Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Το ευαγγέλιο της Κυριακής



Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013
Το ευαγγέλιο της Κυριακής
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
Κεφ. ιστ΄ (16)
Στιχ. :  19-31
Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου

19 Επεν Κύριος• Ανθρωπος τις ν πλούσιος, κα νεδιδύσκετο πορφύραν κα βύσσον εφραινόμενος καθ᾿ μέραν λαμπρς
20  Πτωχς δέ τις ν νόματι Λάζαρος, ς βέβλητο πρς τν πυλνα ατο λκωμένος
21 κα πιθυμν χορτασθναι π τν ψιχίων τν πιπτόντων π τς τραπέζης το πλουσίου• λλ κα ο κύνες ρχόμενοι πέλειχον τ λκη ατο.
22 ᾿Εγένετο δ ποθανεν τν πτωχν κα πενεχθναι ατν π τν γγέλων ες τν κόλπον ᾿Αβραάμ• πέθανε δ κα πλούσιος κα τάφη.
23 Κα ν τ δ πάρας τος φθαλμος ατο, πάρχων ν βασάνοις, ρ τν ᾿Αβραμ π μακρόθεν κα Λάζαρον ν τος κόλποις ατο.
24 Κα ατς φωνήσας επε• Πάτερ ᾿Αβραάμ, λέησόν με κα πέμψον Λάζαρον να βάψ τ κρον το δακτύλου ατο δατος κα καταψύξ τν γλσσάν μου, τι δυνμαι ν τ φλογ ταύτ.
25 Επε δ ᾿Αβραάμ• Τέκνον, μνήσθητι τι πέλαβες σ τ γαθά σου ν τ ζω σου, κα Λάζαρος μοίως τ κακά• νν δ δε παρακαλεται, σ δ δυνσαι•
26 κα π πσι τούτοις μεταξ μν κα μν χάσμα μέγα στήρικται, πως ο θέλοντες διαβναι νθεν πρς μς μ δύνωνται, μηδ ο κεθεν πρς μς διαπερσιν.
27 Επε δέ• ᾿Ερωτ ον σε, πάτερ, να πέμψς ατν ες τν οκον το πατρός μου•
28 χω γρ πέντε δελφούς• πως διαμαρτύρηται ατος, να μ κα ατο λθωσιν ες τν τόπον τοτον τς βασάνου.
29 Λέγει ατ ᾿Αβραάμ• Εχουσι Μωϋσέα κα τος προφήτας• κουσάτωσαν ατν.
30   Ο δ επεν• Οχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, λλ᾿ άν τις π νεκρν πορευθ πρς ατούς, μετανοήσουσιν.
31 Επε δ ατ• Ε Μωϋσέως κα τν προφητν οκ κούουσιν, οδ άν τις κ νεκρν ναστ πεισθήσονται.



Σύντομη ερμηνεία

19 Συνεχίζοντας ο Κύριος τη διδασκαλία του για την καλή χρησιμοποίηση του πλούτου, είπε και την ακόλουθη παραβολή: Υπήρχε κάποιος πλούσιος άνθρωπος , ο οποίος φορούσε βασιλικά ενδύματα . Απ’ έξω φορούσε ένα μάλλινο κόκκινο και πανάκριβο ρούχο , κι από μέσα φορούσε λευκό χιτώνα πολυτελή από λεπτό αιγυπτιακό λινάρι. Και διασκέδαζε σε πλούσια συμπόσια κάθε μέρα με μεγαλοπρέπεια.
20 Ήταν όμως και κάποιος φτωχός που λεγόταν Λάζαρος, ο οποίος ήταν γεμάτος πληγές και παραπεταμένος κοντά στην εξώπορτα του πλουσίου.
21 Και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σα να μην του έφτανε η στέρηση αυτή, καθώς ήταν και σχεδόν γυμνός, έρχονταν και οι σκύλοι και έγλειφαν τις πληγές του. Παρόλα αυτά όμως ο Λάζαρος δεν έβγαζε από το στόμα του ούτε την παραμικρή λέξη παραπόνου εναντίον του πλουσίου ή κάποιο γογγυσμό εναντίον του Θεού.
22 Κάποτε λοιπόν πέθανε ο φτωχός , και οι άγγελοι του θεού τον μετέφεραν στην αγκαλιά του Αβραάμ , για να βρει ανάπαυση εκεί μέσα στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος , και οι άνθρωποι τον έθαψαν με μεγαλοπρέπεια. Πουθενά όμως δεν φάνηκαν γι’ αυτόν οι άγγελοι του Θεού.
23 Και στον τόπο του Άδη , καθώς βασανιζόταν , σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο να είναι στην αγκαλιά του.
24 Αυτός λοιπόν που στη γη τα είχε όλα και δεν παρακαλούσε κανένα να τον βοηθήσει, φώναξε τώρα και είπε: Πατέρα μου Αβραάμ , σπλαχνίσου με . Λυπήσου με και στείλε τον Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι βασανίζομαι και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά.
25 Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου όταν ζούσες στη γη. Ενώ ο Λάζαρος αντίστοιχα απόλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθένειας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται γι’ αυτό που υπέφερε τότε συνεχώς, ενώ εσύ υποφέρεις και βασανίζεσαι χωρίς διακοπή, όπως αδιάκοπη και συνεχής ήταν η ευτυχία σου πάνω στη γη.
26 Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα , ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι όσοι είναι από εκεί να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας.
27 Είπε πάλι ο πλούσιος: Αφού κάθε άνθρωπος που έμεινε αμετανόητος στην  επίγεια ζωή του, μετά το θάνατό του δεν έχει πλέον καμία ελπίδα , σε παρακαλώ , λοιπόν, πάτερ, στείλε τον Λάζαρο στο σπίτι του πατέρα μου.
28 Διότι έχω πέντε αδελφούς. Στείλε τον να τους βεβαιώσει ως αυτόπτης μάρτυρας για όσα συμβαίνουν εδώ, για να μην έλθουν κι αυτοί στον τόπο αυτό της τιμωρίας και των βασάνων που βρίσκομαι εγώ.
29 Του λέει ο Αβραάμ: Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες που τους βεβαιώνουν γι’ αυτά. Ας ακούσουν εκείνους.
30 Εκείνος τότε του είπε: Όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα υπακούσουν στο Μωυσή και στους προφήτες. Εάν όμως πάει σ’ αυτούς κάποιος από τους νεκρούς, θα μετανοήσουν.
31 Του είπε τότε ο Αβραάμ: Εάν δεν έχουν την καλή διάθεση να υπακούσουν στο Μωυσή και στους προφήτες, δεν θα πεισθούν, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς. Διότι, όταν ατονήσει η πρώτη τους εντύπωση από την ανάσταση, θα επανέλθουν πάλι στην προηγούμενή τους σκληρότητα.

Πηγή: «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ΠΑΝ. Ν . ΤΡΕΜΠΕΛΑ

ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου