Περιπέτεια με τους κομιτατζήδες, αιχμάλωτος στην Βουλγαρία ( 1941)
Βρισκόμαστε στο 1941. Ζούμε στους χρόνους της μαύρης σκλαβιάς του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκεται υπό την μπότα των Γερμανών. Όμως η Μακεδονία ζει ημέρες της πλέον στυγνής δουλείας που είχε γνωρίσει στην ιστορία της.
Εδώ κατακτητής είναι ο γειτονικός ομόδοξος βουλγάρικος λαός. Πολλοί αιτιώνται την απηνή σκληρότητα μόνον των Βουλγάρων. Όμως χάριν της αλήθειας οφείλουμε να ομολογήσουμε , από παθόντες αυτόπτες μάρτυρες, ότι τα φοβερά δεινά υπέστησαν οι μακεδόνες αδελφοί μας και από δικούς μας. Από εξομότες δηλαδή Έλληνες, οι οποίοι κατετάγησαν στο αντίθετο στράτευμα, αλλά και από κρυφοβούλγαρους που ζούσαν σε ελληνικά χωριά.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θανάσης, ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Χαράλαμπου, ως δεκανέα, στο στρατό, και μάλιστα πολλές φορές ευεργετήθηκε από αυτόν, πριν σπάση το μέτωπο από τους Γερμανούς.
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του 1941. Ξαφνικά ακούγονται στα βουνά, στην πόλι, στους δρόμους, κραυγές, πόνος. Τι συμβαίνει; Κατέβηκαν οι κομιτατζήδες. Αιφνιδιαστικά πετσοκόβουν όσους βρίσκονται μπροστά τους. Το μακελειό απερίγραπτο. Χιλιάδες οι νεκροί, κατακρεουργημένοι εδώ κι εκεί.
Την εποχήν εκείνη διέλαμπεν η φήμη του γνωστού χαρισματούχου Γέροντος της Σίψας Γεωργίου Καρσλίδη, ο οποίος επρόλαβε ν’ αποκρύψη έναν μεγάλον αριθμόν ανθρώπων στο ησυχαστήριό του ως άλλος Αβδιού από οργής Ιεζάβελ. Συγχρόνως, επί τρεις-τέσσερις ημέρες τους εξασφάλιζε και το σιτηρέσιον. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Χαράλαμπος μαζί μ’ ένα από τα δίδυμα αδέλφια του, τον δεκαεξαετή περίπου Δαμιανόν. Μετά από το διάστημα αυτό εκόπασαν οι ιαχές των όπλων. «Επιτέλους, λένε, φύγανε. Καιρός, λοιπόν, να πορευθή ο καθένας στην δουλειά του».
Παραλαμβάνει ο Χαράλαμπος την άμαξαν με τα ζώα και βγαίνει στο δάσος για τ’ απαραίτητα ξύλα. Το ίδιο έκαμαν και πολλοί άλλοι. Και όμως˙ δεν περνά πολλή ώρα και διαπιστώνουν ότι είχανε πέσει θύματα ενέδρας. Ακούεται δυνατή φωνή:
- Αλτ! Ψηλά τα χέρια.
Εντός ολίγου όλοι εκείνοι οι βιοπαλαιστές βρίσκονται αιχμάλωτοι στα χέρια των κομιτατζήδων.
- Κακούργοι σας πιάσαμε. Όλοι κατάσκοποι είσαστε.
Όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθή, σαν απάντησι «φλαπ» με το γκλοπ.
«Περνά, λέγει ο Χαράλαμπος, από κοντά μας ο κομιτατζής. Μου αρχινά:
- Κακούργε, κατάσκοπε…
Του λέγω:
- Βρε κοίταξε μπροστά σου˙ ο αδελφός μου, ακόμα ανήλικος είναι˙ κατάσκοποι είμαστε; Προς Θεού!
Φλαπ, φλαπ , με το γκλοπ. Τι να πω! Αν μπορείς βρες δίκαιο˙ το βούλωσα. Μας οδήγησαν στο στρατόπεδο έξω από τη Δράμα. Αφού μας έφεραν στη φυλακή, μας έκλεισαν όλους σε μια μεγάλην αίθουσαν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό επί μια βδομάδα. Κάθε μέρα, πρωί βράδυ, περνούσαν μερικοί στρατιώτες. Άλλος μας κλωτσούσε με σιδερένιες μπότες, άλλος χτυπούσε με γκλοπ, άλλος μπουνιές, άλλος ξύλο κλπ. Εν τω μεταξύ πεινάσαμε κιόλας˙ φαγητό τίποτε. Ένας από την παρέα φωνάζει απελπισμένος: “Πεινώ”. Απάντησις… φλαπ, ξύλο. Να φαγητό.
Άλλος ένας φωνάζει απελπισμένος: “Νερό-νερό, καίομαι”. Του απαντά ο κομιτατζής: “Νερό δεν έχει. Έχει όμως ούρο”. Και ο διψασμένος, καμένος όπως ήταν: “Φέρε˙ ας είναι και ούρο”.
Για μια στιγμή, σαν ήμουν στη φυλακή, βλέπω ένα στρατιώτη γνωστό μου. Κοιτάω καλά˙ ο Θανάσης. Δόξα τω Θεώ, λέω, σωθήκαμε˙ φίλος μου είναι. Τον πλησιάζω με θάρρος: “Θανάση, Θανάση˙ τι γίνεσαι;”. Με πλησιάζει ο “φίλος” μου ο Θανάσης με το γκλοπ και σαν απάντησι… φλαπ-φλαπ ,μ’ έκαμε σαπούνι. Ήταν και αυτός ένας από τους εξωμότες. Σ’ αυτήν την κατάστασι με τα κλωτσοκοπήματα παραμείναμε έξι ημέρες. Κατά την εβδόμην καταφθάνει και το θλιβερό μήνυμα: Καταδίκη σε θάνατον˙ τελειωτικό κλωτσοκόπημα μέχρις εξοντώσεως. Όλοι πάγωσαν . Όσο για μένα τι μεσολάβησε;».
Θαυμαστή διάσωσις από τον άγιον μεγαλομάρτυρα Γεώργιον
«Τότε ήλθα σε μιάν πολύ μεγάλην περισυλλογή. Σκέφθηκα μέσα μου: “ Αχ, πόσο μάταιη είναι αυτή η ζωή. Ήθελες Χαράλαμπε να παντρευτής για να γίνης παπάς , να σώσης τον κόσμον. Λοιπόν σώσε τώρα πρώτα τον εαυτό σου”. Στην συνέχεια γονάτισα κάτω και με πύρινα δάκρυα φώναξα: “ Άγιε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, μεγάλε στρατιώτα του Χριστού, σώσε μας και σου υπόσχομαι ν’ αφιερώσω εξ ολοκλήρου στον Θεόν τη ζωή μου”. Μόλις τελειώνω την προσευχήν, να και ακούω ένα κρότον από πάνω μας «γκλακ-γκλακ» ˙ καλπασμός αλόγου. Στρέφω ψηλά το βλέμμα˙ ένα άλογο εκάλπαζε στον αέρα από πάνω μας˙ καβαλλάρη όμως δεν είδα. Κατάλαβα όμως: “ Βρε, λέω, ο άη-Γιώργης είναι σίγουρα˙ μόνο που είμαι ανάξιος να δω τον ίδιον. Ας είναι και το άλογο. Σημαίνει μας άκουσε”.
Από την άλλην παρέα κανένας δεν είδε τίποτε. Ωστόσο με υψωμένο το ηθικό παρηγορούσα τους πονεμένους συντρόφους μου: “Θάρρος, παιδιά, θα γλυτώσουμε˙ ο άη-Γιώργης θα μας σώση”.
Θάρρος, αλλά τι θάρρος; Η κατάστασις επιδεινώνεται. Αποκορύφωμα η τελευταία απόφασις. Ήδη την εβδόμην ημέραν πρωί-πρωί, μπαίνουν μέσα οι δήμιοι να μας αποτελειώσουν. Και όμως δεν προλαβαίνουν να δώσουν τα πρώτα κτυπήματα. Ανοίγει ξαφνικά διάπλατα η πόρτα της φυλακής.
Ένας γεροδεμένος νέος μπαίνει μέσα με άγριες φωνές. “Σταματάτε κακούργοι αμέσως˙ ειδ’ άλλως θα σας καθαρίσω όλους. Αφήστε τους αθώους αυτούς ανθρώπους να πάνε σπίτι τους”. Εν ριπή οφθαλμού , άλλαξε το σκηνικό. Χαθήκαν όλοι˙ μαζί και ο άγνωστος εκείνος νέος. Το τι έγινε δεν περιγράφεται˙ χαρές, φιλιά, κλάματα, συγκινήσεις.
- Δε σας το ‘λεγα εγώ, τους είπα, θα μας σώση ο άη-Γιώργης; Αν θέλετε να σας πω και τι του έταξα. Θ’ αφιερωθώ στον Θεό.
Συμπληρώνει ο μικρός Δαμιανός:
- Εγώ έταξα όσο ζω, το καντήλι του ακοίμητο να καίη σπίτι μας.
Και ένας εξάδελφος Βασίλης:
- Κι εγώ έταξα να του αφιερώσω το άλογό μου.
Ωστόσο άλλη απορία: ποιός ήταν ο άγνωστος ευεργέτης; Ο ένας έλεγε ότι ήταν παλληκάρι, άλλος ότι ήταν μεσήλικας, άλλος έλεγε: “ φωνήν άκουσα, πρόσωπο δεν είδα”. Άλλος την φωνήν άκουσε στα ελληνικά˙ άλλος στα βουλγάρικα…
Παραμένουμε όλοι οι αιχμάλωτοι μ’ αυτές τις εντυπώσεις. Όμως οι φυλακές κλειδωμένες. Ήδη μερικοί πάλιν μεμψιμοιρούν. “Μήπως… μήπως…”. Αρχίζω ξανά να τους ενθαρρύνω: «Θάρρος, αδέλφια. Τελειώσαν όλα˙ λίγη υπομονή».
Πράγματι, δεν περνά πολλή ώρα , ξανανοίγουν οι πύλες. Επίσημη ανακοίνωσις από τον βασιλιά Βόρι. “ Επειδή σήμερα η βασίλισσα εγέννησεν τον διάδοχόν μου, απονέμω χάριν σ’ όλους τους αιχμαλώτους˙ απ’ αυτήν την στιγμήν είσαστε όλοι ελεύθεροι”.
Μόλις ανοίγουν οι φυλακές, από την χαρά μας, παρ’ όλην την πείνα και την εξάντληση, σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στα σπίτια μας.
Μόνη απορία που έμεινε όμως στους αιχμαλώτους , ποιός ήταν αυτός ο άγνωστος ευεργέτης μας. Άγγελος , άγιος, άνθρωπος; Όπως και να ΄χη ,γεγονός είναι ότι ήταν σταλμένος από Θεού στην πιο κρίσιμην ώρα. Δηλαδή στο παρά πέντε. Αλλιώς μέχρι να ‘φθανε το βασιλικό μήνυμα θα ήταν πια πολύ αργά. Ήδη θα ‘μασταν τελειωμένοι».
...
Τα πρώτα γυμνάσια
Βλέποντας ο Γέροντας την υπερβολική φλόγα του νέου δοκίμου και την δίψα για προσευχή, μεθοδευόταν τρόπους, αφ’ ενός να του αυξήση το τάλαντο και αφ’ ετέρου, να τον προφυλάξη από το δαιμονικό πάθος της επάρσεως.
Ένας τρόπος για να τον κρατήση στην ταπεινοφροσύνη, ήταν και ο εξής: του συμπεριφερόταν με πολλήν αγένεια˙ αντί να τον καλή με τ’ όνομά του , συνήθιζε να του λέη: « Έλα ρε…» . Και ο Χαράλαμπος (όπως μου έλεγε ο ίδιος), από μέσα του έλεγε: « Ρε; Τι ρε; Όνομα δεν έχω; Τι ευγένεια είναι αυτή; Εδούλευα με κοσμικούς στην Νομαρχία και ποτέ έτσι γλώσσα δεν άκουσα. Πάντα στον πληθυντικό. Τι γίνεστε κ. Γαλανόπουλε;- σας ευχαριστώ-σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι εδώ πέρα». Και συνέχισε:
« Όμως οι λογισμοί αυτοί δεν ξέφευγαν του χαρισματούχου Γέροντά μου, ο οποίος με περιλάμβανε στην συνέχεια λέγοντας: « Ώστε στον κόσμον ήσουν αγωνιστής , ε; ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες˙ ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος… . Και απ’ όλα αυτά , τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξίαν, εγωισμόν, αυτοπεποίθησιν. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι, δεν είναι καλά, ε;». Πραγματικά, μ’ αυτά τα απλά, χαριτωμένα μαθήματα του Γέροντά μου, δεν άργησα να καταλάβω ότι, παρ’ όλον που ήμουν πράγματι αγωνιστής στον κόσμον, όμως με το να εισπράττω επαίνους και κολακείες, χωρίς να το καταλάβω παραφορτώθηκα με κενοδοξίαν».
Ο Χαράλαμπος όμως με την φυσικήν ταπείνωσιν και απλότητα, σε συνδυασμό και με το σπάνιο αγωνιστικό φρόνημα που τον διέκρινε, δεν άργησε να βάλη στον εαυτό του την σωστή ταξινόμηση. Ο Γέροντάς του και όταν αργότερα τον προήγαγε σε μεγαλόσχημο μοναχόν, αλλά και ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας, και πάλιν συνέχισε με την ίδια γλώσσα να τον μεταχειρίζεται. Συγχρόνως όμως με την πνευματικήν πρόοδον του Χαράλαμπου , ανάλογη ήταν και η μεταχείρισις.
