα παραλυτικόν, τον οποίον είχαν βάλει επάνω εις το κρεββάτι. Και ο Ιησούς όταν είδε την πίστιν, που είχαν και ο παραλυτικός και εκείνοι, που τον έφεραν ,είπεν εις τον παραλυτικόν , ο οποίος ευρίσκετο εις ανησυχίαν μήπως αι αμαρτίαι του γίνουν εμπόδιον εις την θεραπείαν του. Έχε θάρρος , παιδί μου. Σου έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σου.
3 Και ιδού μερικοί από τους γραμματείς είπαν μέσα τους . Αυτός βλασφημεί σφετεριζόμενος δικαίωμα , το οποίον μόνον ο Θεός έχει.
4 Και ο Ιησούς την ιδίαν στιγμήν είδε εις τα βάθη των καρδιών των τους διαλογισμούς των και είπε. Διατί διαλογίζεσθε μέσα εις τας καρδίας σας σκέψεις κακοπροαιρέτους;


5 Είναι δε πράγματι αι σκέψεις σας κακόγνωμοι και κακοπροαίρετοι , διότι, τι είναι ευκολώτερον; Να είπη ,κανείς. Είναι συγχωρημέναι αι αμαρτίαι σου, ή να είπη, σήκω όρθιος και περιπάτει; Σεις θεωρείτε δυσκολώτερον το τελευταίον τούτο.
6 Δια να μάθετε λοιπόν τώρα ,ότι ο υιός του ανθρώπου, ο Μεσσίας, ο εκπρόσωπος της ανθρωπότητος και ένδοξος Κριτής αυτής κατά την δευτέραν παρουσίαν του, έχει εξουσίαν να συγχωρή επί της γης αμαρτίας- τότε λέγει εις τον παραλυτικόν . Σήκω όρθιος και πάρε εις τους ώμους σου το κρεββάτι σου και πήγαινε εις το σπίτι σου.

7 Και πράγματι εκείνος εσηκώθη και επήγεν εις το σπίτι του.

8 Όταν δε τα πλήθη του λαού είδαν αυτό, που έγινεν ,εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος έδωκε δια του Χριστού εις τους ανθρώπους τέτοιαν εξουσίαν ,του να συγχωρούνται αι αμαρτίαι, συγχρόνως δε να ιατρεύωνται με έναν λόγον ασθένειαι του σώματος αθεράπευτοι.

Στιχ. 9-13. Κλήσις του Ματθαίου.

9 Καὶ παράγων ὁ ῾Ιησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.

10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ ᾿Ιησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ.
11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν;
12 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες.
13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν.

Μετάφραση

9 Το ότι δε εθεράπευε και τας ψυχάς ο Κύριος, το έδειξε και πάλιν ύστερα από ολίγον. Σαν έφυγε δηλαδή απ ‘ εκεί και διέβαινε πλησίον της λίμνης ,είδεν ο Ιησούς ένα άνθρωπον, που εκάθητο εις την τράπεζαν της εισπράξεως των φόρων και ο οποίος τώρα ονομάζεται Ματθαίος. Και εις τον τελώνην αυτόν λέγει ο Ιησούς. Ακολούθει με. Και εκείνος εσηκώθη και τον ηκολούθησε.
10 Και συνέβη, όταν αυτός είχε γείρει εις την τράπεζαν και έτρωγεν εις το σπίτι του Ματθαίου, και ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ήλθαν και εκάθηντο μαζί με τον Ιησούν και τους μαθητάς του.

11 Και όταν είδαν αυτό οι Φαρισαίοι, είπαν εις τους μαθητάς του. Διατί ο Διδάσκαλός σας τρώγει μαζί με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς;

12 Ο Ιησούς δε, όταν ήκουσε τους λόγους τούτους, είπε προς αυτούς. Δεν έχουν ανάγκη ιατρού οι υγιείς, αλλ’ εκείνοι , που δεν είναι καλά εις την υγείαν τους και είναι άρρωστοι.

13 Πηγαίνετε δε να μάθετε ,τι σημαίνει εκείνο, που είπεν ο προφήτης Ωσηέ. Θέλω έλεος και συμπάθειαν και όχι εξωτερικήν θυσίαν, που δεν εμψυχώνεται από εσωτερικήν αγαθήν διάθεσιν και ευσπλαχνίαν. Εγώ ηξεύρω τι κάνω. Διότι δεν ήλθα από τον ουρανόν δια να καλέσω εκείνους, που νομίζουν τους εαυτούς των δικαίους, αλλ’ ήλθα να καλέσω τους αμαρτωλούς , δια να μετανοήσουν και να σωθούν.

Στιχ. 14-17. Ερώτησις περί νηστείας.

14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ ᾿Ιωάννου λέγοντες· διατί ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι;
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ᾿ ὅσον χρόνον μετ᾿ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν.
16 οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ράκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται.

17 οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ρήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται.

Μετάφραση

14 Τότε ήλθαν εις αυτόν οι μαθηταί του Ιωάννου και είπαν. Διατί ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολύ ,οι δε μαθηταί σου δεν νηστεύον;
15 Και είπεν εις αυτούς ο Ιησούς. Μήπως είναι δυνατόν οι προσκαλεσμένοι εις γάμον φίλοι του γαμβρού να πενθούν και να νηστεύουν, ενόσω είναι μαζί τους ο γαμβρός και εορτάζεται ο γάμος; Έτσι και οι μαθηταί μου, εφ’ όσον εγώ ο Νυμφίος της Εκκλησίας είμαι μαζί τους, δεν είναι δυνατόν να πενθούν. Θα έλθουν όμως ημέραι, που θα πάρουν από αυτούς τον Νυμφίον, και τότε θα νηστεύσουν και θα πενθήσουν και θα κακοπαθήσουν.
16 Κανείς δεν πρέπει να βάλλη επάνω εις παλαιόν ρούχον εμβάλωμα από τεμάχιον υφάσματος ,καινούριου, το οποίον ως αμεταχείριστον είναι σκληρόν.διότι το καινούριο αυτό κομμάτι, που ετέθη ως συμπλήρωμα ,μαζεύει και αποσπά από το παλαιόν ρούχον το μέρος, επί του οποίου είναι αι ραφαί, και το σχίσιμον γίνεται χειρότερον. Έτσι και η νέα μου διδασκαλία δεν είναι ωφέλιμον να προσκολληθή επάνω εις εξωτερικούς τύπους, που επάληωσαν και είναι εφθαρμένοι. Διότι και οι εξωτερικού τύποι θα αχρηστευθούν επιβλαβώς και η διδασκαλία μου θα νοθευθή.
17 Ούτε βάλλουν μούστον εις ασκούς παληούς, που δεν αντέχουν εις την βράσιν του μούστου. Ει δ’ άλλως σπάζουν οι ασκοί, και ο οίνος χύνεται έξω και οι ασκοί θα χαθούν και θα γίνουν άχρηστοι. Αλλά βάλλουν μούστον εις ασκούς καινούριους, που αντέχουν, και έτσι και τα δύο, και οι ασκοί δηλαδή και ο μούστος διατηρούνται. Έτσι και τώρα οι Φαρισαίοι, και όσοι τους ακολουθούν, είναι παλαιοί ασκοί, που δεν μπορούν να βαστάσουν την νέαν διδασκαλίαν μου , την οποίαν θα παραλάβουν οι μαθηταί μου, που ομοιάζουν προς νέα ενδύματα και νέους ασκούς.

Στιχ. 18-38. Η ανάστασις της θυγατρός του Ιαείρου, θεραπεία της αιμορροούσης, των δύο τυφλών, του κωφού και άλλαι θεραπείαι.

18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται.

19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ.

20 Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ.

21 ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι.

22 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

23 Καὶ ἐλθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον, λέγει αὐτοῖς·

24 ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ.

25 ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον.

26 καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην.

27 Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ ᾿Ιησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ.

28 ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε.

29 τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν.

30 καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω.

31 οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ.

32 Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον·

33 καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ ᾿Ισραήλ.

34 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.

35 Καὶ περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

36 ᾿Ιδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.

37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι.

38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν αὐτοῦ.


Μετάφραση

18 Ενώ δε τους έλεγε ταύτα ο Ιησούς, ιδού κάποιος άρχων της συναγωγής, αφού τον επλησίασεν ,τον επροσκύνει λέγων ότι η θυγάτηρ μου προ ολίγου απέθανεν. αλλ’ ελθέ και βάλε την χείρα σου επάνω της και θα ζήση.

19 Και ο Ιησούς, αφού εσηκώθη από την τράπεζαν, τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του.

20 Και ιδού μία γυναίκα, που έπασχεν από αιμορραγίαν επί δώδεκα χρόνια, επλησίασεν απ’ οπίσω κρυφά, επειδή εντρέπετο να γίνη φανερόν το νόσημά της, και ήγγισε το άκρον του εξωτερικού του ενδύματος.

21 Έπραξε δε τούτο, διότι έλεγε μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμά του, θα γίνω υγιής.

22 Ο Ιησούς όμως έστρεψεν οπίσω και σαν την είδεν ,είπεν. Έχε θάρρος ,κόρη μου. Η πίστις και πεποίθησις που είχες, ότι θα εθεραπεύεσο, εάν ήγγιζες το ένδυμά μου, σε έχει θεραπεύσει. Και έγινε τελείως υγιής από την ώραν εκείνην.

23 Και όταν ήλθεν ο Ιησούς εις το σπίτι του άρχοντος και είδεν εκείνους που έπαιζαν με τον αυλόν θλιβερά μοιρολόγια και το πλήθος των συγγενών και γνωρίμων να δημιουργούν με τον θρήνον τους θόρυβον, λέγει εις αυτούς.

24 Φύγετε απ’ εδώ ,διότι το κοράσιον δεν απέθανεν, αλλά κοιμάται. Και εκείνοι τον επεριγελούσαν , διότι ήσαν βέβαιοι ότι το κοράσιον ήτο πεθαμένο.

25 όταν δε το πλήθος εβγήκεν έξω, εμβήκεν εις το δωμάτιον της νεκράς και έπιασε το χέρι της και ανεστήθη το κοράσιον.

26 Και διεδόθη η φήμη περί του θαύματος εις όλην την χώραν εκείνην.
27 Και ενώ επροχώρει απ’ εκεί ο Ιησούς , τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι εφώναζαν δυνατά και έλεγαν. Σπλαγχνίσου μας και ιάτρευσέ μας ,ένδοξε απόγονε του Δαβίδ.

28 Όταν δε ήλθεν εις το σπίτι, ήλθαν πλησίον του οι τυφλοί ,και λέγει προς αυτούς ο Ιησούς. Πιστεύετε ,ότι έχω την δύναμιν να κάνω αυτό που ζητείτε; Λέγουν εις αυτόν εκείνοι. Ναι, Κύριε.

29 Τότε ήγγισε με τα δάκτυλά του τα μάτια τους και είπε. Σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη εις σας.

30 Και ήνοιξαν τα μάτια τους . και με αυστηρότητα παρήγγειλεν εις αυτούς ο Ιησούς και τους είπε. Προσέχετε ,κανείς να μη μάθη το θαύμα που σας έκαμα.

31 Αυτοί όμως, όταν εβγήκαν από το σπίτι, διέδωσαν την φήμην του ως θαυματουργού και Μεσσίου εις όλην την χώραν εκείνην.

32 Όταν δε οι δύο αυτοί έβγαιναν από το σπίτι, ιδού έφεραν προς τον Ιησούν άνθρωπον, που κατείχετο από δαιμόνιον και ήτο κουφός και άλαλος.

33 Και αφού εξεδιώχθη το δαιμόνιον, ωμίλησεν ο κωφός και εθαύμασαν τα πλήθη του λαού και έλεγαν. Ουδέποτε εφάνησαν τέτοια θαύματα εις το έθνος του Ισραήλ. Ούτε όταν οι προφήται και οι λοιποί άγιοι άνδρες εθαυματούργουν εν μέσω αυτού.

34 Οι φαρισαίοι όμως έλεγαν. Με την βοήθειαν και συνέργειαν του αρχηγού των δαιμόνων βγάζει από τους πάσχοντας τα δαιμόνια.

35 και περιήρχετο ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία, διδάσκων εις τας συναγωγάς και κηρύττων το χαρμόσυνο κήρυγμα της βασιλείας του θεού και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και αδιαθεσίαν μεταξύ του λαού.

36 Όταν δε είδε τα πλήθη του λαού., ησθάνθη συμπάθειαν και πόνο δι’ αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραμελημένοι, σαν πρόβατα, που δεν έχουν ποιμένα να τα προφυλάξη και να τα οδηγήση εις τόπους βοσκής.

37 Τότε λέγει εις τους μαθητάς του. τα μεν ώριμα δια θερισμόν στάχυα είναι πολλά, οι δε εργάται , που θα τα θερίσουν, είναι ολίγοι. Πολλοί είναι οι ευδιάθετοι να δεχθούν το ευαγγέλιον και να σωθούν, ολίγοι όμως είναι οι πνευματικοί εργάται, που θα υπηρετήσουν εις το πνευματικόν αυτό έργον.

38 Παρακαλέσατε λοιπόν τον Θεόν, που είναι ο κύριος και ιδιοκτήτης της ωρίμου προς θερισμόν σποράς, να βγάλη και αποστείλη εργάτας εις τον θερισμόν του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄

Στιχ. 1-31. Οι δώδεκα μαθηταί, το έργο και η εξουσία των.


Και προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν.

2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, ᾿Ιάκωβος ὁ τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος,
4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.
5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε·
6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ.
7 Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.
9 μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν,

10 μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ράβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ.
11 εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε.

12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ.

13 ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ' αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω.
14 καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν.
15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ.
16 ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.

17 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς·
18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν.
19 ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε.
20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν.
21 Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς·

22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται.
23 ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ ᾿Ισραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

24 Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ.
25 ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ;
26 Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται.
27 ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων.

28 καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ.
29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν.
30 ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί.
31 μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς.


Μετάφραση


Και αφού επροσκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν και δύναμιν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα βγάζουν από τους ανθρώπους και να θεραπεύουν κάθε είδος ασθενείας και κακοδιαθεσίας .

2 Των δε δώδεκα αποστόλων τα ονόματα είναι αυτά. πρώτος καταριθμείται ο Σίμων, ο οποίος υπό του Χριστού και των ακολούθων του ωνομάζετο Πέτρος, και Ανδρέας ο αδελφός του, Ιάκωβος ο υιός Ζεβεδαίου και Ιωάννης ο αδελφός του,

3 Φίλιππος και Βαρθολομαίος, Θωμάς και Ματθαίος, που διετέλεσε τελώνης, Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και Λεββαίος, ο οποίος επωνομάσθη Θαδδαίος,

4 Σίμων ο Κανανίτης, ήτοι ο ζηλωτής ,και Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και τον παρέδωκεν εις τους εχθρούς του δια να τον θανατώσουν.

5 Τους δώδεκα αυτούς απέστειλεν ο Ιησούς και τους έδωκε παραγγελίας λέγων. Εις δρόμον ,που θα σας οδηγήση εις χώραν κατοικουμένην από ειδωλολάτρας, να μη μεταβήτε, και εις πόλιν ,που ανήκει εις Σαμαρείτας, να μη εμβήτε.

6 Πηγαίνετε δε καλύτερα εις τα χαμένα πρόβατα ,που κατάγονται από το γένος του Ισραήλ.

7 Εκεί δε, που πηγαίνετε, κηρύττετε λέγοντες, ότι επλησίασεν η επί της γης έλυσις και εγκαθίδρυσις της βασιλείας των ουρανών. Μετ’ ολίγον ιδρύεται η Εκκλησία, εις την οποίαν δια του κηρύγματος του ευαγγελίου και της χάριτος των μυστηρίων θα μεταδίδεται εις τους πιστούς η θεία ζωή της επουρανίου βασιλείας.

8 Προς επιβεβαίωσιν δε του κηρύγματός σας, σας δίδω εξουσίαν και δύναμιν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να εκβάλλετε δαιμόνια. Δωρεάν ελάβατε την χάριν αυτήν της θαυματουργίας, δωρεάν και χωρίς να λαμβάνετε χρήματα δώσατέ την και σεις.
9 Μη αποκτήσετε χρυσά, ούτε αργυρά, ούτε χαλκά νομίσματα, τα οποία να φυλάττετε εις τας ζώνας σας.


10 Ούτε σάκκον ν’ αποκτήσετε δια να βάζετε εις αυτόν ψωμί δια τον δρόμον, που θα κάμετε. Ούτε δύο υποκάμισα, ούτε υποδήματα, εκτός από τα πέδιλα, που θα φορήτε, αλλ’ ούτε και ράβδον. Σας είναι περιττά αυτά. Διότι είσθε εργάται, που εργάζεσθε δια την πνευματικήν ωφέλειαν των ανθρώπων και ο εργάτης είναι δίκαιον να λαμβάνη την τροφήν του από εκείνους, δια τους οποίους μοχθεί.
11 Εις όποιαν δε πόλιν ή χωρίον μεταβήτε, εξετάσατε ποίος είναι εις αυτήν με καλήν υπόληψιν άξιος να σας φιλοξενήση. Και εις το σπίτι εκείνου μείνατε, έως ότου αναχωρήσετε από την πόλιν εκείνην.

12 Όταν δε εμβαίνετε εις το σπίτι του ανθρώπου, που σας τον εσύστησαν ως άξιον, δώσατε χαιρετισμόν και ευχήν εις αυτό λέγοντες. Ας έλθη ειρήνη εις το σπίτι αυτό.

13 Και εάν μεν οι κατοικούντες εις το σπίτι αυτό αποδειχθούν άξιοι του ευαγγελίου δια της πίστεως με την οποίαν θα το δεχθούν, ας έλθη ειρήνη, την οποίαν του ηυχήθητε, εις αυτούς. Εάν όμως δεν είναι άξιοι, η ειρήνη σας ας επιστρέψη εις σας και ας αυξηθή έτσι η ειρήνη, την οποίαν έχετε.

14 Και όποιος δεν σας δεχθή μηδέ ακούση τους λόγους σας, καθώς θα βγαίνετε έξω από το σπίτι του ή από την πόλιν εκείνην, που δεν σας εδέχθη, τινάξατε καλά την σκόνην, που επήραν τα πόδια σας από τον τόπον εκείνον, ώστε τίποτε από αυτούς να μη μείνη επάνω σας, αλλά και εις σημείον ,ότι δεν έχετε πλέον καμμίαν σχέσιν μαζί των.
15 Αληθώς σας λέγω, ότι κατά την ημέραν της κρίσεως θα είναι περισσότερον επιεικής η τιμωρία δι’ εκείνους, που έζησαν εις την χώραν των Σοδόμων και των Γομόρρων, παρά δια την πόλιν εκείνη, που δεν εδέχθη τους απεσταλμένους μου.

16 Ιδού εγώ ο Κύριος σας σας στέλλω δια να είσθε σαν πρόβατα ήμερα εν μέσω αιμοβόρων λύκων, προς τους οποίους ομοιάζουν οι εχθρού του ευαγγελίου, οι κυριευμένοι από τα άγρια πάθη της σαρκός. Αφού λοιπόν τόσον δεινή θα είναι η θέσις σας, φροντίσατε να είσθε φρόνιμοι σαν τα φίδια , ώστε να μη εκθέτετε τον εαυτόν σας εις ανωφελείς και ανοήτους κινδύνους ,και άκακοι και απλοί σαν τας περιστεράς.

17 Έχοντες δε ως μόνον όπλον την φρόνησιν και ακακίαν αυτήν, προφυλάττεσθε από τους ανθρώπους. Διότι θα σας παραδώσουν εις συνέδρια δια να καταδικασθήτε από αυτά και εις τας συναγωγάς των επί παρουσία του λαού θα σας μαστιγώσουν .
18 Και εις ηγεμόνας δε και εις βασιλείς θα σας σύρουν ως κατηγορουμένους δι’ εμέ, δια να δώσετε μαρτυρίαν περί εμού , που να την ακούσουν και αυτοί και οι εθνικοί, ώστε να μη προφασίζωνται ύστερον, ότι δεν ήκουσαν κήρυγμα.

19 Όταν δε σας παραδώσουν δια να προσαχθήτε εις δικαστήρια ή βασιλείς, μη ζαλισθήτε από την ταραχώδη φροντίδα περί του πως θα ομιλήσετε ή τι θα είπετε. Διότι κατ’ εκείνην την ώραν της απολογίας σας θα σας δοθή από τον Θεόν τι θα είπετε.

20 Θα σας δοθή δε τι να είπετε, διότι δεν θα είσθε εσείς , που θα ομιλήτε τότε, αλλά το Πνεύμα του Θεού, ο οποίος είναι κατά χάριν Πατέρας σας . Το Πνεύμα αυτό θα λαλή μεταχειριζόμενον ως όργανά του σας.
21 Δεν θα είναι δε μόνο οι ξένοι εναντίον σας, αλλά και οι άνθρωποι του σπιτιού σας. Θα παραδώση εις θάνατον ο αδελφός ο άπιστος τον αδελφόν του, που επίστευσεν εις το ευαγγέλιον, και ο πατέρας ο άπιστος το τέκνον του , που επίστευσε, και θα επαναστατήσουν τα άπιστα παιδιά κατά των πιστών γονέων τους δια να τους θανατώσουν.

22 Και θα μισήσθε εξακολουθητικώς από όλους δι’ εμέ. Εκείνος όμως , που εις τας δοκιμασίας αυτάς θα δείξη υπομονήν μέχρι τέλους, αυτός θα σωθή.

23 Όταν δε σας διώχνουν εις την πόλιν αυτήν, φεύγετε και πηγαίνετε εις την άλλην, δια να εξακολουθήσετε εκεί το έργον σας. Μη σας περάση δε από τον νουν ,ότι ημπορεί να μη σας υπολειφθούν πλέον πόλεις, εις τας οποίας να καταφεύγετε , όταν θα σας διώχνουν. Διότι αληθώς σας λέγω, ότι δεν θα προφθάσετε να περιέλθετε όλας τας πόλεις του Ισραήλ, έως ότου επέλθη η δίκαια κρίσις του υιού του ανθρώπου, που θα τιμωρήση τους διώκτας σας.
24 Μη παραξενεύεσθε δε από τους διωγμούς αυτούς. Κάθε μαθητής, ενόσω εξακολουθεί να είναι μαθητής, δεν είναι ποτέ ανώτερος από τον διδάσκαλόν του. ούτε κανείς δούλος είναι ανώτερος από τον κύριόν του.
25 Είναι αρκετόν εις τον μαθητήν να λάβη την ιδίαν τύχην, την οποίαν και ο διδάσκαλός του. και πρέπει να μένη ικανοποιημένος ο δούλος, εάν λάβη την αυτήν τύχην, την οποίαν και ο κύριος του. Και εμέ, που είμαι ο διδάσκαλός σας και κύριός σας, δεν με καταδιώκουν; Εάν εμέ , που είμαι νοικοκύρης εις τον οίκον του Θεού ,εκάλεσαν Βεελζεβούλ , άρχοντα των δαιμονίων δηλαδή, πόσο μάλλον θα καλέσουν έτσι σας, που είσθε οι οικιακοί μου;
26 Αφού δε από προτήτερα ξεύρετε ,ότι όπως εδίωξαν και εσυκοφάντησαν εμέ, έτσι θα διώξουν και θα συκοφαντήσουν και σας, λοιπόν μη φοβηθήτε αυτούς. Όποιαν συκοφαντίαν και αν είπουν εναντίον σας, γρήγορα θα καταπέση. Διότι δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένον, που να μη ξεσκεπασθή, και τίποτε κρυφόν, που να μη γίνη γνωστόν. Και το ευαγγέλιον λοιπόν, εάν τώρα είναι γνωστόν εις ολίγους μόνον, εις τους πολλούς δε είναι άγνωστον και σκεπασμένον, θα γίνη γνωστόν με το κήρυγμά σας και θα φανερωθή η αλήθειά του, τότε και αι συκοφαντίαι που θα είπουν εναντίον σας και κατά του κηρύγματός σας θα καταπέσουν.
27 Εκείνο που τώρα σας λέγω ιδιαιτέρως, είπατέ το δημοσία. Και εκείνο που ακούετε τώρα μυστικά εις το αυτί, κηρύξατέ το από τις ταράτσες, ώστε να το ακούσουν όλοι.

28 Και επειδή κείνοι, που θα κηρύττουν το ευαγγέλιον, θα καταδιώκονται από τους απίστους, μη φοβηθήτε απ’ εκείνους, που θανατώνουν το σώμα, αλλά δεν έχουν την δύναμιν να θανατώσουν και την ψυχήν. Φοβηθήτε όμως ασυγκρίτως περισσότερον τον Θεόν, ο οποίος έχει την δύναμιν να ρίψη εις την κόλασιν και εις την αιώνιαν δυστυχίαν του Άδου και την ψυχήν και το σώμα.
29 Και να ακόμη θα σας θανατώνουν, μη νομίσετε ότι ο Θεός σας εγκατέλιπε και δι’ αυτό θανατώνεσθε. Όχι. Δύο σπουργίτια δεν πωλούνται αντί δέκα λεπτών; Και όμως εν από αυτά δεν θα πέση νεκρόν εις την γην, χωρίς να το επιτρέψη ο Πατήρ σας.
30 Όσον δε δια σας, μάθετε ότι ακόμη και αι τρίχες της κεφαλής σας, διά μίαν από τας οποίας σεις μικράν ή καμμιάν φροντίδα λαμβάνετε, και τον αριθμόν των οποίων αγνοείτε, όλαι έχουν αριθμηθή . Ο Θεός δηλαδή έχει γνώσιν και περί αυτών ακόμη των ελαχίστων, που σας συμβαίνουν, εις τα οποία σεις μικράν δίδετε σημασίαν.
31 Αφού λοιπόν ο Θεός τόσον ενδιαφέρεται δια σας και τόσον παρακολουθεί όσα συμβαίνουν, μη φοβηθήτε ποτέ. Διαφέρετε σεις και είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι από πολλά στρουθία.

Στιχ.32-42.Να ομολογώμεν την πίστιν μας εις τον Χριστόν.

32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς·
33 ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
34 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν.

35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς·
36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ.


37 ῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος·
38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος.
39 ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν.

40 ῾Ο δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. 41 ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται.

42 καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.


Μετάφραση

32 Μη λογαριάζετε λοιπόν τους διωγμούς και τους κινδύνους, αλλά λογαριάζετε τας μεγάλας αμοιβάς ,που σας περιμένουν. Καθένας που θα με ομολογήση ως Σωτήρα του και Θεόν του εμπρός εις τους ανθρώπους, που καταδιώκουν την πίστιν μου, θα τον ομολογήσω και εγώ ως πιστόν ακόλουθόν μου εμπρός εις τον Πατέρα μου, που είναι εις τους ουρανούς..
33 Εκείνον δε ,που θα με αρνηθή ως Θεάνθρωπον Σωτήρα εμπρός εις τους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ και εγώ και δεν θα τον αναγνωρίσω ως δικόν μου εμπρός εις τον Πατέρα μου , που είναι εις τους ουρανούς.

34 Μη νομίσετε, ότι ήλθα να φέρω εις την γην μίαν τέτοιαν ειρήνην, όπως την φαντάζονται αυτοί, που περιμένουν τον Μεσσίαν ως επίγειον βασιλέα και κατακτητήν. Όχι. Δεν ήλθα δια να επιφέρω ειρήνην, αλλά μάχαιραν και διαίρεσιν και διχασμόν , ( δια τα οποία όμως υπεύθυνος είναι η κακία των ανθρώπων και όχι το ευαγγέλιόν μου ) .
35 Διότι ήλθον να χωρίσω τον πιστόν και ευθύν άνθρωπον από τον άπιστον και διεστραμμένον πατέρα του, και την κόρην από την μητέραν της, και την νύμφην από την πενθεράν της.

36 Και εχθροί του πιστού ανθρώπου θα είναι οι άνθρωποι του σπιτιού του, που δεν θα δεχθούν το ευαγγέλιόν μου , το οποίον φέρει την αληθινήν και ουράνιαν ειρήνην.
37 Εκείνος , που αγαπά τον πατέρα του ή την μητέρα του παραπάνω από εμέ, και αρνείται εμέ δια να μη χωρισθή από τους γονείς του, δεν αξίζει για μένα. Και εκείνος, που αγαπά τον υιόν του ή την θυγατέρα του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται μαθητής μου.
38 Και εκείνος, που δεν παίρνει την απόφασιν να υποστή θάνατον σταυρικόν και δεν ακολουθεί με την απόφασιν αυτήν οπίσω μου μιμούμενος κατά πάντα το παράδειγμά μου, δεν αξίζει για μένα.
39 Εκείνος, που εν καιρώ διωγμών θα αποφύγη το μαρτύριον και θα διασώση την σωματικήν ζωήν του, θα χάση την υψηλοτέραν και μακαρίαν ζωήν, την οποίαν κερδίζει κανείς δια του μαρτυρίου. Και εκείνος, που θα χάση την ζωήν του δια την πίστιν του εις εμέ, θα κερδήση την υψηλοτέραν και μακαρίαν ζωήν.
40 Αι μεγάλαι δε αυταί αμοιβαί δεν είναι μόνον δια σας, που θα κηρύττετε το ευαγγέλιον. Και εκείνος, που σας υποδέχεται προς φιλοξενίαν ως διακόνους του ευαγγελίου μου, υποδέχεται όχι σας, αλλά εμέ. Και εκείνος που υποδέχεται εμέ, υποδέχεται αυτόν τον Θεόν, που με απέστειλεν εις τον κόσμον.
41 Εκείνος, που υποδέχεται και υποστηρίζει και συντρέχει προφήτην, λόγω του ότι είναι προφήτης, θα λάβη την αυτήν ανταμοιβήν, την οποίαν και ο προφήτης. Και εκείνος, που υποδέχεται τον δίκαιον, λόγω του ότι είναι δίκαιος, θα λάβη την αυτήν ανταμοιβήν, την οποίαν και ο δίκαιος.

42 Και εκείνος, που θα ποτίση ένα από τους κατά κόσμον μικρούς και ασήμους τούτους μαθητάς μου, έστω και ένα μόνον ποτήριον κρύο νερό , που προχείρως θα το πάρη από την πηγήν και δεν θα υποβληθή εις τον κόπον να το βράση. και θα προσφέρη την ελαχίστην αυτήν ή παρομοίαν εξυπηρέτησιν εις αυτόν ,λόγω του ότι είναι μαθητής μου, αληθώς σας λέγω, δεν θα χάση εις την μέλλουσαν ζωήν την ανταμοιβήν, η οποία του ανήκει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ΄

Και ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν

Μετάφραση

Και όταν ετελείωσεν ο Ιησούς να δίδη εντολάς και οδηγίας εις τους δώδεκα μαθητάς του και έφυγαν αυτοί δια την περιοδείαν των, ανεχώρησε και αυτός απ’ εκεί, δια να συνεχίση την κατ’ ιδίαν διδασκαλίαν του εις τα σπίτια και το δημόσιον κήρυγμά του εις τας συναγωγάς και τα λοιπά δημόσια κέντρα των ιουδαϊκών πόλεων.

Στιχ. 2-15 .Το μεγαλείον του Ιωάννου του Βαπτιστού.

2 ῾Ο δὲ ᾿Ιωάννης ἀκούσας ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ
3 εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;

4 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε ᾿Ιωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε·
5 τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται·

6 καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.
7 Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ ᾿Ιωάννου· τί ἐξήλθετε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον;
8 ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν.
9 ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου.
10 οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου.
11 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν

12 ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν ᾿Ιωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν.
13 πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως ᾿Ιωάννου προεφήτευσαν.
14 καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός ἐστιν ᾿Ηλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι.

15 ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.


Μετάφραση


2 Ο Ιωάννης δε, όταν ήκουσε μέσα εις την φυλακήν τα θαύματα του Χριστού, έστειλε δύο από τους ιδικούς του μαθητάς

3 και του είπε: Συ είσαι ο Μεσσίας, που ασφαλώς από ώραν εις ώραν πρόκειται να έλθη εις τον κόσμον ,ή πρέπει να περιμένωμεν άλλον; Και έκαμε την ερώτησιν αυτήν ο Ιωάννης, δια να στηριχθούν με την απάντησιν εις την πίστιν προς τον Χριστόν οι κλονισμένοι μαθηταί του.
4 Και απεκρίθη ο Ιησούς και τους είπε. Πηγαίνετε και διηγηθήτε εις τον Ιωάννην εκείνα που ακούετε και βλέπετε.

5 Ό, τι επροφήτευσεν ο Ησαΐας δια την δράσιν του Μεσσίου, πραγματοποιείται ήδη επακριβώς. Τυφλοί δηλαδή αποκτούν το φως των και βλέπουν πάλιν, και κουτσοί περιπατούν ελεύθερα. λεπροί καθαρίζονται από την λέπραν και κωφοί ακούουν, νεκροί ανασταίνονται και περιφρονημένοι πτωχοί και άσημοι ακούουν το χαροποιόν άγγελμα της ουρανίου βασιλείας, η οποία θα τους φέρη την ευδαιμονίαν και δόξαν.
6 Και μακάριος είναι εκείνος, που δεν θα λάβη αφορμήν να πέση πνευματικώς και να σκληρυνθή λόγω του εξωτερικού φαινομένου της ταπεινώσεως εις την οποίαν υπεβλήθην, δια να σώσω τον άνθρωπον.
7 Όταν δε αυτοί ανεχώρησαν , ήρχισεν ο Ιησούς να λέγη εις τα πλήθη του λαού περί του Ιωάννου. Τι εβγήκατε να ιδήτε εις την έρημον, την εποχήν που εκήρρυτεν εκεί ο Ιωάννης; Μήπως εβγήκατε να δείτε κανένα άνθρωπον άστατον, ο οποίος να ομοιάζη με κάλαμον, που σαλεύεται από κάθε φύσημα αέρος; Όχι βέβαια.
8 Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Άνθρωπον ντυμένον μαλακά φορέματα και μαλθακόν και όχι σκληραγωγημένον; Ιδού αυτοί, που φορούν τα μαλακά, μένουν εις τα ανάκτορα των βασιλέων ως αυλικοί αυτών.

9 Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Προφήτην; Ναι, σας λέγω, και περισσότερον από προφήτην, διότι αυτός ηξιώθη να ίδη τον προφητευόμενον Μεσσίαν, επί πλέον δε επροφητεύθη η δράσις και η απόστολή του.
10 Διότι αυτός είναι εκείνος, δια τον οποίον έχει γραφή υπό του Μαλαχίου. Ιδού εγώ αποστέλλω τον αγγελιαφόρον μου αμέσως προτήτερα από σε, ο οποίος θα προετοιμάση τον δρόμον σου εμπρός από σε, και θα προπαρασκευάση τας ψυχάς να σε δεχθούν.

11 Αληθώς σας . δεν έχει αναφανή μεταξύ των ανθρώπων, που εγεννήθησαν έως τώρα από γυναίκας, άλλος μεγαλύτερος κατά την αξίαν από Ιωάννην τον βαπτιστήν. Πρέπει όμως να ξεύρετε και τούτο. ότι ο έσχατος και ο πλέον ταπεινός και άσημος εις την βασιλείαν των ουρανών, η οποία θεμελιώνεται από εμέ επί της γης, ( δηλαδή το τελευταίον μέλος της Εκκλησίας μου) είναι υπό την έποψιν των θείων χαρισμάτων και της σωτηριώδους γνώσεως, τα οποία απολαμβάνει εντός της Εκκλησίας μου, μεγαλύτερος από τον Ιωάννην, ο οποίος δεν απήλαυσε τας δωρεάς και τα χαρίσματα της καινής Διαθήκης.
12 Νέοι χρόνοι ήλθαν τώρα. Άλλη η προ του Ιωάννου εποχή και άλλη η εποχή η σημερινή. Από την εποχήν που ήρχισε το κήρυγμά του ο Ιωάννης έως τώρα, η βασιλεία των ουρανών, την οποίαν δεν ημπορούσε κανείς να αποκτήση, κερδίζεται δια της βίας, και εκείνοι, που μεταχειρίζονται σπουδήν και βίαν επί του εαυτού των την αρπάζουν γρήγορα ,πριν τους φύγη, και την κρατούν σφιγκτά.
13 Ναι. ήρχισεν άλλη εποχή από τας ημέρας του Ιωάννου. Διότι όλοι οι προφήται και ο νόμος μέχρι του Ιωάννου επροφήτευσαν, τώρα δε ταύτα αρχίζουν να πραγματοποιούνται .
14 Και εάν έχετε καλήν διάθεσιν να το παραδεχθήτε, αυτός είναι ο Ηλίας, που κατά την προφητείαν του Μαλαχίου επρόκειτο να έλθη προ της ελεύσεως του Μεσσίου. Τόσον μεγάλη, τόσον ένδοξος είναι η νέα αυτή εποχή.
15 Εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά δια να ακούη με ενδιαφέρον και κατανοή αυτά που λέγω, ας τα ακούη και ας κατανοή, ότι ο Μεσσίας ήλθε.

Στιχ. 16-24. Ο Κύριος προλέγει την τιμωρίαν των πόλεων της Γαλιλαίας ,διότι δεν επίστευσαν.


16 Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν·
17 ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε.
18 ἦλθε γὰρ ᾿Ιωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει.


19 ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς!
20 Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν·
21 οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμεναι μετενόησαν.
22 πλὴν λέγω ὑμῖν, Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν.
23 καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήσῃ· ὅτι εἰ ἐν Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον.
24 πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί.


Μετάφραση

16 Αλλά προς ποίον να παρομοιάσω την διεστραμμένην αυτήν γενεάν, η οποία δεν έχει αυτιά δια να ακούη; Είναι όμοια προς παιδιά ανόητα και οκνηρά , που κάθηνται εις τας αγοράς ,τα οποία φωνάζουν δυνατά εις τους φίλους των και λέγουν.

17 Σας εμπαίξαμε χαρούμενα με τον αυλόν και δεν εχορεύσατε. σας εμοιρολογήσαμεν και σας είπαμεν τραγούδια θλιβερά και δεν εκτυπήσατε τα στήθη και την κεφαλήν κλαίοντες απαρηγόρητα.
18 Της γενεάς αυτής οι άνθρωποι είναι δύστροποι και δεν μπορεί κανείς να τους εύρη πουθενά. Διότι ήλθεν ο Ιωάννης , ο οποίος ούτε έτρωγεν ούτε έπινεν όπως οι άλλοι άνθρωποι , αλλ’ έζη ασκητικά ,και είπαν δι’ αυτόν. Είναι υποχόνδριος και μελαγχολικός και έχει μέσα του δαιμόνιον.
19 Ήλθεν ο υιός του ανθρώπου ,που τρώγει και πίνει ως εγκρατής αλλά κοινωνικός άνθρωπος ,και λέγουν. Ιδού άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος των τελωνών και των αμαρτωλών. Και εθαυμάσθη η θεία σοφία ως δικαία και ως εργασθείσα σοφώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, όχι από όλους, όπως θα έπρεπε, αλλά μόνον από τους πράγματι συνετούς και πνεύμα έχοντας σοφίας ανθρώπους.
20 Τότε ήρχισεν ο Ιησούς να μέμφεται και να ταλανίζη τας πόλεις, εις τας οποίας είχαν γίνει τα περισσότερα θαύματά του, διότι δεν μετενόησαν.

21 Αλλοίμονον εις σε ,Χοραζίν, αλλοίμονον εις σε, Βηθσαϊδά, διότι εάν εις τας φημισμένας δια την κακίαν τους ειδωλολατρικάς πόλεις Τύρον και Σιδώνα είχαν γίνει τα μεγάλα θαύματα, που έγιναν εις σας, προ πολλού οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει και θα εξωτερίκευαν την συντριβήν δια τας αμαρτίας των φορούντες σάκκον δι’ ένδυμα και ρίπτοντες στάκτην επί της κεφαλής των.

22 Σας φαίνεται υπερβολικόν τούτο. Αλλά σας λέγω, ότι κατά την ημέραν της κρίσεως οι κάτοικοι της Τύρου και Σιδώνος θα υποστούν ελαφροτέραν τιμωρίαν παρά εσείς.

23 Και συ Καπερναούμ, που έγινες κατοικία του ενανθρωπήσαντος Κυρίου και δι’ αυτό υψώθης δοξασμένη μέχρι του ουρανού, θα καταβιβασθής εντροπιασμένη μέχρι του Άδου. Διότι εάν είχαν γίνει εις τα Σόδομα τα μεγάλα θαύματα , που έγιναν εις σε, δεν θα κατεστρέφοντο, αλλά θα μετενόουν οι κάτοικοί των και τα Σόδομα θα έμεναν μέχρι της σήμερον ημέρας.

24 Και αυτό θα φανή παράδοξον εις τους κατοίκους σου. Σας διαβεβαιώ όμως, ότι δια τους κατοίκους της χώρας των Σοδόμων θα είναι περισσότερον υποφερτή η τιμωρία παρά εις σε κατά την ημέραν της κρίσεως.

Στιχ.25-27. Αι θείαι αλήθειαι φανερώνονται εις τους ταπεινούς.

25 ᾿Εν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις·


26 ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.
27 Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι.

Μετάφραση

25 Κατ’ εκείνον τον καιρόν έλαβε τον λόγον ο Ιησούς και είπε. Σε ευχαριστώ ,Πάτερ, ως κύριον και εξουσιαστήν και κυβερνήτην πάνσοφον και δίκαιον του ουρανού και της γης. Σε ευχαριστώ, διότι πανσόφως και εν δικαιοδύνη ενεργών απέκρυψας τας μυστηριώδεις και ουρανίους ταύτας αληθείας από ανθρώπους, που νομίζουν ότι είναι σοφοί και συνετοί, και εφανέρωσας τα σωτηριώδη αυτά μυστήρια εις απλούς και αφελείς και ταπεινούς. Και εξαρτάται λοιπόν τώρα η γνώσις της σωτηριώδους αληθείας, όχι από εξυπνάδα διανοητικήν, που μόνον ολίγοι την έχουν, αλλ’ από την ταπεινήν διάθεσιν, που όλοι όσοι θέλουν ημπορούν να την αποκτήσουν.
26 Ναι. σε ευχαριστώ ,Πάτερ, διότι έτσι ήρεσεν εις σε και τέτοια υπήρξεν η αγαθή και δικαία θέλησίς σου.

27 Όλα παρεδόθησαν εις εμέ από τον Πατέρα μου και έλαβον και ως άνθρωπος πάσαν εξουσίαν και δύναμιν. Και επειδή έχω ως Λόγος την αυτήν ουσίαν με τον Πατέρα μου και είμαι άπειρος ως εκείνος, κανείς άλλος δεν γνωρίζει τελείως τον Υιόν και ποία είναι η φύσις και αι βουλαί του Υιού παρά μόνον ο Πατήρ. Ο άπειρος μόνον υπό του απείρου δύναται πλήρως και τελείως να γνωσθή. Ούτε τον πατέρα λοιπόν γνωρίζει κατά βάθος και κατά την ουσίαν αυτού άλλος κανείς παρά μόνον ο Υιός , εν μέρει δε τον γνωρίζει και εκείνος, εις τον οποίον ο Υιός θα θελήση να τον αποκαλύψη.

Στιχ. 28-30. Ο Κύριος προσκαλεί εις μετάνοιαν.

28 Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς.

29 ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν·
30 ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Μετάφραση

28 Θέλει δε ο Υιός να καταστήση γνωστόν τον πατέρα του εις όλους, όσοι έχουν ειλικρινή πόθον να λάβουν την γνώσιν αυτήν. Και δι΄αυτό σας προσκαλεί: Έλθετε προς εμέ όλοι, όσοι είσθε κοπιασμένοι και φορτωμένοι από το βάρος της αμαρτίας και των θλίψεων και από το φόρτωμα των φαρισαϊκών παραδόσεων, με τας οποίας ο θεόπνευστος νόμος μετεβλήθη εις φορτίον δυσβάστακτον. Έλθετε προς εμέ , και εγώ θα σας αναπαύσω.
29 Πάρετε επάνω σας τον ζυγόν της υποταγής εις εμέ και εις την διδασκαλίαν μου, και μάθετε από εμέ, ότι είμαι πράος και ταπεινός κατά το φρόνημα και την εσωτερικήν διάθεσιν, και θα εύρετε ανάπαυσιν και ειρήνην εις τας ψυχάς σας.

30 Διότι ο ζυγός της υπακοής προς εμέ και την διδασκαλίαν μου είναι μαλακός και ωφέλιμος εις αυτόν που τον φέρει. και το φορτίον των υποχρεώσεων και καθηκόντων, που θέτω εγώ επί των οπαδών μου, είναι ελαφρόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ΄

Στιχ. 1-13. Πως αγιάζεται η ημέρα του Θεού.


Εν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν.
2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον αὐτῷ· ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν σαββάτῳ.
3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ;
4 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι;
5 ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσι, καὶ ἀναίτιοί εἰσι;

6 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν ἐστιν ὧδε.

7 εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους.

8 κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου.
9 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν.


10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.
11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ;
12 πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν. 13 τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.



Μετάφραση


Κατ’ εκείνον τον καιρόν εβάδιζεν ο Ιησούς εν ημέρα Σαββάτου δια μέσου των σπαρμένων χωραφιών, οι δε μαθηταί του επείνασαν και ήρχισαν να μαδούν στάχυα και να τρώγουν.

2 Οι Φαρισαίοι όμως, όταν είδαν αυτό, του είπαν. Ιδού οι μαθηταί σου που κάνουν αυτό, που δεν επιτρέπεται να το κάμη κανείς εις ημέραν Σαββάτου.

3 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς. Δεν αναγνώσατε, τι έκαμεν ο Δαβίδ, όταν επείνασεν αυτός και εκείνοι, που ήταν μαζί του;

4 Πως δηλαδή εμβήκεν εις τον οίκον του θεού και έφαγε τους άρτους, που ήσαν βαλμένοι ως θυσία εις τον Θεόν επάνω εις την τράπεζαν της σκηνής, τους οποίους δεν ήτο επιτετραμμένον ούτε εις αυτόν, ούτε εις εκείνους που ήσαν μαζί του να φάγουν, αλλ’ εις μόνους τους ιερείς επετρέπετο τούτο; Και όμως διότι η ανάγκη το επέβαλλεν, οι αφιερωμένοι εις τον Θεόν άρτοι εχρησιμοποιήθησαν δια την διατροφήν ανθρώπων, που δεν ήσαν ιερείς, ο Θεός δε δεν ωργίσθη δια τούτο.

5 Ή δια να σας φέρω και άλλην απόδειξιν, δεν ανεγνώσατε εις τον νόμον, ότι κατά τας ημέρας των Σαββάτων οι ιερείς μέσα εις το ιερόν καταλύουν το Σάββατον με την εργασία , την οποίαν κάνουν κόπτοντες ξύλα , ανάπτοντες φωτιάν, σφάζοντες και τεμαχίζοντες ζώα, προκειμένου να προσφερθούν αι θυσίαι ; Και όμως δια τας εργασίας των αυτάς είναι ανεύθυνοι και ακατηγόρητοι.
6 Σας λέγω δε, ότι εδώ είναι παραπάνω από τον ναόν, διότι οι μαθηταί μου, τους οποίους κατηγορείτε, έμειναν νηστικοί δια την υπηρεσίαν εμού, που είμαι μεγαλύτερος από τον ναόν.
7 Εάν δε είχατε κατανοήσει ,τι σημαίνει, θέλω εύσπλαχνον διάθεσιν και συμπάθειαν και όχι θυσίαν, που δεν συνοδεύεται από πραγματικήν αφοσίωσιν και ειλικρινή αγάπην, δεν θα καταδικάζατε τους αθώους και ελευθέρους κατηγορίας μαθητάς μου.
8 Πράγματι δε είναι αθώοι και ακατηγόρητοι οι μαθηταί μου, διότι ο Υιός του ανθρώπου είναι κύριος και του Σαββάτου. Το Σάββατον είναι θεσμός παιδαγωγικός και ισχύει, μέχρις ου ο άνθρωπος φθάσει εις ηθικήν τελειότητα. Εγώ δε, που είμαι ο κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπος της ανθρωπότητος και ο τέλειος άνθρωπος, έχω εξουσίαν ακόμη και τον θεσμόν του Σαββάτου να τροποποιήσω. Ό, τι δε έκαμαν οι μαθηταί μου το έκαμαν με την σιωπηράν συγκατάθεσίν μου.
9 Και αφού έφυγεν απ’ εκεί, όπου έγινεν η συζήτησις αυτή, ήλθεν εις την συναγωγήν τους.

10 Και ιδού ήτο εκεί άνθρωπος , που είχε ξηρόν και ακίνητον το χέρι του. και τον ηρώτησαν λέγοντες. Εάν επιτρέπεται από τον νόμον να ενεργή κανείς θεραπείας κατά τα Σάββατα ; Και τον ηρώτησαν όχι δια να διδαχθούν, αλλά δια να τον κατηγορήσουν δια την απάντησιν , που θα έδιδεν.

11 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς. Ποίος άνθρωπος από σας θα ευρεθή ,που θα έχη ένα πρόβατον, και εάν πέση τούτο εις την ημέραν Σαββάτου μέσα εις τον λάκκον, δεν θα το πιάση και δεν θα το σηκώση;

12 Πόσον λοιπόν διαφέρει ο άνθρωπος από το πρόβατον; Αναμφιβόλως ο άνθρωπος είναι ασυγκρίτως τιμιώτερος από το πρόβατον. Ώστε επιτρέπεται κατά τας ημέρας Σαββάτων να κάμνη κανείς το καλόν και εις ζώα, αλλά πολύ περισσότερον εις ανθρώπους.

13 Τότε λέγει εις τον άνθρωπον. Άπλωσε το χέρι σου . και εκείνος μολονότι από την ασθένειάν του εδυσκολεύετο να πράξη τούτο, όμως φανερώνων την πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν και το άπλωσε και επανήλθε το χέρι του εις την προτέραν κατάστασιν, υγιές σαν το άλλο.

Στιχ. 14-21. Προφητείαι εκπληρωθείσαι εις τον Ιησούν.

14 ᾿Εξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν.

15 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας,

16 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν,

17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος·

18 ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ·

19 οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ.

20 κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν


21 καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι.



Μετάφραση

14 Αφού δε εβγήκαν από την συναγωγήν οι φαρισαίοι, συνεσκέφθησαν εναντίον του, με ποίον τρόπον να τον θανατώσουν.

15 Ο Ιησούς όμως έμαθε τα σχέδιά των και ανεχώρησεν απ’ εκεί. και ηκολούθησαν αυτόν πλήθη λαού πολλά και εθεράπευσεν όλους ,όσοι ήσαν ασθενείς.

16 Και εντόνως παρήγγειλεν εις αυτούς να μη τον φανερώσουν, ότι εργάζεται τόσα και τέτοια θαύματα.

17 δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση κείνο, που ελέχθη δια του προφήτου Ησαϊου, ο οποίος είπεν.

18 Ιδού ο απεσταλμένος μου, τον οποίον εξέλεξα, ο αγαπητός μου και μονάκριβός μου, εις τον οποίον ευρεστήθη η ψυχή μου. θα βάλω το Πνεύμα μου επάνω του, και θα αναγγείλη εις τα έθνη νέον τέλειον νόμον.

19 Δεν θα φιλονεικήση, ούτε θα βγάλη παραφόρους κραυγάς ,ούτε θα ακούση κανείς την φωνήν του εις τας δημοσίας πλατείας, όπως συμβαίνει με τους δημαγωγούς, που δια σκοπούς ιδιοτελείς ξεσηκώνουν τον λαόν εις θορυβώδη συλλαλητήρια.

20 Ψυχάς, που ομοιάζουν με τσακισμένον κάλαμον, δεν θα συντρίψη, και καρδίας, εις τας οποίας ο θείος φωτισμός πλησιάζει να σβεσθή, ώστε να ομοιάζουν αυταί προς φυτίλι που καπνίζει, δεν θα σβήση, έως ότου να κάμη νικητήν τον νόμον του Θεού, ώστε να επικρατήση ούτος εις τας καρδίας όλων.

