Η ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
Ένα ρίγος χαράς διαπερνά τη λέξη «ανάληψη», που δείχνει μια πρόκληση προς τους αποκαλούμενους «νόμους της φύσεως» , προς τη διαρκή κάθοδο και πτώση∙ είναι μια λέξη που ακυρώνει τους νόμους της βαρύτητας και πτώσης. Εδώ αντίθετα τα πάντα είναι ελαφράδα, πέταγμα, μια ατέλειωτη άνοδος. Η Ανάληψη του Κυρίου γιορτάζεται σαράντα μέρες μετά το Πάσχα, την Πέμπτη της έκτης εβδομάδας μετά τη γιορτή της Ανάστασης του Χριστού.
Την Τετάρτη, την παραμονή, η Εκκλησία τελεί την αποκαλούμενη «Απόδοση της εορτής του Πάσχα», σαν να χαιρετά δηλ. το Πάσχα. Η ακολουθία είναι ακριβώς η ίδια, απ’ αρχής μέχρι τέλους, όπως αυτή της νύχτας του Πάσχα, με την απαγγελία ακριβώς των ίδιων στίχων: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού…». «Αύτη η ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή». Όταν ψάλλει αυτούς τους στίχους ο ιερεύς , κρατά την πασχάλια λαμπάδα και θυμιατίζει ολόκληρη την εκκλησία, ενώ σε απάντηση ψάλλεται το «Χριστός ανέστη». Αποχωριζόμαστε το Πάσχα, το «αποδίδουμε» στο επόμενο έτος.
Ίσως να έπρεπε να αισθανόμαστε λυπημένοι. Αντί όμως για λύπη, μας δίνεται νέα χαρά: η χαρά να στοχαζόμαστε και να γιορτάζουμε την Ανάληψη. ..
… Η εορτή της Αναλήψεως αποτελεί γιορτασμό του ανοίγματος του ουρανού στους ανθρώπους , του ουρανού ως του νέου και αιωνίου οίκου, του ουρανού ως της αληθινής μας πατρίδας. Η αμαρτία χώρισε βίαια τη γη από τον ουρανό και μας έκανε γήινους και χοντροκομμένους , προσήλωσε το βλέμμα μας σταθερά στο έδαφος και έκανε τη ζωή μας αποκλειστικά γεωτροπική. Αμαρτία είναι η προδοσία του ουρανού μέσα στην ψυχή. Αυτή ακριβώς τη μέρα, την εορτή της Αναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι από αυτή την άρνηση που γεμίζει ολόκληρο τον κόσμο. Ο άνθρωπος με υπεροψία και περηφάνια αναγγέλλει πως είναι μόνο υλικός και πως τίποτε δεν υπάρχει πέρα από το υλικό. Και για κάποιο λόγο είναι ακόμη και χαρούμενος γι’ αυτό , και μιλά με οίκτο και συγκατάβαση γι’ αυτούς που ακόμη πιστεύουν σε κάποιου είδους «ουρανό» σαν να πρόκειται για γελωτοποιούς ή για αγροίκους. Ελάτε αδελφοί, «ουρανοί» είναι απλώς ο ουρανός , είναι τόσο υλικός όσο και καθετί άλλο∙ δεν υπάρχει τίποτε άλλο, δεν υπήρξε ούτε και θα υπάρξει. Πεθαίνουμε, εξαφανιζόμαστε∙ έτσι στο μεταξύ ας κτίσουμε έναν επίγειο παράδεισο και ας ξεχάσουμε τις φαντασίες των παπάδων. Αυτό εν συντομία είναι το τελικό αποτέλεσμα και η ουσία του πολιτισμού μας, της επιστήμης μας, της ιδεολογίας μας. Η πρόοδος καταλήγει στο νεκροταφείο , με την πρόοδο των σκουληκιών που τρέφονται από τα πτώματα. Αλλά τι μας προτείνετε, μας ερωτούν, ποιος είναι αυτός ο ουρανός για τον οποίον μιλάτε, στον οποίο ο Χριστός ανελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δεν υπάρχει στον ουρανό για τον οποίο μιλάτε.
Ας απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα ο Ιωάννης Χρυσόστομος , ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας που έζησε δέκα έξι αιώνες πριν . Μιλώντας για τον ουρανό, αναφωνεί: «Τι ανάγκη έχω από τον ουρανό, όταν εγώ ο ίδιος θα γίνω ουρανός;…». Ας έρθει η απάντηση από τους Πατέρες μας που ονόμαζαν την Εκκλησία «επίγειο ουρανό». Το ουσιαστικό σημείο αυτών των δυο απαντήσεων είναι το εξής: ουρανός είναι το όνομα της αυθεντικής κλίσης μας ως ανθρώπινα πλάσματα , ουρανός είναι η τελική αλήθεια για τη γη. Όχι, ο ουρανός δε βρίσκεται κάπου στο απώτερο διάστημα πέρα από τους πλανήτες ή σε κάποιον άγνωστο γαλαξία. Ουρανός είναι αυτό που μας επιστρέφει ο Χριστός , ό,τι χάσαμε με την αμαρτία και την υπερηφάνεια με τις επίγειες, αποκλειστικά γήινες, επιστήμες και ιδεολογίες, και τώρα είναι ανοικτός , μα τον προσφέρει και μας τον επιστρέφει ο Χριστός…
Ο Μέγας Αθανάσιος λέει όπως ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Ο Θεός κατέβηκε στη γη για να μπορέσουμε εμείς να ανεβούμε στον ουρανό! Αυτό ακριβώς γιορτάζουμε την ημέρα της Αναλήψεως! Αυτή είναι η πηγή της λαμπρότητας και της άρρητης χαράς…
..Την υπέρ ημών πληρώσας οικονομίαν και τα επί γης ενώσας τοις ουρανίοις, ανελήφθης εν δόξη.
Χριστέ ο Θεός ημών, ουδαμόθεν χωριζόμενος , αλλά μένων αδιάστατος και βοών τοις αγαπώσι σε∙
Εγώ ειμί μεθ’ υμών και ουδείς καθ’ υμών.
Από το βιβλίο «π. Αλέξανδρος Σμέμαν
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ
ΕΤΗΣΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
ΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ- Β΄»
Μετάφραση από το Αγγλικό:
Ιωσήφ Ροηλίδης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Τετάρτη 12 Μαΐου 2010
Κυριακή 2 Μαΐου 2010
«ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ -ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΕ ΣΥΧΡΟΝΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ»
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
Είδαμε ότι η επιμονή στην πίστη του Χριστού φέρνει ως αποτέλεσμα το Χριστό στη ζωή μας. Ακριβώς λοιπόν το θέμα μας στη συνέχεια είναι αυτή τη παρουσία του Χριστού, όπως μας τη δίνει ένα περιστατικό από τη ζωή και πάλι του Π. Παϊσίου.
«Όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμα στο κελί του Τιμίου Σταυρού, μια βραδιά, καθώς έλεγε την ευχή, είδε ξαφνικά να αφαιρείται η οροφή του κελιού του και επάνω, ολοκάθαρα, έβλεπε τον Κύριο. Το πρόσωπό Του είχε τόση λαμπρότητα που δυσκολευόταν να το κοιτάξει και απορούσε, πώς βρέθηκαν κάποτε μερικοί που μπόρεσαν να φτύσουν αυτό το πρόσωπο!
Μετά την θεωρία αυτή ο Γέροντας έδωσε οδηγίες στις αδελφές , που αγιογραφούσαν στο Ι. Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ώστε να αγιογραφήσουν πιστά τον Κύριο, όσο ήταν δυνατόν κατ’ άνθρωπον∙ κι εκείνος τις καθοδηγούσε μάλιστα κατά την αγιογράφηση της εικόνας Του.
Ο Γέροντας μάλιστα έλεγε ότι το πρόσωπο του Κυρίου και της Παναγίας μας έχει το χρώμα του όψιμου σταριού»
( Ιερομ. Χριστόδουλου, ο Γέρων Παϊσιος, σελ. 270) .
Σχόλια
1. Μήπως φαντασία και πλάνη η εμφάνιση του Χριστού;
Καθώς διαβάζει κανείς τέτοια θαυμαστά γεγονότα, του δημιουργείται η απορία: μήπως πρόκειται για φαντασίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα; Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλάνη; Διότι πολύ συχνά ακούγεται ότι ο δείνα ή η δείνα είδαν το Χριστό, είδαν την παναγία
Ή κάποιον άλλο άγιο. Πρόκειται συνεπώς για «κοινές» εμπειρίες ορισμένων ατόμων, που έχουν κάποια συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Εξαρτάται από το ποιος έχει τη συγκεκριμένη εμπειρία, κάτω από ποιες συνθήκες τη βίωσε και τι αποτελέσματα έχει στη ζωή του.
Εξαρχής πρέπει να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία μας, δια στόματος των Πατέρων, χωρίς να απορρίπτει εκ των προτέρων τέτοιες «υπερφυσικές» καταστάσεις, στέκεται με πολύ σκεπτικισμό και μεγάλη επιφύλαξη απέναντί τους. Και αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε λειτουργία της φαντασίας του ανθρώπου, στην οποία ως δι’ οργάνου δρα ο διάβολος. Με άλλα λόγια στα περισσότερα οράματα , αποκαλυπτικά όνειρα κ. λ. π. έχουμε δαιμονική και όχι θεϊκή παρουσία. Ο διάβολος , που έχει τη δύναμι να μετασχηματίζεται και «εις άγγελον φωτός» ( Β΄Κορ.11, 14 ) κατά τον απόστολο , βρίσκει τη φαντασία ως γέφυρα, για να προσβάλει τον άνθρωπο και να τον αιχμαλωτίσει πλανεμένο στα δίχτυα του.
Είναι τόσο συχνό το φαινόμενο αυτό, ώστε οι νηπτικοί ιδίως Πατέρες αρνούνται οποιοδήποτε όνειρο και όραμα, ακόμη κι αν προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για παράδειγμα αναφέρει ότι «όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άσοφος και άπειρος», ενώ ο μεγάλος νηπτικός άγιος Διάδοχος επισημαίνει ότι και εκ Θεού να είναι τα όνειρα – και τα οράματα θα προσθέταμε – καλό είναι να τα απορρίπτουμε , γιατί ακριβώς υπάρχει πάντοτε σ’ αυτά ο κίνδυνος της πλάνης.
Στην περίπτωση όμως των αγίων δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Διότι αυτοί, έμπειροι στον πνευματικό πόλεμο, πέρα από την αμφιβολία που τρέφουν στη λειτουργία της φαντασίας, γνωρίζουν με ακρίβεια , λόγω της παρουσίας του αγίου Πνεύματος μέσα τους, πότε κάτι είναι εκ του Θεού και πότε εκ του διαβόλου. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με το γέροντα Παϊσιο. Είχε τόσο ανεπτυγμένα πνευματικά αισθητήρια, ώστε ήξερε αν το όραμα ήταν θεϊκό ή όχι. Κι απόδειξη: ο πλούτος της χάρης του Θεού που αύξανε μέσα του μετά από τέτοιες καταστάσεις. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για τα περιστατικά που διηγείται ο ίδιος.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Αν το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας είναι η Θεία Ευχαριστία, η μετάνοια αποτελεί την προϋπόθεση συμμετοχής σ’ αυτήν και την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Χωρίς μετάνοια δεν υπάρχει Χριστιανός κι ούτε μπορεί, ασφαλώς, εκτός αυτής , να αξιοποιήσει ό,τι προσφέρει η Εκκλησία. «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα» προτρέπει εκείνη σημαίνοντας τη σπουδαιότητα της μετανοίας.
Στο παρακάτω κείμενο θα κάνουμε λόγο όχι τόσο για τη μετάνοια σε γενικό εννοιολογικό επίπεδο –τι είναι, από πού πηγάζει, ποιές είναι οι προϋποθέσεις της, πώς εκφράζεται κ.λπ. -, όσο για τη θεσμοθετημένη μορφή της, του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Αφορμή και οδηγό θα έχουμε και πάλι το γέροντα Παϊσιο, μέσα από ένα περιστατικό με ένα νεαρό που τον επισκέφθηκε.
«Επισκέφθηκε ένας νεαρός το κελί του Γέροντα και χτυπούσε το σήμαντρο, για ν’ ακούσει ο Γέροντας και να έρθει να του ανοίξει. Έφτασα κι εγώ (ιερομόναχος Χριστόδουλος) εκείνη τη στιγμή εκεί και περίμενα λίγο πιο πίσω. Κάποια στιγμή ο Γέροντας άνοιξε κι ήρθε στην πόρτα του φράχτη.
- Τι είναι, βρε λεβέντη, τι θέλεις; Ρώτησε ο Γέροντας.
- Γέροντα, θέλω να σας δω και να σας συμβουλευτώ για κάτι.
- Έχεις εξομολογηθεί; Έχεις πνευματικό;
- Όχι, Γέροντα, ούτε πνευματικό έχω ούτε έχω εξομολογηθεί.
- Ε, κοίταξε βρε παιδί μου, πήγαινε πρώτα να εξομολογηθείς και μετά να έρθεις.
- Γιατί , Γέροντα, τώρα δε γίνεται να σας δω;
- Βρε παιδάκι μου, κοίταξε ‘κει πέρα να σου εξηγήσω, για να καταλάβεις. Μέσα σου, ο νους είναι συγχυσμένος και σκοτισμένος από τις αμαρτίες με συνέπεια και συ ό ίδιος να μην μπορείς καλά-καλά ν’ αντιληφθείς την κατάστασή σου. Κι έτσι ούτε και σε μένα θα μπορέσεις να πεις, πως έχουν τα πράγματα. Αν όμως εξομολογηθείς , θα καθαρίσει και το μυαλό σου και θα δεις τα πράγματα πολύ διαφορετικά.
- Γέροντα, μπορεί εγώ να είμαι θολωμένος και να μην μπορώ να σας πω ακριβώς τι μου συμβαίνει, όμως εσείς μπορείτε να με καταλάβετε και να μου πείτε τι πρέπει να κάνω.
- Κοίταξε εδώ, ακόμα κι εγώ αν έχω κάποια καθαρότητα και μπορώ να δω τι σου συμβαίνει, πάλι υπάρχει πρόβλημα σε σένα. Γιατί έτσι, όπως είναι ο νους σου συγχυσμένος, ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε. Πήγαινε λοιπόν να εξομολογηθείς και σε περιμένω να έρθεις».
( Ιερομ. Χριστοδούλου, ο Γέρων Παϊσιος, σελ. 227 ) .
Σχόλια
1. Η ανάγκη της εξομολογήσεως
Η άρνηση του Γέροντα να δεχτεί το νεαρό δεν οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα: κάποια κόπωση ή αρρώστια του. Οφείλεται στην αδυναμία του νεαρού να κατανοήσει το λόγο του Θεού ή κάποια πνευματική συμβουλή , λόγω ελλείψεως μετανοίας μέσα του. Η αμετανοησία , όπως φανερώνεται από τη δήλωσή του ότι δεν έχει πνευματικό-εξομολόγο, αποτελεί το σκληρό και πατημένο εκείνο έδαφος της γνωστής παραβολής του σπορέως, το οποίο δεν αφήνει να ριζώσει ο πνευματικός γενικά λόγος. Ο γέρων Παϊσιος δηλ., με την άρνησή του επισημαίνει μια βασική πνευματική αρχή: προκειμένου να ακούσει και να κατανοήσει κανείς το λόγο του Θεού ή κάποια πνευματική συμβουλή απαιτείται να έχει καθαρές πνευματικές αισθήσεις.
Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο πνευματικός λόγος, ως προερχόμενος από τον απόλυτο άγιο και καθαρό Θεό, ζητεί αντίστοιχο έδαφος∙ καθαρή δηλ. καρδιά ή τουλάχιστον διάθεση για απόκτηση καθαρότητος , άρα κλίμα μετάνοιας. Έτσι μπορεί να υπάρχει ο πομπός, που εκπέμπει τα μηνύματα, αλλά χωρίς τον αντίστοιχο δέκτη, που να είναι συντονισμένος στην ίδια συχνότητα, δεν επιτυγχάνεται η επικοινωνία.
Από την άποψη αυτή αυτός που ακούει τον πνευματικό λόγο δεν μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση παθητική∙ χρειάζεται να ενεργοποιήσει στο ανώτερο δυνατό σημείο τον εαυτό του - να μετανοήσει δηλ. – για να δεχθεί το λόγο και να τον καταστήσει θετικά ενεργό καθαρό μέσα του. Ο Κύριος ήδη είχε επισημάνει την πραγματικότητα αυτή, όταν στη διδασκαλία Του κατέληγε με την φράση: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» ( Ματθ. 11, 15 κ.α. ) . Μόνον όποιος έχει αυτιά κατάλληλα ,δηλ. πνευματικά , μπορεί να ακούει το λόγο και τη διδαχή Του.
Ο μεγάλος ασκητικός Διδάσκαλος άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής επί του θέματος σημειώνει παραστατικά:
«Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαρισθούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από την λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού , και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας» ( κεφ. 17) .
Με τα παραπάνω η ανάγκη η ανάγκη της εξομολογήσεως, την οποία προβάλλει ο π. Παϊσιος, φαίνεται αυτονόητη. Χωρίς την εξομολόγηση, χωρίς δηλ. τη μετάνοια, ο νους του ανθρώπου βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και σκοτασμού. . Η αμαρτία λειτουργεί μέσα του αρνητικά προκαλώντας τύφλωση. Κι η τύφλωση αυτή οδηγεί σε διπλό αρνητικό αποτέλεσμα: την έλλειψη αυτογνωσίας – ο άνθρωπος είναι χαμένος, μη μπορώντας να δει πνευματικά πού βρίσκεται – και την αδυναμία , όπως εξηγήσαμε, κατανοήσεως των πνευματικών λόγων.
«Μέσα σου, ο νους είναι συγχυσμένος και σκοτισμένος από τις αμαρτίες με συνέπεια και συ ο ίδιος να μην μπορείς καλά-καλά ν’ αντιληφθείς την κατάστασή σου… Όπως είναι ο νους σου συγχυσμένος , ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα» ( π. Παϊσιος ) .
Τι είναι η εξομολόγηση
Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η εξομολόγηση δεν είναι μια απλή συζήτηση με τον πνευματικό-εξομολόγο επί διαφόρων αποριών ή και προβλημάτων του εξομολογουμένου. Αυτό μπορεί να γίνει σε κάποια άλλη ώρα ,εκτός εξομολογήσεως, ή έστω, ως προέκταση της καθαυτό εξομολογήσεως. Ούτε ασφαλώς είναι μια τυπική επίσκεψη στον ιερέα πριν από τις μεγάλες εορτές, με μια κατ’ επιλογήν επισήμανση αμαρτιών ή και απλή εκζήτηση της «ευχής». Στην περίπτωση αυτή η εξομολόγηση λειτουργεί ως άλλοθι της ενοχής του ανθρώπου – «να ησυχάσουμε τη φωνή της συνειδήσεως»- με συνέπεια την παγίωση της αμαρτίας και την σκλήρυνση της ψυχής.
Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο εκείνο , που φανερώνει τη γνησιότητα της μετανοίας του πιστού. Πραγματοποιούμενη ενώπιον της Εκκλησίας –στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ενώπιον όλων και αργότερα ενώπιον του εκπροσώπου της Εκκλησίας πνευματικού εξομολόγου- αποτελεί το αποκορύφωμα της εν ταπεινώσει και συντριβή αναγνώρισης από τον πιστό ότι η ζωή του δεν βρίσκεται στην τροχιά του Χριστού και των αγίων ∙ ότι έσφαλε και σφάλλει, στο βαθμό που ή εκούσια ή ακούσια προσέβαλε την αγάπη στο πρόσωπο του Θεού ή των συνανθρώπων του. Παράλληλα όμως με την ομολογία αυτή εκδηλώνει και την ακλόνητη πεποίθησή του στην αγάπη και το έλεος του Θεού, τα οποία αναγνωρίζει ότι υπερβαίνουν την κατάντια του και έχουν τη δύναμη να τον ανορθώσουν και να τον οδηγήσουν σε ανώτερα πνευματικά ύψη: να ακολουθεί το Χριστό!
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η εξομολόγηση αφενός προϋποθέτει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητος του εξομολογουμένου και την πίστη του στην φιλανθρωπία του πανοικτίρμονος Θεού, αφετέρου έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τυχόν λοιπόν προσέλευση στο μυστήριο, χωρίς την απαιτούμενη προετοιμασία με εξομολόγηση εν μετανοία ενώπιον πρώτα του Θεού, αποτελεί εμπαιγμό του μυστηρίου ή το λιγότερο άγνοια της παραδόσεως της Εκκλησίας.
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, να προσέρχεται ο εξομολογούμενος απροετοίμαστος , επόμενο είναι να μη γεύεται τα αγαθά και τις δωρεές , που ο Θεός έχει υποσχεθεί να δώσει. Και τα αγαθά αυτά είναι η εξάλειψη κάθε αμαρτίας, αλλά και η δικαίωση του ανθρώπου. «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών , πιστός εστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» ( Α’ Ιω.1,9 ) . Και ο προφήτης Ησαΐας , ήδη από το χώρο της Π. Διαθήκης, διαλαλεί: « Εάν είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα, θα τις κάνω λευκές σαν το χιόνι» ( Πρβλ. Ης. 1,18 ) .
Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύει τα παραπάνω:
« Η μετάνοια δικαιώνει… Στο ληστή δεν είπε ο Κύριος, σε απαλλάσσω από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά τον βάζει μέσα στον Παράδεισο, δίκαιο. Μη λες λοιπόν πάλι, Αμάρτησα πολύ και πώς θα μπορέσω να σωθώ; Συ δεν μπορείς, μα ο Κύριός σου μπορεί , και τόσο πολύ, ώστε να σβήσει τελείως τα αμαρτήματά σου… Τόσο τέλεια σβήνει τα αμαρτήματα , ώστε να μην μένει ούτε ίχνος από αυτά. Ο Θεός λοιπόν χαρίζει και την ομορφιά μαζί με την υγεία, μαζί με την απαλλαγή από την κόλαση δίνει και τη δικαιοσύνη και κάνει τον αμαρτωλό να είναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Διότι εξαφανίζει το αμάρτημα και το κάνει να μην υπάρχει και να μην έχει γίνει ποτέ. Έτσι τέλεια το εξαφανίζει, δεν μένει ούτε σημάδι, ούτε ίχνος, ούτε απόδειξη, ούτε δείγμα» (Ομιλία η΄, περί μετανοίας ) .
Έτσι με την εν μετανοία συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως επανερχόμαστε στο αφετηριακό σημείο του βαπτίσματός μας. Όπως δηλ. τότε που βαπτισθήκαμε, κάθε αμάρτημά μας, ιδίως δε το προπατορικό λεγόμενο με τις κληρονομικές του συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, εξαλείφθηκε, έτσι και τώρα, στο δεύτερο αυτό και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα της μετανοίας, κάθε αμάρτημα που εκάναμε, μετά το πρώτο, εν λόγω ή έργω ή διανοία, εξαλείφεται και μας φέρει καθαρούς και πάλι στο σημείο εκκινήσεως της πνευματικής ζωής. Η ζωή μας στη φάση αυτή επανασυντονίζεται με τους χτύπους της παράδοσης της Εκκλησίας∙ «πιάνουμε» ξανά το σταθμό του Θεού∙ αρχίζουμε και (επι)κοινωνούμε με όλους τους αγίους. «Γιατί έτσι, όπως θα είναι ο νους σου συγχυσμένος ,ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε» ( π. Παϊσιος ) .
Εξομολόγηση στις εικόνες ή με παραβάν;
Ως εκ περισσού ας εξετάσουμε και το ερώτημα αυτό. Διότι με τα προηγούμενα δόθηκε σαφώς η απάντηση . Το μυστήριο της μετανοίας έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Μόνον ενώπιον του ιερέως ενός δηλ. συναμαρτωλού μέλους της Εκκλησίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και τούτο διότι ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι το καθόρισαν έτσι. « Αμήν, λέγω υμίν, όσα ένα δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» ( Ματθ. 18,18 ) . Η μεταβίβαση της εξουσίας αυτής από τον Χριστό στους μαθητές Του, μεταβιβάστηκε και στη συνέχεια στους διαδόχους τους Επισκόπους και ιερείς μέχρι σήμερα.
Μέσα λοιπόν στην Εκκλησία, πρόσωπο με πρόσωπο, τελεσιουργείται το μυστήριο της μετανοίας και γίνεται ο άνθρωπος με την ταπείνωση αυτή αληθινό πρόσωπο. Κανείς δεν εξαιρείται από τον κανόνα αυτό. Είτε απλός πιστός είναι είτε Πατριάρχης, όλοι θα πρέπει να περάσουμε και να περνάμε από το πετραχήλι του πνευματικού, για να βρίσκουμε το Θεό μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ταπείνωση αυτή είναι κρυμμένη η δύναμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Η τακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, να εξομολογείται κανείς απρόσωπα, με παραβάν κλπ., δεν φαίνεται να βοηθάει στην απόκτηση της ταπείνωσης. Μάλλον λειτουργεί υπέρ του εγωισμού του ανθρώπου, γιατί συντηρεί την ντροπή και την υπερηφάνειά του. Γι’ αυτό και ποτέ, ούτε ως σκέψη, δεν έγινε κάτι τέτοιο δεκτό από την Εκκλησία μας.
Πολύ περισσότερο, δεν γίνεται αποδεκτή η τακτική ορισμένων να «εξομολογούνται» στις εικόνες. Στη στάση αυτή η Ορθοδοξία βλέπει κατεξοχήν την παγίωση της αμαρτίας. Διότι εκεί φαίνεται ότι δεν υφίσταται αληθινή μετάνοια. Ποιος άλλωστε θα βεβαιώσει τη γνησιότητά της; Με τη εξομολόγηση στην εικόνα ο άνθρωπος στέκεται στην πραγματικότητα ενώπιον του εαυτού του. Η εικόνα, στη συγκεκριμένη χρήση της, δεν αποτελεί το «συ» του ανθρώπου, που θα κάνει τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του και τις αθέατες πλευρές του.
Η «εξομολόγηση» αυτή αποτελεί σαφές δείγμα της τάσης του ανθρώπου να αποκοπεί από την Εκκλησία, αφού αρνείται το λόγο του Χριστού και στων Αποστόλων. Τα επόμενο ασφαλώς βήμα του – για να είναι συνεπής- θα είναι τα παιδιά του να τα βαπτίζει μόνος του σε σκάφη, ο ίδιος δε να κοινωνεί στο σπίτι του, αγοράζοντας απλώς κρασί και ψωμί!!!
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΓΙΟΥ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΜΑΘΗΤΕΙΑ
ΣΕ ΣΥΧΡΟΝΟΥΣ
ΑΓΙΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ»
Εκδόσεις: Επέκταση
Είδαμε ότι η επιμονή στην πίστη του Χριστού φέρνει ως αποτέλεσμα το Χριστό στη ζωή μας. Ακριβώς λοιπόν το θέμα μας στη συνέχεια είναι αυτή τη παρουσία του Χριστού, όπως μας τη δίνει ένα περιστατικό από τη ζωή και πάλι του Π. Παϊσίου.
«Όταν ο Γέροντας βρισκόταν ακόμα στο κελί του Τιμίου Σταυρού, μια βραδιά, καθώς έλεγε την ευχή, είδε ξαφνικά να αφαιρείται η οροφή του κελιού του και επάνω, ολοκάθαρα, έβλεπε τον Κύριο. Το πρόσωπό Του είχε τόση λαμπρότητα που δυσκολευόταν να το κοιτάξει και απορούσε, πώς βρέθηκαν κάποτε μερικοί που μπόρεσαν να φτύσουν αυτό το πρόσωπο!
Μετά την θεωρία αυτή ο Γέροντας έδωσε οδηγίες στις αδελφές , που αγιογραφούσαν στο Ι. Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ώστε να αγιογραφήσουν πιστά τον Κύριο, όσο ήταν δυνατόν κατ’ άνθρωπον∙ κι εκείνος τις καθοδηγούσε μάλιστα κατά την αγιογράφηση της εικόνας Του.
Ο Γέροντας μάλιστα έλεγε ότι το πρόσωπο του Κυρίου και της Παναγίας μας έχει το χρώμα του όψιμου σταριού»
( Ιερομ. Χριστόδουλου, ο Γέρων Παϊσιος, σελ. 270) .
Σχόλια
1. Μήπως φαντασία και πλάνη η εμφάνιση του Χριστού;
Καθώς διαβάζει κανείς τέτοια θαυμαστά γεγονότα, του δημιουργείται η απορία: μήπως πρόκειται για φαντασίες που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα; Μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια πλάνη; Διότι πολύ συχνά ακούγεται ότι ο δείνα ή η δείνα είδαν το Χριστό, είδαν την παναγία
Ή κάποιον άλλο άγιο. Πρόκειται συνεπώς για «κοινές» εμπειρίες ορισμένων ατόμων, που έχουν κάποια συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση.
Η απάντηση δεν είναι απλή. Εξαρτάται από το ποιος έχει τη συγκεκριμένη εμπειρία, κάτω από ποιες συνθήκες τη βίωσε και τι αποτελέσματα έχει στη ζωή του.
Εξαρχής πρέπει να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία μας, δια στόματος των Πατέρων, χωρίς να απορρίπτει εκ των προτέρων τέτοιες «υπερφυσικές» καταστάσεις, στέκεται με πολύ σκεπτικισμό και μεγάλη επιφύλαξη απέναντί τους. Και αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε λειτουργία της φαντασίας του ανθρώπου, στην οποία ως δι’ οργάνου δρα ο διάβολος. Με άλλα λόγια στα περισσότερα οράματα , αποκαλυπτικά όνειρα κ. λ. π. έχουμε δαιμονική και όχι θεϊκή παρουσία. Ο διάβολος , που έχει τη δύναμι να μετασχηματίζεται και «εις άγγελον φωτός» ( Β΄Κορ.11, 14 ) κατά τον απόστολο , βρίσκει τη φαντασία ως γέφυρα, για να προσβάλει τον άνθρωπο και να τον αιχμαλωτίσει πλανεμένο στα δίχτυα του.
Είναι τόσο συχνό το φαινόμενο αυτό, ώστε οι νηπτικοί ιδίως Πατέρες αρνούνται οποιοδήποτε όνειρο και όραμα, ακόμη κι αν προέρχεται από τον ίδιο τον Θεό. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος για παράδειγμα αναφέρει ότι «όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άσοφος και άπειρος», ενώ ο μεγάλος νηπτικός άγιος Διάδοχος επισημαίνει ότι και εκ Θεού να είναι τα όνειρα – και τα οράματα θα προσθέταμε – καλό είναι να τα απορρίπτουμε , γιατί ακριβώς υπάρχει πάντοτε σ’ αυτά ο κίνδυνος της πλάνης.