«Θυμάμαι, λέει πάλιν ο ίδιος, όταν κάποτε τρώγαμε στην τράπεζα, ανοίγαμε κάποια πνευματική συζήτησι. ΟΙ άλλοι πατέρες αντάλλασσαν τις ιδέες τους˙ εγώ μόλις πήγαινα να λάβω τον λόγον, πετιόταν ο Γέροντάς μου απότομα: “ Σουτ” (μη μιλάς) . Περνούσε λίγη ώρα , τύχαινε στην συζήτησιν κάτι που μπορούσα κι εγώ να πω, μια σωστή λύσι, μια γνώμη, κι όμως πάλιν ο Γέροντάς:
“ Σουτ, είπαμε˙ μη μιλάς”.
Ένας λογισμός μου έλεγε- “Ε, Γέροντα, εμένα σε μεγάλη ανυποληψία μ’ έχεις”. Όμως δεν αργούσα να την καπακώσω με άλλο λογισμό: “Ξέρει ο Γέροντας τι κάνει˙ αυτό είναι το σωστό”».
Όταν όμως και αυτά τα μαθήματα δεν άργησε να μάθη ο Χαράλαμπος, τότε ο σοφός Γέροντάς του, τι μεθοδεύτηκε; Βρίσκοντας κάποιαν μικροαφορμή , αντί να βρίση τον ίδιον, που ήδη το είχε ξεπεράσει, αρχίζει στο εξής να τα βάζει με τους δικούς του, και μάλιστα με τον πατέρα του, που ήδη απήλθε στην άλλη ζωή.
Ακούοντας αυτά ο αθλητής , αρχίζει πάλιν να σκοντάφτη και μέσα του να σκέφτεται με παράπονο: « Ε, όχι κι έτσι. Νεκρός ο πατέρας μου και ν’ ακούη λόγια! Ε, τούτο δεν το ανέχομαι». Κι όμως πάλιν στρεφόταν στον εαυτόν του και τον έπειθεν, ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον Γέροντά του.
Ο Γερο-Αρσένιος συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέγη για τον ανεψιόν του π. Χαράλαμπον:
«Περνούσαν πολλοί από κοντά μας τους περιλάμβανε ο Γέροντας και μετά μου έλεγε: “ Σφίγγω λίγο τον ένα φεύγει, σφίγγω τον άλλο, αρρωστά”. ΄Όταν όμως ήλθεν ο Χαράλαμπος , τότε μας λέει: “Ε, τούτου δώσ’ του ξύλο και σηκώνει”».
«Κι όμως, λέγει ο Γέροντας, μια φορά ετόλμησα να στήσω το θέλημα, αλλά την άρπαξα γερή και πέρασα ένα μάθημα που το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, για να καταλάβω τί σημαίνει “κάλλιον χίλιες φορές το στραβό του Γέροντα”. Επισκευάζαμε τα καλυβάκια μας στην Νέα Σκήτη. Οι άλλοι πατέρες της συνοδείας μας, συμφώνησαν με τον Γέροντα για μια δαπανηρή παραγγελία , χωρίς να με ρωτήσουν. Εγώ επειδή ήξερα από τον κόσμον από οικοδομικά, διαπίστωσα ότι θα πετάξουμε λεφτά άδικα. Τρέχω στον Γέροντα να προλάβω το σφάλμα , προς το κοινόν συμφέρον. Τι όμως νομίζετε ότι έγινε; Με περιλαμβάνει χωρίς καμμία συζήτησι και με έλουσε κυριολεκτικά με ένα σωρό κατσάδες , βρισιές και μ’ έδιωξε σαν σκυλί. Φεύγω με κατεβασμένο κεφάλι αλλά δεν το βάζω κάτω˙ λέω μέσα μου: “Καλά, καλά˙ ευχαριστώ για τις κατσάδες, αλλά αύριο που θα πετάξης στον κατήφορο ένα σωρό λεφτά, τότε τα ξαναλέμε”.
Πράγματι τα ξανάπαμε, αλλά και πάλιν εγώ το χρεώθηκα. Αφού έφθασαν όλα τα υλικά και όπως πράγματι το υπολόγισα, ήταν ακατάλληλα, τα πετάξαμε στην αποθήκην. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και μας χρειάστηκαν για μιαν άλλην δουλειά που ανοίξαμε, και μάλιστα με τόσην ακρίβεια σαν να κάναμε ειδικήν παραγγελία. Ε, τότε με το δίκαιό του ο Γέροντας με περίλαβε και μου ‘κανε και ένα γερό μάθημα».
Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Βρισκόμαστε στο 1941. Ζούμε στους χρόνους της μαύρης σκλαβιάς του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Η υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκεται υπό την μπότα των Γερμανών. Όμως η Μακεδονία ζει ημέρες της πλέον στυγνής δουλείας που είχε γνωρίσει στην ιστορία της.