21 Και εις το όνομα του ως Μεσσίου και Σωτήρος οι εθνικοί θα στηρίξουν τας προς σωτηρίας ελπίδας των .


Στιχ. 22-32. Η θεραπεία του τυφλού και κωφού. Ο Κύριος θαυματουργεί με την θεϊκήν Του δύναμιν.Η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος.

22 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν·
23 καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυῒδ;
24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων.
25 εἰδὼς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ᾿ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ;
27 καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν.

28 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
29 ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει.
30 ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει.

31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις·

32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι.


Μετάφραση

22 Τότε του έφεραν ένα δαιμονιζόμενον ,που ήτο συγχρόνως τυφλός και κουφός. Και τον εθεράπευσεν ,ώστε ο τυφλός και κουφός και ωμίλει και έβλεπε.

23 Και εξεπλήττοντο όλα τα πλήθη του λαού και έλεγον. Μήπως είναι αυτός ο αναμενόμενος απόγονος του Δαβίδ, ο Μεσσίας;

24 Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν τι έλεγεν ο λαός, εφθόνησαν την δόξαν του Χριστού και είπαν δια να εξουδετερώσουν την εντύπωσιν ,που επροκάλουν τα θαύματά του : Αυτός δεν βγάζει τα δαιμόνια παρά με την βοήθειαν και δύναμιν του Βεελζεβούλ, ο οποίος είναι άρχων των δαιμονίων.
25 Ο Ιησούς όμως εγνώρισε τας αποκρύφους σκέψεις των και τους είπε. Κάθε βασίλειον, το οποίον εχωρίσθη εις κόμματα εχθρικά, ώστε δι’ εμφυλίου πολέμου να στραφή κατά του εαυτού του, καταλήγει εις τελείαν ερήμωσιν. Και κάθε πόλις ή οικία ,που διηρέθη κατά του εαυτού της, δεν θα σταθή, αλλά πέση και θα εξαφανισθή.

26 Και εάν ο σατανάς ,ο άρχων των δαιμονίων, βγάζη δια της βίας τον σατανάν, διηρέθη κατά του εαυτού του. Πως λοιπόν θα σταθή και δεν θα πέση η βασιλεία του;

27 Και εάν εγώ με την συνέργειαν του Βεελζεβούλ βγάζω δαιμόνια, οι μαθηταί και τα πνευματικά σας τέκνα, που εξορκίζουν δαιμόνια, με την δύναμιν ποίου τα βγάζουν; Δια τούτο αυτοί, τους οποίους δεν κατηγορείτε, αλλ’ αφίνετε ελεύθερα να εξορκίζουν, θα είναι δικασταί, που θα καταδικάσουν την υποκρισίαν και τον φθόνον σας.
28 Εάν όμως εγώ με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού βγάζω τα δαιμόνια, αποδεικνύεται από το υπερφυσικόν αυτό γεγονός, ότι κατέφθασε και έπεσεν επάνω σας η βασιλεία του Θεού.
29 Ή αν δεν σας πείθη η απόδειξις αυτή, σας ερωτώ:Πως ημπορεί κανείς να έμβη εις το σπίτι του δυνατού διαβόλου και να αρπάση τους δαιμονιζομένους, που τους κατέχει σαν άψυχα σκεύη, εάν δεν κατανικήση και δεν δέση προτήτερα τον ισχυρόν; Και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. Η δύναμις του διαβόλου λοιπόν όχι μόνον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με εμέ, αλλά τουναντίον κατενικήθη και εξεμηδενίσθη από την δύναμίν μου.
30 Συμβιβασμούς με την παράταξιν του διαβόλου δεν δέχομαι. Εκείνος που δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου. Και εκείνος που δεν μαζεύει μαζί με εμέ τα πνευματικά πρόβατά μου, αυτός σαν άλλος λύκος τα σκορπίζει.
31 Επειδή δε σεις σκορπίζετε μετά του σατανά, δι’ αυτό σας λέγω, πάσα αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθή εις τους ανθρώπους, εφ’ όσον θα μετανοήσουν. Το να αποδίδη όμως κανείς τας πασιφανής ενεργείας του Αγίου Πνεύματος εις το πονηρόν πνεύμα και από πώρωσιν εσωτερικήν να συκοφαντή τα έργα του Αγίου Πνεύματος και έτσι να βλασφημή αυτό, αποτελεί αμαρτίαν, που δεν θα συγχωρηθή εις τους ανθρώπους.
32 Και εκείνος που θα είπη λόγον εναντίον του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού, σκανδαλιζόμενος από το ασθενές φαινόμενον της ανθρωπίνης φύσεώς του, θα συγχωρηθή, διότι ενδέχεται να μετανοήση. Εκείνος όμως που θα είπη βλάσφημον λόγον κατά του Αγίου Πνεύματος, αποδίδων εθελοκάκως και εκ πωρώσεως τας φανεράς ενεργείας του Πνεύματος εις τον Βεελζεβούλ, εσκληρύνθη και δεν είναι δυνατόν να μετανοήση, δι’ αυτό δε δεν θα συγχωρηθή ούτε εις την παρούσαν ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν, αλλά θα τιμωρηθή και εδώ και εκεί.

Στιχ.33-45. Αι πράξεις και οι λόγοι πηγάζουν εκ της καρδίας. Όσοι δεν πιστεύουν ,θα καταδικασθούν.

33 ῍Η ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, καὶ τὸν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται.

34 γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ.
35 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά.
36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως·
37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ.
38 Τότε ἀπεκρίθησάν τινες τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν.
39 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον ᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου.
40 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο ᾿Ιωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας.
41 ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα ᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾿Ιωνᾶ ὧδε.

42 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶνος ὧδε.
43 ῞Οταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει.
44 τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον.

45 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ.



Μετάφραση

33 Ποίος είμαι εγώ και εάν πράγματι συνεργάζωμαι με τον σατανάν, φαίνεται καθαρά από τα έργα μου και την όλην ζωήν μου. Ή παραδεχθήτε και διακηρύξατε το δένδρον, ότι είναι καλόν και ο καρπός αυτού καλός, ή διακηρύξατε το δένδρον κακόν και τον καρπόν αυτού κακόν. Διότι από τον καρπόν του διακρίνεται , τι είδους είναι το δένδρον. Και από τα έργα μου λοιπόν , τα οποία δέχεσθε , ότι είναι ευεργετικά και αγαθά, αποδεικνύεται, ότι δεν έχω καμμίαν σχέσιν με την δύναμιν του πονηρού.
34 Απόγονοι φαρμακερών οχιών, πως μπορείτε σεις να λέγετε καλούς και αγαθούς λόγους, αφού είσθε πονηροί και εξ ολοκλήρου διεφθαρμένοι; Τούτο είναι ηθικώς αδύνατον. Διότι το στόμα ομιλεί εκείνα , από τα οποία είναι γεμάτη η ψυχή και υπερχειλίζουν εις αυτήν.
35 Ο αγαθός άνθρωπος έχει την ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον αγαθών σκέψεων και συναισθημάτων, και βγάζει απ’ εκεί αγαθούς λόγους. Και ο πονηρός άνθρωπος από τον πονηρόν θησαυρόν των φαύλων διανοημάτων και επιθυμιών του βγάζει πονηρά και φαρμακερά και βλάσφημα λόγια.

36 Δια να καταλάβετε δε πόσον αυστηρά θα κριθήτε δια τα βλάσφημα και συκοφαντικά λόγια σας, σας λέγω, ότι δια κάθε λόγον περιττόν και ανωφελή ,τον οποίον θα είπουν τυχόν οι άνθρωποι, θα δώσουν λόγον δι’ αυτόν κατά την ημέραν της κρίσεως.
37 Διότι από τους καλούς σου λόγους θα δικαιωθής, και από τους πονηρούς σου λόγους θα καταδικασθής.

38 Τότε έλαβον τον λόγον μερικοί από τους γραμματείς και τους Φαρισαίους και είπαν. Διδάσκαλε, θέλομεν να ίδωμεν από σε κάποιο εξαιρετικόν και καταπληκτικόν θαύμα, που να μαρτυρή την αποστολήν σου.

39 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε. Γενεά πονηρά και μοιχαλίς, που επρόδωσε την πίστιν της προς τον ουράνιον Νυμφίον ,επιμένει να ζητή θαύμα ,που να δεικνύη φανερώτερον την αποστολήν μου. Αλλά τέτοιο θαύμα δεν θα της δοθή ,παρά το θαύμα ,το οποίον προετυπώνετο και προεικονίζετο από το θαύμα Ιωνά του προφήτου.
40 Διότι , καθώς τότε ο Ιωνάς ήτο μέσα εις την κοιλίαν του κοίτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έτσι θα είναι και ο υιός του ανθρώπου μέσα εις τον τάφον και τα βάθη της γης επί τρία ημερονύκτια.

41 Άνδρες Νινευίται θα αναστηθούν εις την μέλλουσαν κρίσιν μαζί με την γενεάν αυτήν και θα κατακρίνουν αυτήν. Διότι εκείνοι, καίτοι ήσαν αλλοεθνείς και ειδωλολάτραι, μετενόησαν εις το κήρυγμα του Ιωνά, ο οποίος και ξένος ήτο και κανέν θαύμα δεν έκανε εις αυτούς. Και ιδού εδώ πολύ περισσότερα συντείνουν εις το να γίνη δεκτόν το ιδικόν μου κήρυγμα παρ’ όσα συνέτρεχον δια το κήρυγμα του Ιωνά. Διότι προ εμού οι προφήται σας εγνώρισαν τον αληθινόν Θεόν και σας προανήγγειλαν την έλευσίν μου, και εγώ επί μακρόν σας κηρύττω και με θαύματα καταπληκτικά σας αποδεικνύω , ότι δεν είμαι απλούς προφήτης.
42 Η βασίλισσα της νοτιοδυτικής Αραβίας, της χώρας Σαβά, θα αναστηθή κατά την εσχάτην κρίσιν μαζί με την γενεάν αυτήν και θα την κατακρίνη. Διότι ήλθεν η βασίλισσα αυτή από την άκρη του κόσμου να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος, μολονότι ήτο γυνή και δεν εγνώριζε τον αληθινόν θεόν. Και ιδού εδώ είναι περισσότερον από τον Σολομώντα, αφού εγώ δεν είμαι απλώς σοφός , όπως ήτο εκείνος , αλλ’ είμαι αυτή η ενσάρκωσις της θείας Σοφίας.
43 Της απίστου δε και σκληροκαρδίου γενεάς το τέλος θα είναι κάκιστον. Διοτι όταν το ακάθαρτον πνεύμα βγη από τον άνθρωπον ,που οπωσδήποτε μετενόησε, περνά από τόπους, που δεν έχουν νερό και ζητεί ανάπαυσιν ,αλλά δεν ευρίσκει αυτήν. Ανάπαυσιν ευρίσκει, όταν κακοποιή και κυριεύη τον άνθρωπον.
44 Τότε λέγει. θα γυρίσω πάλιν εις το σπίτι μου, εις την καρδίαν του ανθρώπου, από την οποίαν εβγήκα. Και όταν έλθη, ευρίσκει το σπίτι αδειανόν και σαρωμένον και στολισμένον. Ευρίσκει δηλαδή τον άνθρωπον αμέριμνον και μη εργαζόμενον ,αλλά διατεθειμένον να δεχθή πάλιν τον παλαιόν επισκέπτην και γνώριμον.
45 Τότε πηγαίνει και παραλαμβάνει μαζί του πολλά άλλα πνεύματα πονηρότερα από τον εαυτόν του και αφού έμβη πάλιν μαζί με αυτά, κατοικεί πλέον μονίμως εκεί. Και γίνεται η εσχάτη αύτη κατάστασις του ανθρώπου εκείνου χειροτέρα από την πρώτην. Έτσι θα συμβή και εις την πονηράν ταύτην γενεάν, η οποία εφάνη προς στιγμήν, ότι μετενόησεν από το κήρυγμα των προφητών και του Ιωάννου, αλλά όταν ηκούσθη το κήρυγμα του Μεσσίου , έδειξε πάλιν την αυτήν αδιόρθωτον γνώμην.

Στιχ. 46-50. Ποίους ο Κύριος θεωρεί συγγενείς του.

46 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ.
47 εἶπεν δέ τις αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν.
48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου, καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου;
49 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·
50 ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν.
Μετάφραση

46 Ενώ δε αυτός ωμίλει προς τα πλήθη του λαού, ιδού η μητέρα του και οι νομιζόμενοι αδελφοί του εστέκοντο έξω και εζητούσαν να του ομιλήσουν.

47 Είπε δε κάποιος προς αυτόν. Να, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκουν έξω και ζητούν να σου ομιλήσουν.

48 Ο δε Κύριος απεκρίθη και είπεν εις εκείνον, που του είπε τούτο. Ποία είναι η μητέρα μου και ποίοι είναι οι αδελφοί μου;

49 Και αφού ήπλωσε την χείραν του επάνω εις τους μαθητάς του, είπε. Ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου . Είναι αυτοί , καίτοι δεν έχω σαρκικήν συγγένειαν προς τούτους.