Στην περίπτωση όμως των αγίων δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος. Διότι αυτοί, έμπειροι στον πνευματικό πόλεμο, πέρα από την αμφιβολία που τρέφουν στη λειτουργία της φαντασίας, γνωρίζουν με ακρίβεια , λόγω της παρουσίας του αγίου Πνεύματος μέσα τους, πότε κάτι είναι εκ του Θεού και πότε εκ του διαβόλου. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με το γέροντα Παϊσιο. Είχε τόσο ανεπτυγμένα πνευματικά αισθητήρια, ώστε ήξερε αν το όραμα ήταν θεϊκό ή όχι. Κι απόδειξη: ο πλούτος της χάρης του Θεού που αύξανε μέσα του μετά από τέτοιες καταστάσεις. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για τα περιστατικά που διηγείται ο ίδιος.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Αν το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας είναι η Θεία Ευχαριστία, η μετάνοια αποτελεί την προϋπόθεση συμμετοχής σ’ αυτήν και την ατμόσφαιρα της Εκκλησίας. Χωρίς μετάνοια δεν υπάρχει Χριστιανός κι ούτε μπορεί, ασφαλώς, εκτός αυτής , να αξιοποιήσει ό,τι προσφέρει η Εκκλησία. «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι, παρά του Κυρίου αιτησώμεθα» προτρέπει εκείνη σημαίνοντας τη σπουδαιότητα της μετανοίας.
Στο παρακάτω κείμενο θα κάνουμε λόγο όχι τόσο για τη μετάνοια σε γενικό εννοιολογικό επίπεδο –τι είναι, από πού πηγάζει, ποιές είναι οι προϋποθέσεις της, πώς εκφράζεται κ.λπ. -, όσο για τη θεσμοθετημένη μορφή της, του μυστηρίου της εξομολογήσεως. Αφορμή και οδηγό θα έχουμε και πάλι το γέροντα Παϊσιο, μέσα από ένα περιστατικό με ένα νεαρό που τον επισκέφθηκε.
«Επισκέφθηκε ένας νεαρός το κελί του Γέροντα και χτυπούσε το σήμαντρο, για ν’ ακούσει ο Γέροντας και να έρθει να του ανοίξει. Έφτασα κι εγώ (ιερομόναχος Χριστόδουλος) εκείνη τη στιγμή εκεί και περίμενα λίγο πιο πίσω. Κάποια στιγμή ο Γέροντας άνοιξε κι ήρθε στην πόρτα του φράχτη.
- Τι είναι, βρε λεβέντη, τι θέλεις; Ρώτησε ο Γέροντας.
- Γέροντα, θέλω να σας δω και να σας συμβουλευτώ για κάτι.
- Έχεις εξομολογηθεί; Έχεις πνευματικό;
- Όχι, Γέροντα, ούτε πνευματικό έχω ούτε έχω εξομολογηθεί.
- Ε, κοίταξε βρε παιδί μου, πήγαινε πρώτα να εξομολογηθείς και μετά να έρθεις.
- Γιατί , Γέροντα, τώρα δε γίνεται να σας δω;
- Βρε παιδάκι μου, κοίταξε ‘κει πέρα να σου εξηγήσω, για να καταλάβεις. Μέσα σου, ο νους είναι συγχυσμένος και σκοτισμένος από τις αμαρτίες με συνέπεια και συ ό ίδιος να μην μπορείς καλά-καλά ν’ αντιληφθείς την κατάστασή σου. Κι έτσι ούτε και σε μένα θα μπορέσεις να πεις, πως έχουν τα πράγματα. Αν όμως εξομολογηθείς , θα καθαρίσει και το μυαλό σου και θα δεις τα πράγματα πολύ διαφορετικά.
- Γέροντα, μπορεί εγώ να είμαι θολωμένος και να μην μπορώ να σας πω ακριβώς τι μου συμβαίνει, όμως εσείς μπορείτε να με καταλάβετε και να μου πείτε τι πρέπει να κάνω.
- Κοίταξε εδώ, ακόμα κι εγώ αν έχω κάποια καθαρότητα και μπορώ να δω τι σου συμβαίνει, πάλι υπάρχει πρόβλημα σε σένα. Γιατί έτσι, όπως είναι ο νους σου συγχυσμένος, ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε. Πήγαινε λοιπόν να εξομολογηθείς και σε περιμένω να έρθεις».
( Ιερομ. Χριστοδούλου, ο Γέρων Παϊσιος, σελ. 227 ) .
Σχόλια
1. Η ανάγκη της εξομολογήσεως
Η άρνηση του Γέροντα να δεχτεί το νεαρό δεν οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα: κάποια κόπωση ή αρρώστια του. Οφείλεται στην αδυναμία του νεαρού να κατανοήσει το λόγο του Θεού ή κάποια πνευματική συμβουλή , λόγω ελλείψεως μετανοίας μέσα του. Η αμετανοησία , όπως φανερώνεται από τη δήλωσή του ότι δεν έχει πνευματικό-εξομολόγο, αποτελεί το σκληρό και πατημένο εκείνο έδαφος της γνωστής παραβολής του σπορέως, το οποίο δεν αφήνει να ριζώσει ο πνευματικός γενικά λόγος. Ο γέρων Παϊσιος δηλ., με την άρνησή του επισημαίνει μια βασική πνευματική αρχή: προκειμένου να ακούσει και να κατανοήσει κανείς το λόγο του Θεού ή κάποια πνευματική συμβουλή απαιτείται να έχει καθαρές πνευματικές αισθήσεις.
Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο πνευματικός λόγος, ως προερχόμενος από τον απόλυτο άγιο και καθαρό Θεό, ζητεί αντίστοιχο έδαφος∙ καθαρή δηλ. καρδιά ή τουλάχιστον διάθεση για απόκτηση καθαρότητος , άρα κλίμα μετάνοιας. Έτσι μπορεί να υπάρχει ο πομπός, που εκπέμπει τα μηνύματα, αλλά χωρίς τον αντίστοιχο δέκτη, που να είναι συντονισμένος στην ίδια συχνότητα, δεν επιτυγχάνεται η επικοινωνία.
Από την άποψη αυτή αυτός που ακούει τον πνευματικό λόγο δεν μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση παθητική∙ χρειάζεται να ενεργοποιήσει στο ανώτερο δυνατό σημείο τον εαυτό του - να μετανοήσει δηλ. – για να δεχθεί το λόγο και να τον καταστήσει θετικά ενεργό καθαρό μέσα του. Ο Κύριος ήδη είχε επισημάνει την πραγματικότητα αυτή, όταν στη διδασκαλία Του κατέληγε με την φράση: «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» ( Ματθ. 11, 15 κ.α. ) . Μόνον όποιος έχει αυτιά κατάλληλα ,δηλ. πνευματικά , μπορεί να ακούει το λόγο και τη διδαχή Του.