Εδώ κατακτητής είναι ο γειτονικός ομόδοξος βουλγάρικος λαός. Πολλοί αιτιώνται την απηνή σκληρότητα μόνον των Βουλγάρων. Όμως χάριν της αλήθειας οφείλουμε να ομολογήσουμε , από παθόντες αυτόπτες μάρτυρες, ότι τα φοβερά δεινά υπέστησαν οι μακεδόνες αδελφοί μας και από δικούς μας. Από εξομότες δηλαδή Έλληνες, οι οποίοι κατετάγησαν στο αντίθετο στράτευμα, αλλά και από κρυφοβούλγαρους που ζούσαν σε ελληνικά χωριά.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θανάσης, ο οποίος ήταν υφιστάμενος του Χαράλαμπου, ως δεκανέα, στο στρατό, και μάλιστα πολλές φορές ευεργετήθηκε από αυτόν, πριν σπάση το μέτωπο από τους Γερμανούς.
Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα του 1941. Ξαφνικά ακούγονται στα βουνά, στην πόλι, στους δρόμους, κραυγές, πόνος. Τι συμβαίνει; Κατέβηκαν οι κομιτατζήδες. Αιφνιδιαστικά πετσοκόβουν όσους βρίσκονται μπροστά τους. Το μακελειό απερίγραπτο. Χιλιάδες οι νεκροί, κατακρεουργημένοι εδώ κι εκεί.
Την εποχήν εκείνη διέλαμπεν η φήμη του γνωστού χαρισματούχου Γέροντος της Σίψας Γεωργίου Καρσλίδη, ο οποίος επρόλαβε ν’ αποκρύψη έναν μεγάλον αριθμόν ανθρώπων στο ησυχαστήριό του ως άλλος Αβδιού από οργής Ιεζάβελ. Συγχρόνως, επί τρεις-τέσσερις ημέρες τους εξασφάλιζε και το σιτηρέσιον. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Χαράλαμπος μαζί μ’ ένα από τα δίδυμα αδέλφια του, τον δεκαεξαετή περίπου Δαμιανόν. Μετά από το διάστημα αυτό εκόπασαν οι ιαχές των όπλων. «Επιτέλους, λένε, φύγανε. Καιρός, λοιπόν, να πορευθή ο καθένας στην δουλειά του».
Παραλαμβάνει ο Χαράλαμπος την άμαξαν με τα ζώα και βγαίνει στο δάσος για τ’ απαραίτητα ξύλα. Το ίδιο έκαμαν και πολλοί άλλοι. Και όμως˙ δεν περνά πολλή ώρα και διαπιστώνουν ότι είχανε πέσει θύματα ενέδρας. Ακούεται δυνατή φωνή:
- Αλτ! Ψηλά τα χέρια.
Εντός ολίγου όλοι εκείνοι οι βιοπαλαιστές βρίσκονται αιχμάλωτοι στα χέρια των κομιτατζήδων.
- Κακούργοι σας πιάσαμε. Όλοι κατάσκοποι είσαστε.
Όποιος τολμούσε να διαμαρτυρηθή, σαν απάντησι «φλαπ» με το γκλοπ.
«Περνά, λέγει ο Χαράλαμπος, από κοντά μας ο κομιτατζής. Μου αρχινά:
- Κακούργε, κατάσκοπε…
Του λέγω:
- Βρε κοίταξε μπροστά σου˙ ο αδελφός μου, ακόμα ανήλικος είναι˙ κατάσκοποι είμαστε; Προς Θεού!
Φλαπ, φλαπ , με το γκλοπ. Τι να πω! Αν μπορείς βρες δίκαιο˙ το βούλωσα. Μας οδήγησαν στο στρατόπεδο έξω από τη Δράμα. Αφού μας έφεραν στη φυλακή, μας έκλεισαν όλους σε μια μεγάλην αίθουσαν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό επί μια βδομάδα. Κάθε μέρα, πρωί βράδυ, περνούσαν μερικοί στρατιώτες. Άλλος μας κλωτσούσε με σιδερένιες μπότες, άλλος χτυπούσε με γκλοπ, άλλος μπουνιές, άλλος ξύλο κλπ. Εν τω μεταξύ πεινάσαμε κιόλας˙ φαγητό τίποτε. Ένας από την παρέα φωνάζει απελπισμένος: “Πεινώ”. Απάντησις… φλαπ, ξύλο. Να φαγητό.
Άλλος ένας φωνάζει απελπισμένος: “Νερό-νερό, καίομαι”. Του απαντά ο κομιτατζής: “Νερό δεν έχει. Έχει όμως ούρο”. Και ο διψασμένος, καμένος όπως ήταν: “Φέρε˙ ας είναι και ούρο”.
Για μια στιγμή, σαν ήμουν στη φυλακή, βλέπω ένα στρατιώτη γνωστό μου. Κοιτάω καλά˙ ο Θανάσης. Δόξα τω Θεώ, λέω, σωθήκαμε˙ φίλος μου είναι. Τον πλησιάζω με θάρρος: “Θανάση, Θανάση˙ τι γίνεσαι;”. Με πλησιάζει ο “φίλος” μου ο Θανάσης με το γκλοπ και σαν απάντησι… φλαπ-φλαπ ,μ’ έκαμε σαπούνι. Ήταν και αυτός ένας από τους εξωμότες. Σ’ αυτήν την κατάστασι με τα κλωτσοκοπήματα παραμείναμε έξι ημέρες. Κατά την εβδόμην καταφθάνει και το θλιβερό μήνυμα: Καταδίκη σε θάνατον˙ τελειωτικό κλωτσοκόπημα μέχρις εξοντώσεως. Όλοι πάγωσαν . Όσο για μένα τι μεσολάβησε;».
Θαυμαστή διάσωσις από τον άγιον μεγαλομάρτυρα Γεώργιον
«Τότε ήλθα σε μιάν πολύ μεγάλην περισυλλογή. Σκέφθηκα μέσα μου: “ Αχ, πόσο μάταιη είναι αυτή η ζωή. Ήθελες Χαράλαμπε να παντρευτής για να γίνης παπάς , να σώσης τον κόσμον. Λοιπόν σώσε τώρα πρώτα τον εαυτό σου”. Στην συνέχεια γονάτισα κάτω και με πύρινα δάκρυα φώναξα: “ Άγιε μεγαλομάρτυς Γεώργιε, μεγάλε στρατιώτα του Χριστού, σώσε μας και σου υπόσχομαι ν’ αφιερώσω εξ ολοκλήρου στον Θεόν τη ζωή μου”. Μόλις τελειώνω την προσευχήν, να και ακούω ένα κρότον από πάνω μας «γκλακ-γκλακ» ˙ καλπασμός αλόγου. Στρέφω ψηλά το βλέμμα˙ ένα άλογο εκάλπαζε στον αέρα από πάνω μας˙ καβαλλάρη όμως δεν είδα. Κατάλαβα όμως: “ Βρε, λέω, ο άη-Γιώργης είναι σίγουρα˙ μόνο που είμαι ανάξιος να δω τον ίδιον. Ας είναι και το άλογο. Σημαίνει μας άκουσε”.
Από την άλλην παρέα κανένας δεν είδε τίποτε. Ωστόσο με υψωμένο το ηθικό παρηγορούσα τους πονεμένους συντρόφους μου: “Θάρρος, παιδιά, θα γλυτώσουμε˙ ο άη-Γιώργης θα μας σώση”.
Θάρρος, αλλά τι θάρρος; Η κατάστασις επιδεινώνεται. Αποκορύφωμα η τελευταία απόφασις. Ήδη την εβδόμην ημέραν πρωί-πρωί, μπαίνουν μέσα οι δήμιοι να μας αποτελειώσουν. Και όμως δεν προλαβαίνουν να δώσουν τα πρώτα κτυπήματα. Ανοίγει ξαφνικά διάπλατα η πόρτα της φυλακής.
Ένας γεροδεμένος νέος μπαίνει μέσα με άγριες φωνές. “Σταματάτε κακούργοι αμέσως˙ ειδ’ άλλως θα σας καθαρίσω όλους. Αφήστε τους αθώους αυτούς ανθρώπους να πάνε σπίτι τους”. Εν ριπή οφθαλμού , άλλαξε το σκηνικό. Χαθήκαν όλοι˙ μαζί και ο άγνωστος εκείνος νέος. Το τι έγινε δεν περιγράφεται˙ χαρές, φιλιά, κλάματα, συγκινήσεις.
- Δε σας το ‘λεγα εγώ, τους είπα, θα μας σώση ο άη-Γιώργης; Αν θέλετε να σας πω και τι του έταξα. Θ’ αφιερωθώ στον Θεό.
Συμπληρώνει ο μικρός Δαμιανός:
- Εγώ έταξα όσο ζω, το καντήλι του ακοίμητο να καίη σπίτι μας.
Και ένας εξάδελφος Βασίλης:
- Κι εγώ έταξα να του αφιερώσω το άλογό μου.
Ωστόσο άλλη απορία: ποιός ήταν ο άγνωστος ευεργέτης; Ο ένας έλεγε ότι ήταν παλληκάρι, άλλος ότι ήταν μεσήλικας, άλλος έλεγε: “ φωνήν άκουσα, πρόσωπο δεν είδα”. Άλλος την φωνήν άκουσε στα ελληνικά˙ άλλος στα βουλγάρικα…
Παραμένουμε όλοι οι αιχμάλωτοι μ’ αυτές τις εντυπώσεις. Όμως οι φυλακές κλειδωμένες. Ήδη μερικοί πάλιν μεμψιμοιρούν. “Μήπως… μήπως…”. Αρχίζω ξανά να τους ενθαρρύνω: «Θάρρος, αδέλφια. Τελειώσαν όλα˙ λίγη υπομονή».
Πράγματι, δεν περνά πολλή ώρα , ξανανοίγουν οι πύλες. Επίσημη ανακοίνωσις από τον βασιλιά Βόρι. “ Επειδή σήμερα η βασίλισσα εγέννησεν τον διάδοχόν μου, απονέμω χάριν σ’ όλους τους αιχμαλώτους˙ απ’ αυτήν την στιγμήν είσαστε όλοι ελεύθεροι”.
Μόλις ανοίγουν οι φυλακές, από την χαρά μας, παρ’ όλην την πείνα και την εξάντληση, σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στα σπίτια μας.
Μόνη απορία που έμεινε όμως στους αιχμαλώτους , ποιός ήταν αυτός ο άγνωστος ευεργέτης μας. Άγγελος , άγιος, άνθρωπος; Όπως και να ΄χη ,γεγονός είναι ότι ήταν σταλμένος από Θεού στην πιο κρίσιμην ώρα. Δηλαδή στο παρά πέντε. Αλλιώς μέχρι να ‘φθανε το βασιλικό μήνυμα θα ήταν πια πολύ αργά. Ήδη θα ‘μασταν τελειωμένοι».
...
Τα πρώτα γυμνάσια
Βλέποντας ο Γέροντας την υπερβολική φλόγα του νέου δοκίμου και την δίψα για προσευχή, μεθοδευόταν τρόπους, αφ’ ενός να του αυξήση το τάλαντο και αφ’ ετέρου, να τον προφυλάξη από το δαιμονικό πάθος της επάρσεως.
Ένας τρόπος για να τον κρατήση στην ταπεινοφροσύνη, ήταν και ο εξής: του συμπεριφερόταν με πολλήν αγένεια˙ αντί να τον καλή με τ’ όνομά του , συνήθιζε να του λέη: « Έλα ρε…» . Και ο Χαράλαμπος (όπως μου έλεγε ο ίδιος), από μέσα του έλεγε: « Ρε; Τι ρε; Όνομα δεν έχω; Τι ευγένεια είναι αυτή; Εδούλευα με κοσμικούς στην Νομαρχία και ποτέ έτσι γλώσσα δεν άκουσα. Πάντα στον πληθυντικό. Τι γίνεστε κ. Γαλανόπουλε;- σας ευχαριστώ-σας παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι εδώ πέρα». Και συνέχισε:
« Όμως οι λογισμοί αυτοί δεν ξέφευγαν του χαρισματούχου Γέροντά μου, ο οποίος με περιλάμβανε στην συνέχεια λέγοντας: « Ώστε στον κόσμον ήσουν αγωνιστής , ε; ενήστευες, αγρυπνούσες, ασκήτευες˙ ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος… . Και απ’ όλα αυτά , τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξίαν, εγωισμόν, αυτοπεποίθησιν. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι, δεν είναι καλά, ε;». Πραγματικά, μ’ αυτά τα απλά, χαριτωμένα μαθήματα του Γέροντά μου, δεν άργησα να καταλάβω ότι, παρ’ όλον που ήμουν πράγματι αγωνιστής στον κόσμον, όμως με το να εισπράττω επαίνους και κολακείες, χωρίς να το καταλάβω παραφορτώθηκα με κενοδοξίαν».
Ο Χαράλαμπος όμως με την φυσικήν ταπείνωσιν και απλότητα, σε συνδυασμό και με το σπάνιο αγωνιστικό φρόνημα που τον διέκρινε, δεν άργησε να βάλη στον εαυτό του την σωστή ταξινόμηση. Ο Γέροντάς του και όταν αργότερα τον προήγαγε σε μεγαλόσχημο μοναχόν, αλλά και ιερέα για τις λειτουργικές ανάγκες της συνοδείας, και πάλιν συνέχισε με την ίδια γλώσσα να τον μεταχειρίζεται. Συγχρόνως όμως με την πνευματικήν πρόοδον του Χαράλαμπου , ανάλογη ήταν και η μεταχείρισις.
«Θυμάμαι, λέει πάλιν ο ίδιος, όταν κάποτε τρώγαμε στην τράπεζα, ανοίγαμε κάποια πνευματική συζήτησι. ΟΙ άλλοι πατέρες αντάλλασσαν τις ιδέες τους˙ εγώ μόλις πήγαινα να λάβω τον λόγον, πετιόταν ο Γέροντάς μου απότομα: “ Σουτ” (μη μιλάς) . Περνούσε λίγη ώρα , τύχαινε στην συζήτησιν κάτι που μπορούσα κι εγώ να πω, μια σωστή λύσι, μια γνώμη, κι όμως πάλιν ο Γέροντάς:
“ Σουτ, είπαμε˙ μη μιλάς”.