50 Διότι εκείνος, που θα κάμη το θέλημα του Πατρός μου, που είναι εις τους ουρανούς, αυτός είναι και αδελφός μου και αδελφή μου και μητέρα μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ΄

Στιχ. 1-52. Η παραβολή του σπορέως, των ζιζανίων, του σινάπεως, της ζύμης, του κρυμμένου θησαυρού, του καλού μαργαρίτου και του δικτύου.



Εν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν θάλασσαν·

2 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα
καθῆσθαι, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει.

3 καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων·

4 ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ἃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ ἐλθόντα τὰ πετεινὰ κατέφαγεν αὐτά·

5 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς,

6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ρίζαν ἐξηράνθη·

7 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ ἀπέπνιξαν αὐτά·

8 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἐξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.

9 ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
10 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον αὐτῷ· διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς;
11 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται.
12 ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.
13 διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι,
14 μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία ῾Ησαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε·
15 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.
16 ῾Υμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν.
17 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν.
18 ῾Υμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος.


19 παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας καὶ μὴ συνιέντος, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ αἴρει τὸ ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ὁ παρὰ τὴν ὁδὸν σπαρείς.

20 ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ εὐθέως μετὰ χαρᾶς δεχόμενος καὶ λαμβάνων αὐτόν·

21 οὐκ ἔχει δὲ ρίζαν ἐν ἑαυτῷ, ἀλλὰ πρόσκαιρός ἐστι, γενομένης δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον εὐθὺς σκανδαλίζεται.

22 ὁ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται.

23 ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ συνιῶν· ὃς δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα.

24 ῎Αλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ·

25 ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν.

26 ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια.

27 προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια;

28 ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά;

29 ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον·

30 ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου.
31 ῎Αλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ·
32 ὃ μικρότερον μέν ἐστι πάντων τῶν σπερμάτων, ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μεῖζον πάντων τῶν λαχάνων ἐστὶ καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε ἐλθεῖν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ.
33 ῎Αλλην παραβολὴν ἐλάλησεν αὐτοῖς· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον.

34 Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς,

35 ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου.


36 Τότε ἀφεὶς τοὺς ὄχλους ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ.
37 ῾Ο δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου·

38 ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· τὸ δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας· τὰ δὲ ζιζάνιά εἰσιν οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ·

39 ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος· ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν· οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν.

40 ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια καὶ πυρὶ καίεται, οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος τούτου.

41 ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν,

42 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

43 τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.

44 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον.

45 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας·

46 ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν.

47 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς γένους συναγαγούσῃ·

48 ἥν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὀν αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον.

49 οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος. ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων,

50 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

51 Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· συνήκατε ταῦτα πάντα; λέγουσιν αὐτῷ, ναί, Κύριε.

52 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά.


Μετάφραση

Κατά την ημέραν δε εκείνην εβγήκεν ο Ιησούς από το σπίτι, εις το οποίον εφιλοξενείτο, και εκάθησε πλησίον της θαλάσσης.

2 Και εμαζεύθησαν πλησίον του πλήθη πολλά λαού ,ώστε αυτός ηναγκάσθη να έμβη εις πλουν και να καθήση εις αυτό , και όλος ο λαός εστέκετο εις την αμμουδιάν της παραλίας.

3 Και είπεν εις αυτούς πολλά δια παραβολών λέγων.

4 Ιδού αυτός που σπέρνει εβγήκεν έξω εις το χωράφι, δια να σπείρη. Και όταν αυτός έσπερνεν, άλλοι μεν σπόροι έπεσαν κοντά εις τον δρόμον του χωραφιού και επειδή παρέμειναν εκτεθειμένοι εις την επιφάνειαν του εδάφους, ήλθαν τα πετεινά και τους κατέφαγαν.
5 Άλλοι δε σπόροι έπεσαν επάνω εις τόπους ,που έχουν υποκάτω στρώμα πέτρινον και όπου δεν υπήρχε χώμα πολύ. Και αμέσως εβλάστησαν ,προτού να ρίψουν βαθείας ρίζας ,διότι δεν είχον βάθος γης, το οποίον τρέφει ρίζας στερεάς.

6 Όταν δε ανέτειλεν ο ήλιος, εκάησαν από την ζέστην, και επειδή δεν είχαν ρίζαν, εξηράνθησαν.

7 Άλλοι δε σπόροι έπεσαν εις μέρη, που είχαν και σπόρους αγκαθιών. Και εβλάστησαν τα αγκάθια και έπνιξαν τελείως αυτούς.
8 Άλλοι δε σπόροι έπεσαν επάνω εις την γην την μαλακήν και εύφορον και απέδιδαν καρπόν, άλλος μεν σπόρος εκατόν, άλλος δε εξήκοντα, άλλος δε τριάκοντα.

9 Εκείνος που έχει αυτιά πνευματικά δια να ακούη και καλήν διάθεσιν δια να δέχεται και εγκολπώνεται αυτά που λέγω, ας ακούη.
10 Και αφού προσήλθον οι μαθηταί , του είπαν. Διατί τους ομιλείς με παραβολάς;

11 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπεν. Ομιλώ δια παραβολών, διότι εις σας, που έχετε καλήν και ευθείαν προαίρεσιν , εδόθη από τον Θεόν ως χάρις να μάθετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους δε δεν έχει δοθή τούτο.
12 Διότι εις εκείνον, που έχει πίστιν και προθυμίαν, θα δοθή η γνώσις των θείων μυστηρίων και θα δοθή πλουσία και με πλεονασμόν. Απ’ εκείνον όμως, που δεν έχει πίστιν και αγαθήν διάθεσιν, θα αφαιρεθή και η ολίγη ακόμη γνώσις, την οποίαν έχει.
12 Δι’ αυτό τους ομιλώ με παραβολάς ,διότι ,ενώ βλέπουν τα θαύματά μου, δεν θέλουν να ίδουν και να πιστεύσουν, και ενώ ακούουν την διδασκαλίαν μου, δεν θέλουν να ακούσουν και να ωφεληθούν, ούτε εννοούν αυτήν,
14 δια να μη μετανοήσουν κάποτε. Και λαμβάνει πλήρη επαλήθευσιν εις αυτούς η προφητεία του Ησαϊου , η οποία λέγει. Θα ακούσετε με τα αυτιά του σώματος το κήρυγμα της αληθείας και δεν θα το καταλάβετε. και βλέποντες με τα μάτια του σώματος θα ίδετε, αλλά δεν θα ίδουν συγχρόνως και αι ψυχαί σας δια να φωτισθούν, αλλά θα παραμείνετε πνευματικώς τυφλοί.
15 Θα συμβή δε τούτο εις αυτούς, διότι ένεκα της κακής των προαιρέσεως εσκληρύνθη και εχόνδρυνεν ο νους του λαού τούτου, και με τα πνευματικά των αυτιά εβαρειάκουσαν και έκλεισαν τα μάτια της ψυχής των. δια να μην ίδουν καμμιά φορά με τα πνευματικά τους μάτια και να μην ακούσουν με τα εσωτερικά των αυτιά, και να μην εννοήσουν με την καρδίαν την σωτηριώδη αλήθειαν και δια της μετανοίας επιστρέψουν και τους ιατρεύσω.

16 Αυτά προείπεν ο προφήτης δι’ εκείνους. Τα ιδικά σας όμως πνευματικά μάτια είναι άξια μακαρισμού ,διότι βλέπουν , καθώς μακάρια είναι και τα αυτιά των ψυχών σας, διότι ακούουν.

17 Και είναι αι πνευματικαί αισθήσεις μακάριαι, διότι αληθινά σας λέγω ,ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επιθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε σεις και δεν ηξιώθησαν να τα ίδουν. επεθύμησαν και να ακούσουν αυτά, που ακούετε σεις, και δεν τα ήκουσαν, διότι έζησαν εις χρόνους προγενέστερους και δεν επρόφθασαν να ίδουν την επί γης παρουσίαν μου.
18 Σεις λοιπόν, εις τους οποίους εδόθη ως χάρις από τον Θεόν να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, ακούσατε την σημασίαν της παραβολής εκείνου, που έσπειρεν.
19 Από καθένα, που ακούει τον λόγον της βασιλείας και ένεκεν αδιαφορίας και ψυχρότητος δεν τον εννοεί, έρχεται ο πονηρός και αρπάζει εκείνο, που έχει σπαρή εις την καρδίαν του.
Αυτός είναι ο πνευματικός σπόρος ,που εσπάρη πλησίον του δρόμου, τουτέστιν ο άνθρωπος , εις την ράθυμον ψυχήν του οποίου έπεσεν ως άλλος σπόρος ο λόγος του θείου κηρύγματος , αλλ’ αυτός δεν εκατάλαβε τίποτε από αυτόν.
20 Εκείνος δε που εσπάρη εις το έδαφος το πέτρινον, αυτός είναι ο άνθρωπος, που ακούει τον λόγον του ευαγγελίου και αμέσως μετά χαράς τον δέχεται.

21 Δεν ρίπτει όμως μέσα του βαθείας ρίζας ο λόγος, αλλ’ ο άνθρωπος αυτός είναι ασταθής και η προθυμία που έδειξε διαρκεί ολίγον χρόνον. όταν δε συμβή θλίψις ή διωγμός δια τον λόγον του ευαγγελίου, αμέσως ο άνθρωπος αυτός σκοντάπτει και χάνει τον ενοθυσιασμόν και την πίστιν του.
22 Εκείνος δε που εσπάρη εις τα αγκάθια, είναι ο άνθρωπος αυτός, που ακούει τον λόγον , και η βασανιστική του ζάλη και φροντίς δια την παρούσαν ζωήν και η απάτη, που του προξενεί ο πλούτος με την προσκόλλησιν εις το χρήμα και με την ευκολίαν των απολαύσεων και με την ματαιότητα της επιδείξεως, πνίγουν τον λόγον και γίνεται άκαρπος.

23 Ο δε σπόρος, που εσπάρη εις την καλήν και εύφορον γην, αυτός είναι ο άνθρωπος, που ακούει τον λόγον και τον κατανοεί. Και αυτός λοιπόν παράγει καρπόν, άλλος μεν από το ένα παράγει εκατόν, άλλος δε εξήκοντα, άλλος δε τριάκοντα.

24 Άλλην παραβολήν τους εδίδαξε και είπεν. Έγινεν ομοία η βασιλεία των ουρανών, η Εκκλησία δηλαδή, που θα κατακτήση τον κόσμον ολόκληρον ,και ο δι’ αυτής κηρυττόμενος εις όλον τον κόσμον λόγος της αληθείας, προς άνθρωπον , που έσπειρε καλόν σπόρον εις το χωράφι του. Έτσι και ο Κύριος σπείρει πάντοτε εις τον κατακτώμενον υπό της Εκκλησίας κόσμον τον καλόν της σωτηρίου αληθείας σπόρον.
25 Την ώραν όμως που εκοιμώντο οι άνθρωποί του, ήλθεν ο εχθρός του, ο διάβολος δηλαδή, και έσπειρεν ήραν ανάμεσα εις τον σίτον και έφυγεν.

26 Όταν δε εβλάστησαν τα στάχυα και έκαμαν καρπόν, τότε εφάνησαν και τα ζιζάνια.

27 Και τότε οι δούλοι του οικοδεσπότου ήλθαν προς αυτόν και του είπαν. Κύριε, δεν έσπειρες καλόν σπόρον εις το χωράφι σου; Από πού λοιπόν έχει τούτο ζιζάνια;

28 Εκείνος δε τους είπεν. εχθρός άνθρωπος το έκαμε. Και οι δούλοι του είπαν. Θέλεις λοιπόν να πάμε και να τα μαζεύσωμεν;

29 Εκείνος όμως είπεν. Όχι. Διότι αι ρίζαι των ζιζανίων είναι μπλεγμέναι μέσα εις το χώμα με τας ρίζας του σίτου και υπάρχει φόβος μήπως, όταν θα συλλέγετε τα ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζί με αυτά και τον σίτον.
30 Αφήσατε να μεγαλώνουν και τα δύο μέχρι της εποχή ςτου θερισμού. Και κατά τον καιρόν του θερισμού, ήτοι της εσχάτης κρίσεως, θα είπω εις τους θεριστάς αγγέλους μου. μαζεύσατε πρώτον τα ζιζάνια και δέσατέ τα σε χειρόβολα ,δια να τα κατακαύσετε, δηλαδή ξεχωρίσατε τους πονηρούς ανθρώπους και ρίψατέ τους όλους μαζί εις το πυρ της αιωνίου κολάσεως. Τον σίτον δε , τουτέστι τους αγαθούς και εναρέτους, μαζεύσατέ τον εις την αποθήκην μου, δηλαδή εις την ουράνιον βασιλείαν.

31 Άλλνη παραβολήν τους εδίδαξε λέγων. Η αύξησις και εξάπλωσις της επί γης Εκκλησίας μου και του λόγου της αληθείας, που κηρύττεται εν αυτή, ομοιάζει προς τον μικρόν σπόρον του σιναπιού ,που τον επήρε κάποιος άνθρωπος και τον έσπειρεν εις το χωράφι του.

32 Ο κόκκος αυτός είναι μεν μικρότερος από όλους τους σπόρους, όταν όμως μεγαλώση, είναι μεγαλύτερος από τα λάχανα και τους θάμνους, και γίνεται δένδρον, ώστε να έλθουν τα πετεινά του ουρανού και να φωλιάζουν εις τους κλάδους του. Έτσι καιι αι αρχαί της αυξήσεως και της εξαπλώσεως της Εκκλησίας μου και του σπειρομένου υπ’ αυτής εις τας ψυχάς των ανθρώπων λόγου μου είναι αφανείς και ασήμαντοι , αλλά βαθμηδόν αι κατακτήσεις των γίνονται καταπληκτικαί. Ο λόγος δε του ευαγγελίου ο δια της ολοέν εξαπλούμενης Εκκλησίας κηρυττόμενος, όταν καλλιεργηθή από την χάριν του Αγίου πνεύματος ,δημιουργεί τεράστια και καταπληκτικά παοτελέσματα και φέρει προστασίαν και ανάπαυσιν εις τας ψυχάς.
33 Άλλην παραβολήν είπεν εις αυτούς, δια να τους διδάξη ότι η βασιλεία του δεν θα επιβληθή δι’ εξωτερικής δυνάμεως και βίας, όπως επερίμεναν οι Ιουδαίοι την βασιλείαν του Μεσσίου, αλλά δι’ εσωτερικής ειρηνικής και βαθμιαίας επιδράσεως και αφομοιώσεως. Ομοιάζει ,είπεν , η βασιλεία των ουρανών και το κήρυγμα αυτής προς προζύμιον, το οποίον επήρε μια γυναίκα και το έκρυψεν εις μεγάλην ποσότητα αλεύρου. Και έμεινεν εκεί κρυμμένον το προζύμιον, έως ότου εζυμώθη ολόκληρον το ζυμάρι του αλεύρου. Έτσι και η επί γης βασιλεία των ουρανών με το κήρυγμα της πίστεως, σαν άλλο προζύμι θα εισχωρήση σιγά-σιγά και θα αναζυμώση όλην την μάζαν της ανθρωπότητος.
34 Όλα αυτά ελάλησεν ο Ιησούς με παραβολάς εις τα πλήθη του λαού. Και χωρίς παραβολήν τίποτε κατά την εποχήν εκείνην δεν έλεγεν εις αυτούς.

35 δια να πληρωθή εκείνο, που ελέχθη δια του προφήτου, ο οποίος είπε. Θα ανοίξω με παραβολάς το στόμα μου και θα είπω αληθείας, που είναι κρυμμέναι από τότε που άρχισε να κτίζεται ο κόσμος.
36 Τότε, αφού αφήκε το πλήθος του λαού, ήλθεν εις το σπίτι, που εφιλοξενείτο. Και προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί του και είπαν. Εξήγησέ μας την έννοιαν της παραβολής των ζιζανίων του αγρού.

37 Ο δε Κύριος απεκρίθη και τους είπεν. Εκείνος, που σπέρνει τον καλόν σπόρον , είναι ο Υιός του Θεού, που εσαρκώθη και έγινεν ο υιός του ανθρώπου.

38 Ο δε αγρός είναι ο κόσμος των ανθρώπων. Και ο καλός σπόρος, αυτοί είναι τα παιδιά της ουρανίου και αιωνίου βασιλείας, που θα την κληρονομήσουν . Τα δε ζιζάνια είναι τα παιδιά του πονηρού, που ομοιάζουν προς τον πατέρα τους διάβολον.
39 Ο εχθρός δε, που έσπειρε τα ζιζάνια, είναι ο διάβολος, . Και ο θερισμός σημαίνει το τέλος της παρούσης περιόδου του κόσμου, οι δε θερισταί σημαίνουν τους αγγέλους, που θα είναι εκτελεσταί των διαταγών του υπερτάτου Κριτού.

40 Καθώς λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίονται με φωτιά, έτσι θα είναι και κατά το τέλος της παρούσης περιόδου του κόσμου.

41 Θα αποστείλη τότε ο υιός του ανθρώπου ,ο Θεάνθρωπος Μεσσίας, τους αγγέλους του και θα μαζεύσουν από τον κόσμον, επί του οποίου θα κυριαρχή πλέον η βασιλεία του, όλους εκείνους, που έγιναν και εις τους άλλους αιτία να αμαρτήσουν, και εκείνους, που παραβαίνουν τον νόμον του,

42 και θα τους ρίψουν εις το καμίνι της φωτιάς, δηλαδή εις το πυρ της αιωνίου κολάσεως. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των δοντιών.

43 Τότε οι δίκαιοι θα δοξασθούν και θα λάμψουν σαν τον ήλιον εις την βασιλείαν του ουρανίου πατρός των. Όποιος έχει αυτιά δια να ακούη με ενδιαφέρον και εγκολπώνεται την αλήθειαν, ας ακούη.

44 Πάλιν η πολύτιμος διδασκαλία και τα ανεκτίμητα αγαθά της βασιλείας των ουρανών ομοιάζουν προς θησαυρόν κρυμμένον και χωμένον εις το χωράφι, τον οποίον, σαν ηύρε κάποιος άνθρωπος ,τον έκρυψεν εις το αυτό χωράφι και από την μεγάλην του χαράν πηγαίνει και πωλεί όλα όσα έχει και αγοράζει το χωράφι εκείνο. Έτσι και εκείνος, που εξετίμησε τον πλούτον της θείας διδασκαλίας και τους θησαυρούς της επουρανίου βασιλείας. Απαρνείται και περιφρονεί και πατά όλα τα επίγεια δια να κατακτήση τα επουράνια.
45 Πάλιν είναι όμοια η ανυπολόγιστος αξία της βασιλείας των ουρανών προς άνθρωπον έμπορον, που ζητεί να αγοράσει καλά και πολύτιμα μαργαριτάρια.

46 Αυτός όταν ηύρεν ένα σπάνιον και μεγάλης αξίας μαργαριτάρι, έτρεξε και επώλησεν όλα όσα είχε και το ηγόρασε. Έτσι και ο καλός και αφοσιωμένος Χριστιανός. Σαν καλός έμπορος θυσιάζει με προθυμίαν την ματαιότητα της παρούσης ζωής, δια να κατακτήση την αιωνιότητα της μελλούσης βασιλείας.
47 Πάλιν δε είναι όμοια η βασιλεία των ουρανών προς δίκτυον, το οποίον ερρίφθη εις την θάλασσαν και το οποίον εμάζευσεν από κάθε γένος ψαριών. ( Έτσι και με το δίκτυον του θείου κηρύγματος ελκύονται εις την Εκκλησίαν πάσης προαιρέσεως και προελεύσεως άνθρωποι) .
48 Το δίκτυον αυτό ,όταν εγέμισε, το έσυραν και το ανέβασαν από το βάθος της θαλάσσης εις την αμμουδιάν της παραλίας και αφού εκάθισαν ,εμάζευσαν τα καλά ψάρια μέσα εις αγγεία, τα δε ακατάλληλα και επιβλαβή δια φαγητόν τα επέταξαν έξω.

49 Έτσι θα γίνη εις την συντέλειαν του κόσμου. Θα βγουν οι άγγελοι από τον ουρανόν και θα χωρίσουν τους πονηρούς και θα τους πάρουν από το μέσον των δικαίων, με τους οποίους τώρα είναι ανακατεμένοι.

50 Και θα τους ρίψουν εις το αναμμένο καμίνι της αιωνίου κολάσεως. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των δοντιών.

51 Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς. Τα εκαταλάβατε όλα αυτά; Λέγουν εις αυτόν. Ναι, Κύριε.

52 Ο δε Ιησούς τους είπε. Καλά λοιπόν. Αφού ενοιώσατε τας παραβολάς αυτάς, σας λέγω, ότι κάθε εντριβής εις τον Μωσαϊκόν νόμον, που εδιδάχθη συγχρόνως και τας αληθείας της βασιλείας των ουρανών, ομοιάζει προς άνθρωπον νοικοκύρην, ο οποίος από το θησαυροφυλάκιόν του βγάζει καινούρια και παλαιά. Έτσι και αυτός, όταν θα διδάσκη, θα χρησιμοποιή κατά τας παρουσιαζόμενας ανάγκας γνώσεις από την Παλαιάν Διαθήκην και από την νέαν διδασκαλίαν μου.

Στιχ. 53-58. Ο Ιησούς διδάσκει εις την Ναζαρέτ.

53 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας, μετῆρεν ἐκεῖθεν.
54 καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις;
55 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας;
56 καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα;
57 καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.
58 καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν.


Μετάφραση

53 Και συνέβη ,όταν ο Ιησούς ετελείωσε τας παραβολάς αυτάς ανεχώρησεν απ’ εκεί.

54 Και αφού ήλθεν εις την πατρίδα του Ναζαρέτ, εδίδασκε τους κατοίκους της εις την συναγωγήν των με τόσην σοφίαν και δύναμιν, ώστε να εκπλήττωνται αυτοί και να λέγουν. Από πού ήλθεν εις τούτον αυτή η σοφία και τα θαύματα;

55 Δεν είναι αυτός ο υιός του μαραγκού ; Δεν ονομάζεται η μητέρα του Μαριάμ, και οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιωσής και Σίμων και Ιούδας;

56 Και αι αδελφαί του δεν είναι όλαι μαζί μας; Από πού λοιπόν του ήλθαν όλα αυτά;

57 Και εδυσπίστουν εις αυτόν και τον παρηκολούθουν με φθόνον και υποψίαν. Ο δε Ιησούς τους είπε. Πουθενά αλλού δεν περιφρονείται προφήτης περισσότερον παρά εις την πατρίδα του και εις τους ανθρώπους του σπιτιού του.

58 Και δεν έκαμεν εκεί πολλά θαύματα εξ αιτίας της απιστίας των.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄

Στιχ.1 -12. Η αποκεφάλισις του Βαπτιστού.

1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ,
2 καὶ εἶπεν τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ.
3 Ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ·
4 ἔλεγεν γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν.
5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον.
6 γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδῃ,
7 ὅθεν μεθ' ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται.
8 ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, Δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ.
9 καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεὺς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι,
10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ·
11 καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς.
12 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ.

Μετάφραση

Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκουσεν ο Ηρώδης ο Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και Περαίας, την φήμην του Ιησού.

2 και είπεν εις τους αυλικούς του∙ Αυτός είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής∙ αυτός ανεστήθη εκ νεκρών με νέαν αποστολήν από τον Θεόν και δι’ αυτό αι υπερφυσικαί δυνάμεις ενεργούν δια μέσου αυτού.

3 Είπε δε ο Ηρώδης περί του Ιωάννου, ότι ανεστήθη εκ νεκρών, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει ∙ αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννην, τον έδεσε και τον έβαλεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος ,η οποία ήτο σύζυγος του Φιλίππου του αδελφού του, και συνέζη τώρα με τον Ηρώδην.

4 Διότι του έλεγεν ο Ιωάννης∙ Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμον του Θεού να έχης αυτήν σύζυγον.

5 Και ενώ εις τας αρχάς, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα ήθελε να τον φονεύση, εφοβήθη τα πλήθη του λαού, διότι εθεώρουν αυτόν ως προφήτην.

6 Αλλ’ όταν εωρτάζοντο τα γενέθλια του Ηρώδου, εχόρευσεν η κόρη της Ηρωδιάδος εις το μέσον των προσκαλεσμένων εις το τραπέζι και άρεσεν ο χορός της εις τον Ηρώδην.

7 Δι’ αυτό της υπεσχέθη με όρκον να της δώση κάθε τι που θα εζήτει.

8 Αυτή δε οδηγηθείσα από την μητέρα της ∙ Δος μοι, είπεν, εδώ επάνω εις το πιάτο, την κεφαλήν του Ιωάννου του βαπτιστού.

9 Και ελυπήθη ο βασιλεύς, δια τους όρκους όμως και δι’ εκείνους, που εκάθηντο μαζί εις το τραπέζι, εις τους οποίους ήτο εκτεθειμένος και δεν ήθελε να παρουσιασθή, ότι ηθέτει τον λόγον του και τον όρκον του, έδωκε διαταγήν να δοθή η κεφαλή του Ιωάννου.

10 Και αφού έστειλε δήμιον, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν.

11 Και εφέρθη η κεφαλή του επάνω εις πιάτο και εδόθη εις το κοράσιον, και την έφερεν εκείνο εις την μητέρα του.

12 Και επήγαν οι μαθηταί του Ιωάννου εις την φυλακήν και εσήκωσαν το σώμα του και το έθαψαν. Και μετά την ταφήν ήλθαν και ανήγγειλαν εις τον Ιησούν το συμβάν.


ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄

Στιχ. 13-21. Ο πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων εις την έρημον.


13 ᾿Ακούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων.

14 Καὶ ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν.

15 ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.

16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.

17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας.

18 ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε.

19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις.

20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις.

21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων.

Μετάφραση

13 Όταν δε ήκουσε ταύτα ο Ιησούς, ανεχώρησεν απ’ εκεί δια πλοίου εις έρημον τόπον ,ώστε να μείνη μόνος με τους μαθητάς του. Και όταν ήκουσαν τα πλήθη του λαού, ότι απεχώρησεν εις έρημον τόπον, τον ηκολούθησαν πεζοί από τας πόλεις.

14 Και ο Ιησούς ,όταν εβγήκεν από το ερημικόν καταφύγιόν του ,είδε πολύν λαόν και τους συνεπάθησε πολύ και εθεράπευσε τους αρρώστους του.

15 Όταν δε επλησίαζε να βραδυάση, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί του λέγοντες. Είναι έρημος ο τόπος και η ώρα πλέον επέρασε. Δώσε διαταγήν να διαλυθούν τα πλήθη του λαού, δια να υπάγουν εις τα χωριά και να αγοράσουν δια τους εαυτούς των τροφάς.

16 Ο Ιησούς όμως τους είπε. Δεν έχουν ανάγκην να απέλθουν και να αγοράσουν τρόφιμα. Δώσατέ τους σεις να φάγουν.

17 Αλλ’ εκείνοι του είπον. Δεν έχομεν εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια.

18 Ο δε Κύριος είπε. Φέρετέ τα μου εδώ.

19 Και αφού παρεκίνησε τα πλήθη του λαού να εξαπλωθούν εις την πρασινάδα, επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια ,και, αφού εσήκωσε τα μάτια του εις τον ουρανόν, ηυχαρίστησε και επεκαλέσθη τον Πατέρα του και αφού έκοψε τα ψωμιά, τα έδωκεν εις τους μαθητάς και οι μαθηταί εις τα πλήθη του λαού.

20 Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν ,και εσήκωσαν ό,τι επερίσσευσεν από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα.

21 Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να συνυπολογίζωνται εις τον αριθμόν αυτόν γυναίκες και παιδιά. ]

[ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ΄

Στιχ. 22-36. Ο Κύριος περιπατεί επί της θαλάσσης.


22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.

23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ.

24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος.

25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν.

27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.

28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.

29 ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν.

30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με.

31 εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;

32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος·

33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ.

34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

35 καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας,

36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν.

Μετάφραση

22 Και αμέσως ο Ιησούς δια να μη παρασυρθούν οι μαθηταί του από τον ενθουσιαμόν του πλήθους, που ήθελε να τον ανακηρύξη βασιλέα, ηνάγκασεν αυτούς να έμβουν εις το πλοίον και να περάσουν προτήτερα από αυτόν εις το απέναντι μέρος της λίμνης, έως ότου αυτός διαλύση τα πλήθη του λαού.

23 Και αφού διέλυσε τα πλήθη, ανέβη εις το βουνόν δια να προσευχηθή μόνος του. Όταν δε εβράδυασε καλά, ήτο εκεί μοναχός.

24 Το δε πλοίον είχε προχωρήσει πλέον εις το μέσον της λίμνης και συνεταράσσετο από τα κύματα. Διότι ήτο εναντίος ο άνεμος.

25 Κατά δε το τελευταίον τρίωρον της νυκτός, οπότε παρελάμβανε την στρατιωτικήν φρουράν το τέταρτον τμήμα των σκοπών, έφυγεν από το όρος και ήλθε προς αυτούς ο Ιησούς ,περιπατών επάνω εις την θάλασσαν ,σαν να ήτο αύτη ξηρά.

26 Και όταν τον είδαν οι μαθηταί να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, εταράχθησαν λέγοντες, ότι αυτό που έβλεπαν είναι φάντασμα. Και από τον φόβον τους αφήκαν κραυγήν.

27 Αμέσως όμως ωμίλησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπεν. Έχετε θάρρος. Εγώ είμαι. Μη φοβείσθε.

28 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Πέτρος και είπε. Κύριε ,εάν είσαι συ, διάταξέ με να έλθω προς σε επάνω εις τα νερά.

29 Ο δε Κύριος είπεν. Ελθέ. Και αφού κατέβη από το πλοίον ο Πέτρος, περιεπάτησεν επάνω εις τα νερά δια να έλθη προς τον Ιησούν.

30 Αλλ’ όταν είδε τον αέρα, ότι ήτο δυνατός, εκλονίσθη η πίστις του και εφοβήθη, και σαν ήρχισε να βουλιάζη, εφώναξε δυνατά και είπε. Κύριε, σώσε με ,διότι κινδυνεύω να πνιγώ.

31 Αμέσως δε ο Ιησούς ήπλωσε την χείρα του, τον έπιασε και του είπε. Ολιγόπιστε διατί εδειλίασες;

32 Και όταν ο Χριστός και ο Πέτρος εμβήκαν εις το πλοίον ,ησύχασεν ο άνεμος.

33 Αυτοί δε, που ήσαν από προτήτερα εις το πλοίον, ήλθαν και τον επροσκύνησαν με πολλήν ευλάβειαν λέγοντες. Αληθινά, είσαι Υιός του Θεού.

34 Και αφού επέρασαν από το εν μέρος της λίμνης εις το άλλον, ήλθαν εις την χώραν Γεννησαρέτ.

35 Και όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου τον αντελήφθησαν ,έστειλαν απεσταλμένους εις όλην την περιφέρειαν εκείνην δια να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της περί της αφίξεώς του, και του έφεραν όλους τους ασθενείς.

36 Και τον παρεκάλουν να τους αφήση να εγγίσουν μόνον το άκρον του εξωτερικού του ενδύματος. Και όσοι το ήγγισαν, εθεραπεύθησαν τελείως. ]


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄

Στιχ. 1-20. Διδασκαλία περί της καθαράς καρδίας.


Τότε προσέρχονται τῷ ᾿Ιησοῦ οἱ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες·

2 διατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν.

3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν;

4 ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω.

5 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ·

6 καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν.

7 ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν ῾Ησαΐας λέγων·

8 ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·

9 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.

10 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούετε καὶ συνίετε·

11 οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.

12 τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· οἶδας ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον;

13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται.

14 ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται.

15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν ταύτην.

16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε;

17 οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται;

18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.

19 ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βασφημίαι.

20 ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.

Μετάφραση

Τότε έρχονται προς τον Ιησούν γραμματείς και Φαρισαίοι από εκείνους, που έμεναν εις τα Ιεροσόλυμα και είπαν.

2 Διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουν την παράδοσιν των παλαιοτέρων μας διδασκάλων; Παραβαίνουν δε πράγματι την παράδοσιν, διότι δεν νίπτουν τα χέρια τους, όταν τρώγουν άρτον.

3 Ο δε Κύριος απεκρίθη και τους είπε. Διατί και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού δια να συμμορφωθήτε προς την παράδοσίν σας;

4 Ο Θεός δηλαδή ώρισεν εντολήν και είπε ∙ Τίμα τον πατέρα και την μητέρα ∙ και εκείνος που βλασφημεί και υβρίζει τον πατέρα του ή την μητέρα του, πρέπει να θανατώνεται.

5 Σεις όμως λέγετε∙ Οποιοσδήποτε υιός είπη εις τον πατέρα ή την μητέρα ,που ζητούν κάτι ως βοήθειαν από το παιδί τους ∙ ας είναι αφιέρωμα εις τον Θεόν εκείνο ,που θέλεις να λάβης ως βοήθειαν και ενίσχυσιν από εμέ∙ αυτός ο υιός απαλλάσσεται του καθήκοντος να βοηθήση τον πατέρα του ή την μητέρα του και δεν υποχρεούται να δώση εις αυτούς εκείνο, που αυτοί του ζητούν. Και ως συνέπεια της παραδόσεώς σας αυτής επακολουθεί, ότι αυτός ο υιός δεν θα τιμήση τον πατέρα του ή την μητέρα του.

6 Και ακυρώσατε την εντολήν του Θεού ένεκα της παραδόσεώς σας.

7 Υποκριταί, που κατορθώσατε να παρουσιάζεσθε τηρηταί του νόμου, ενώ πράγματι τον παραβαίνετε∙ καλά επροφήτευσε δια σας ο Ησαΐας όταν έλεγεν∙
8 Ο λαός αυτός με πλησιάζει με το στόμα του και με τιμά με τα χείλη του μόνον∙ η καρδία τους όμως απέχει μακράν από εμέ.

9 Ματαίως δε και ψεύτικα με λατρεύουν, επειδή διδάσκουν διδασκαλίας, που είναι παραγγέλματα και εντολαί ανθρώπων και όχι ιδικαί μου.
10 Και αφού προσεκάλεσε τα πλήθη του λαού τους είπεν∙ Ακούσατε αυτό, που θα είπω, και προσέξατε να το καταλάβετε.
11 Δεν κάνει βέβηλον και θρησκευτικώς ακάθαρτον τον άνθρωπον εκείνο που εισάγεται με την τροφήν εις το στόμα, αλλ’ εκείνο που βγαίνει από το στόμα, οι πονηροί δηλαδή και εφάμαρτοι λόγοι, αυτό καθιστά τον άνθρωπον ακάθαρτον.

12 Τότε ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και του είπον∙ Γνωρίζεις, ότι οι Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν τον λόγον , που είπες δια τας τροφάς, εσκανδαλίσθησαν και ηγανάκτησαν;

13 Ο δε Κύριος απεκρίθη και τους είπε∙ Κάθε φυτειά ,που δεν την εφύτευσεν ο Πατήρ μου ο ουράνιος, θα ξερριζωθή από το χωράφι του Θεού. Κάθε άνθρωπος δηλαδή, που λόγω της αναξιότητός του δεν τον προώρισεν ο Πατήρ μου δια την βασιλείαν του, θα αποβληθή και θα ξερριζωθή από αυτήν.

14 Αφήσατέ τους ∙ είναι οδηγοί τυφλοί που οδηγούν τυφλούς ∙ εάν δε ένας τυφλός οδηγή άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο εις βαθύν λάκκκον.

15 Απεκρίθη δε ο Πέτρος και του είπε∙ Δος μας να καταλάβωμεν τον ασαφή αυτόν λόγον ,που είναι σαν αίνιγμα.

16 Ο δε Ιησούς είπεν∙ Ακόμη και τώρα, ύστερα από τόσας διδασκαλίας ,που σας έκαμα, είσθε και σεις ανίκανοι να εννοήσετε την αλήθειαν , που είπα;
17 Ακόμη δεν καταλαβαίνετε, ότι εκείνο που εισάγεται εις το στόμα με τας τροφάς προχωρεί προς την κοιλίαν και αποβάλλεται εις τον κοπρώνα;

18 Εκείνα όμως που βγαίνουν από το στόμα, εξέρχονται από την καρδίαν και εκείνα μολύνουν τον άνθρωπον.

19 Διότι από την καρδίαν βγαίνουν σκέψεις πονηραί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Όλαι αυταί αι παραβάσεις εις την καρδίαν κατ’ αρχάς φυτρώνουν ως λογισμοί και επιθυμίαι και αποφάσεις και απ’ εκεί πηγάζουν.

20 Αυτά είναι εκείνα που μολύνουν τον καθ’ αυτό και κυρίως άνθρωπον, την ψυχήν δηλαδή. Το να φάγη δε κανείς με άνιπτα χέρια, δεν μολύνει τον άνθρωπον. Ενδέχεται μεν να μολύνη τον σωματικόν οργανισμόν του ανθρώπου, η ψυχή όμως παραμένει αμόλυντος και καθαρά. ]

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ΄
Στιχ.21-28. Θεραπεία της θυγατρός της Χαναναίας.


21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος.
22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν.
24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ.
25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.
26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις.
27 ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

Μετάφραση

21 Και αφού εβγήκεν από το μέρος εκείνο ο Ιησούς, ανεχώρησε προς τα μέρη Τύρου και Σιδώνος.

22 Και ιδού μια γυναίκα Χαναναία, που εβγήκεν από τα σύνορα εκείνα, εφώναξε δυνατά προς αυτόν και είπεν∙ Ελέησόν με , Κύριε, ένδοξε απόγονε του Δαυίδ. Η θυγατέρα μου κατέχεται από δαιμόνιον και υποφέρει φρικτά.

23 Αυτός όμως δεν απεκρίθη εις αυτήν ούτε λέξιν. Και αφού επλησίασαν οι μαθηταί του, τον παρεκάλουν λέγοντες∙ Κάμε της αυτό που ζητεί δια να φύγη, διότι φωνάζει δυνατά από πίσω μας και από τας φωνάς της θα μαζευθή λαός πολύς.

24 Αυτός όμως απεκρίθη και είπε∙ Δεν απεστάλην από τον Πατέρα μου παρά δια τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού γένους.

25 Αλλ’ αυτή ,αφού ήλθεν πλησίον ,έπεσε με ευλάβειαν εις τους πόδας του Κυρίου και έλεγε∙ Κύριε, βοήθα με εις την δυστυχίαν μου!
26 Αυτός όμως απεκρίθη και είπε∙ Δεν είναι σωστό να πάρη κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίψη στα σκυλάκια.

27 Αυτή δε είπε∙ Ναι, Κύριε∙ δέχομαι ότι είμαι σκυλάκι. Διότι και τα σπιτίσια σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα ,που πίπτουν από το τραπέζι των κυρίων των.

28 Τότε απεκρίθη ο Ιησούς και της είπεν∙ Ω γυναίκα, η πίστις σου είναι μεγάλη. Ας γίνη εις σε όπως θέλεις. Και πράγματι από την ώραν ακριβώς εκείνην ιατρεύθη η θυγατέρα της.

Αρχειοθήκη ιστολογίου