Ο μεγάλος ασκητικός Διδάσκαλος άγιος Διάδοχος επίσκοπος Φωτικής επί του θέματος σημειώνει παραστατικά:
«Τα σωματικά τραύματα, όταν μείνουν απεριποίητα και σκληρυνθούν, δεν αισθάνονται τα φάρμακα των γιατρών, ενώ όταν καθαρισθούν, επηρεάζονται από την ενέργεια του φαρμάκου και θεραπεύονται γρήγορα. Έτσι και η ψυχή, όσο δεν την επιμελείται κανείς και είναι ολόκληρη σκεπασμένη από την λέπρα της φιληδονίας, δεν μπορεί να αισθανθεί το φόβο του Θεού , και αν ακόμη κανείς ακατάπαυστα της μιλάει για το φοβερό δικαστήριο του Θεού. Όταν όμως αρχίσει με τη μεγάλη προσοχή και επιμέλεια να καθαρίζεται, τότε αισθάνεται σαν ζωοποιό φάρμακο το φόβο του Θεού, ο οποίος την καίει με τους ελέγχους της συνειδήσεως στη φωτιά της απάθειας» ( κεφ. 17) .
Με τα παραπάνω η ανάγκη η ανάγκη της εξομολογήσεως, την οποία προβάλλει ο π. Παϊσιος, φαίνεται αυτονόητη. Χωρίς την εξομολόγηση, χωρίς δηλ. τη μετάνοια, ο νους του ανθρώπου βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και σκοτασμού. . Η αμαρτία λειτουργεί μέσα του αρνητικά προκαλώντας τύφλωση. Κι η τύφλωση αυτή οδηγεί σε διπλό αρνητικό αποτέλεσμα: την έλλειψη αυτογνωσίας – ο άνθρωπος είναι χαμένος, μη μπορώντας να δει πνευματικά πού βρίσκεται – και την αδυναμία , όπως εξηγήσαμε, κατανοήσεως των πνευματικών λόγων.
«Μέσα σου, ο νους είναι συγχυσμένος και σκοτισμένος από τις αμαρτίες με συνέπεια και συ ο ίδιος να μην μπορείς καλά-καλά ν’ αντιληφθείς την κατάστασή σου… Όπως είναι ο νους σου συγχυσμένος , ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα» ( π. Παϊσιος ) .
Τι είναι η εξομολόγηση
Καταρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η εξομολόγηση δεν είναι μια απλή συζήτηση με τον πνευματικό-εξομολόγο επί διαφόρων αποριών ή και προβλημάτων του εξομολογουμένου. Αυτό μπορεί να γίνει σε κάποια άλλη ώρα ,εκτός εξομολογήσεως, ή έστω, ως προέκταση της καθαυτό εξομολογήσεως. Ούτε ασφαλώς είναι μια τυπική επίσκεψη στον ιερέα πριν από τις μεγάλες εορτές, με μια κατ’ επιλογήν επισήμανση αμαρτιών ή και απλή εκζήτηση της «ευχής». Στην περίπτωση αυτή η εξομολόγηση λειτουργεί ως άλλοθι της ενοχής του ανθρώπου – «να ησυχάσουμε τη φωνή της συνειδήσεως»- με συνέπεια την παγίωση της αμαρτίας και την σκλήρυνση της ψυχής.
Η εξομολόγηση είναι το μυστήριο εκείνο , που φανερώνει τη γνησιότητα της μετανοίας του πιστού. Πραγματοποιούμενη ενώπιον της Εκκλησίας –στα πρώτα χριστιανικά χρόνια ενώπιον όλων και αργότερα ενώπιον του εκπροσώπου της Εκκλησίας πνευματικού εξομολόγου- αποτελεί το αποκορύφωμα της εν ταπεινώσει και συντριβή αναγνώρισης από τον πιστό ότι η ζωή του δεν βρίσκεται στην τροχιά του Χριστού και των αγίων ∙ ότι έσφαλε και σφάλλει, στο βαθμό που ή εκούσια ή ακούσια προσέβαλε την αγάπη στο πρόσωπο του Θεού ή των συνανθρώπων του. Παράλληλα όμως με την ομολογία αυτή εκδηλώνει και την ακλόνητη πεποίθησή του στην αγάπη και το έλεος του Θεού, τα οποία αναγνωρίζει ότι υπερβαίνουν την κατάντια του και έχουν τη δύναμη να τον ανορθώσουν και να τον οδηγήσουν σε ανώτερα πνευματικά ύψη: να ακολουθεί το Χριστό!
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν η εξομολόγηση αφενός προϋποθέτει τη συναίσθηση της αμαρτωλότητος του εξομολογουμένου και την πίστη του στην φιλανθρωπία του πανοικτίρμονος Θεού, αφετέρου έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Τυχόν λοιπόν προσέλευση στο μυστήριο, χωρίς την απαιτούμενη προετοιμασία με εξομολόγηση εν μετανοία ενώπιον πρώτα του Θεού, αποτελεί εμπαιγμό του μυστηρίου ή το λιγότερο άγνοια της παραδόσεως της Εκκλησίας.
Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, να προσέρχεται ο εξομολογούμενος απροετοίμαστος , επόμενο είναι να μη γεύεται τα αγαθά και τις δωρεές , που ο Θεός έχει υποσχεθεί να δώσει. Και τα αγαθά αυτά είναι η εξάλειψη κάθε αμαρτίας, αλλά και η δικαίωση του ανθρώπου. «Εάν ομολογώμεν τας αμαρτίας ημών , πιστός εστι και δίκαιος, ίνα αφή ημίν τας αμαρτίας και καθαρίση ημάς από πάσης αδικίας» ( Α’ Ιω.1,9 ) . Και ο προφήτης Ησαΐας , ήδη από το χώρο της Π. Διαθήκης, διαλαλεί: « Εάν είναι οι αμαρτίες σας κόκκινες σαν το αίμα, θα τις κάνω λευκές σαν το χιόνι» ( Πρβλ. Ης. 1,18 ) .
Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύει τα παραπάνω:
« Η μετάνοια δικαιώνει… Στο ληστή δεν είπε ο Κύριος, σε απαλλάσσω από την κόλαση και την τιμωρία, αλλά τον βάζει μέσα στον Παράδεισο, δίκαιο. Μη λες λοιπόν πάλι, Αμάρτησα πολύ και πώς θα μπορέσω να σωθώ; Συ δεν μπορείς, μα ο Κύριός σου μπορεί , και τόσο πολύ, ώστε να σβήσει τελείως τα αμαρτήματά σου… Τόσο τέλεια σβήνει τα αμαρτήματα , ώστε να μην μένει ούτε ίχνος από αυτά. Ο Θεός λοιπόν χαρίζει και την ομορφιά μαζί με την υγεία, μαζί με την απαλλαγή από την κόλαση δίνει και τη δικαιοσύνη και κάνει τον αμαρτωλό να είναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Διότι εξαφανίζει το αμάρτημα και το κάνει να μην υπάρχει και να μην έχει γίνει ποτέ. Έτσι τέλεια το εξαφανίζει, δεν μένει ούτε σημάδι, ούτε ίχνος, ούτε απόδειξη, ούτε δείγμα» (Ομιλία η΄, περί μετανοίας ) .
Έτσι με την εν μετανοία συμμετοχή μας στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως επανερχόμαστε στο αφετηριακό σημείο του βαπτίσματός μας. Όπως δηλ. τότε που βαπτισθήκαμε, κάθε αμάρτημά μας, ιδίως δε το προπατορικό λεγόμενο με τις κληρονομικές του συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, εξαλείφθηκε, έτσι και τώρα, στο δεύτερο αυτό και επαναλαμβανόμενο βάπτισμα της μετανοίας, κάθε αμάρτημα που εκάναμε, μετά το πρώτο, εν λόγω ή έργω ή διανοία, εξαλείφεται και μας φέρει καθαρούς και πάλι στο σημείο εκκινήσεως της πνευματικής ζωής. Η ζωή μας στη φάση αυτή επανασυντονίζεται με τους χτύπους της παράδοσης της Εκκλησίας∙ «πιάνουμε» ξανά το σταθμό του Θεού∙ αρχίζουμε και (επι)κοινωνούμε με όλους τους αγίους. «Γιατί έτσι, όπως θα είναι ο νους σου συγχυσμένος ,ούτε θα καταλάβεις τι θα σου πω ούτε και θα θυμάσαι σε λίγο τίποτα. Άμα όμως εξομολογηθείς και μπεις και συ στην ίδια πνευματική συχνότητα με μας, τότε θα μπορέσουμε άνετα να συνεννοηθούμε» ( π. Παϊσιος ) .
Εξομολόγηση στις εικόνες ή με παραβάν;
Ως εκ περισσού ας εξετάσουμε και το ερώτημα αυτό. Διότι με τα προηγούμενα δόθηκε σαφώς η απάντηση . Το μυστήριο της μετανοίας έχει εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Μόνον ενώπιον του ιερέως ενός δηλ. συναμαρτωλού μέλους της Εκκλησίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και τούτο διότι ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι το καθόρισαν έτσι. « Αμήν, λέγω υμίν, όσα ένα δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» ( Ματθ. 18,18 ) . Η μεταβίβαση της εξουσίας αυτής από τον Χριστό στους μαθητές Του, μεταβιβάστηκε και στη συνέχεια στους διαδόχους τους Επισκόπους και ιερείς μέχρι σήμερα.
Μέσα λοιπόν στην Εκκλησία, πρόσωπο με πρόσωπο, τελεσιουργείται το μυστήριο της μετανοίας και γίνεται ο άνθρωπος με την ταπείνωση αυτή αληθινό πρόσωπο. Κανείς δεν εξαιρείται από τον κανόνα αυτό. Είτε απλός πιστός είναι είτε Πατριάρχης, όλοι θα πρέπει να περάσουμε και να περνάμε από το πετραχήλι του πνευματικού, για να βρίσκουμε το Θεό μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην ταπείνωση αυτή είναι κρυμμένη η δύναμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας.
Η τακτική της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, να εξομολογείται κανείς απρόσωπα, με παραβάν κλπ., δεν φαίνεται να βοηθάει στην απόκτηση της ταπείνωσης. Μάλλον λειτουργεί υπέρ του εγωισμού του ανθρώπου, γιατί συντηρεί την ντροπή και την υπερηφάνειά του. Γι’ αυτό και ποτέ, ούτε ως σκέψη, δεν έγινε κάτι τέτοιο δεκτό από την Εκκλησία μας.
Πολύ περισσότερο, δεν γίνεται αποδεκτή η τακτική ορισμένων να «εξομολογούνται» στις εικόνες. Στη στάση αυτή η Ορθοδοξία βλέπει κατεξοχήν την παγίωση της αμαρτίας. Διότι εκεί φαίνεται ότι δεν υφίσταται αληθινή μετάνοια. Ποιος άλλωστε θα βεβαιώσει τη γνησιότητά της; Με τη εξομολόγηση στην εικόνα ο άνθρωπος στέκεται στην πραγματικότητα ενώπιον του εαυτού του. Η εικόνα, στη συγκεκριμένη χρήση της, δεν αποτελεί το «συ» του ανθρώπου, που θα κάνει τον άνθρωπο να δει τον εαυτό του και τις αθέατες πλευρές του.
Η «εξομολόγηση» αυτή αποτελεί σαφές δείγμα της τάσης του ανθρώπου να αποκοπεί από την Εκκλησία, αφού αρνείται το λόγο του Χριστού και στων Αποστόλων. Τα επόμενο ασφαλώς βήμα του – για να είναι συνεπής- θα είναι τα παιδιά του να τα βαπτίζει μόνος του σε σκάφη, ο ίδιος δε να κοινωνεί στο σπίτι του, αγοράζοντας απλώς κρασί και ψωμί!!!
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΓΙΟΥ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΜΑΘΗΤΕΙΑ
ΣΕ ΣΥΧΡΟΝΟΥΣ
ΑΓΙΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΕΣ»
Εκδόσεις: Επέκταση
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2014
(206)
- ► Σεπτεμβρίου (37)
- ► Φεβρουαρίου (18)
- ► Ιανουαρίου (30)
-
►
2013
(295)
- ► Δεκεμβρίου (36)
- ► Σεπτεμβρίου (29)
- ► Φεβρουαρίου (14)
- ► Ιανουαρίου (16)
-
►
2012
(185)
- ► Δεκεμβρίου (19)
- ► Σεπτεμβρίου (24)
- ► Φεβρουαρίου (5)
- ► Ιανουαρίου (10)
-
►
2011
(208)
- ► Δεκεμβρίου (21)
- ► Σεπτεμβρίου (22)
- ► Φεβρουαρίου (13)
- ► Ιανουαρίου (13)
-
▼
2010
(43)
- ► Δεκεμβρίου (12)
- ► Σεπτεμβρίου (3)
- ► Ιανουαρίου (8)
-
►
2009
(25)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Σεπτεμβρίου (17)