Ένας λογισμός μου έλεγε- “Ε, Γέροντα, εμένα σε μεγάλη ανυποληψία μ’ έχεις”. Όμως δεν αργούσα να την καπακώσω με άλλο λογισμό: “Ξέρει ο Γέροντας τι κάνει˙ αυτό είναι το σωστό”».
Όταν όμως και αυτά τα μαθήματα δεν άργησε να μάθη ο Χαράλαμπος, τότε ο σοφός Γέροντάς του, τι μεθοδεύτηκε; Βρίσκοντας κάποιαν μικροαφορμή , αντί να βρίση τον ίδιον, που ήδη το είχε ξεπεράσει, αρχίζει στο εξής να τα βάζει με τους δικούς του, και μάλιστα με τον πατέρα του, που ήδη απήλθε στην άλλη ζωή.
Ακούοντας αυτά ο αθλητής , αρχίζει πάλιν να σκοντάφτη και μέσα του να σκέφτεται με παράπονο: « Ε, όχι κι έτσι. Νεκρός ο πατέρας μου και ν’ ακούη λόγια! Ε, τούτο δεν το ανέχομαι». Κι όμως πάλιν στρεφόταν στον εαυτόν του και τον έπειθεν, ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον Γέροντά του.
Ο Γερο-Αρσένιος συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέγη για τον ανεψιόν του π. Χαράλαμπον:
«Περνούσαν πολλοί από κοντά μας τους περιλάμβανε ο Γέροντας και μετά μου έλεγε: “ Σφίγγω λίγο τον ένα φεύγει, σφίγγω τον άλλο, αρρωστά”. ΄Όταν όμως ήλθεν ο Χαράλαμπος , τότε μας λέει: “Ε, τούτου δώσ’ του ξύλο και σηκώνει”».
«Κι όμως, λέγει ο Γέροντας, μια φορά ετόλμησα να στήσω το θέλημα, αλλά την άρπαξα γερή και πέρασα ένα μάθημα που το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, για να καταλάβω τί σημαίνει “κάλλιον χίλιες φορές το στραβό του Γέροντα”. Επισκευάζαμε τα καλυβάκια μας στην Νέα Σκήτη. Οι άλλοι πατέρες της συνοδείας μας, συμφώνησαν με τον Γέροντα για μια δαπανηρή παραγγελία , χωρίς να με ρωτήσουν. Εγώ επειδή ήξερα από τον κόσμον από οικοδομικά, διαπίστωσα ότι θα πετάξουμε λεφτά άδικα. Τρέχω στον Γέροντα να προλάβω το σφάλμα , προς το κοινόν συμφέρον. Τι όμως νομίζετε ότι έγινε; Με περιλαμβάνει χωρίς καμμία συζήτησι και με έλουσε κυριολεκτικά με ένα σωρό κατσάδες , βρισιές και μ’ έδιωξε σαν σκυλί. Φεύγω με κατεβασμένο κεφάλι αλλά δεν το βάζω κάτω˙ λέω μέσα μου: “Καλά, καλά˙ ευχαριστώ για τις κατσάδες, αλλά αύριο που θα πετάξης στον κατήφορο ένα σωρό λεφτά, τότε τα ξαναλέμε”.
Πράγματι τα ξανάπαμε, αλλά και πάλιν εγώ το χρεώθηκα. Αφού έφθασαν όλα τα υλικά και όπως πράγματι το υπολόγισα, ήταν ακατάλληλα, τα πετάξαμε στην αποθήκην. Δεν πέρασαν όμως λίγες μέρες και μας χρειάστηκαν για μιαν άλλην δουλειά που ανοίξαμε, και μάλιστα με τόσην ακρίβεια σαν να κάναμε ειδικήν παραγγελία. Ε, τότε με το δίκαιό του ο Γέροντας με περίλαβε και μου ‘κανε και ένα γερό μάθημα».
Το όραμα με την διατροφή ζώντων –κεκοιμημένων
Κάποτε ένας αδελφός , όταν βρισκόμασταν στην Ν. Σκήτη, περιέπεσε σ’ ένα αμφίβολο λογισμό: «Προσευχόμαστε, αγρυπνούμε…, ωραία αυτά. Όμως κατ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούμε και τους άλλους ή μόνον τον εαυτό μας;». Ενώ ετοιμαζόταν να εξομολογηθή αυτόν τον λογισμό στον Γέροντα, τον πρόλαβε ο δεύτερος και με πρόσωπο που φαινόταν βαθειά συγκινημένο, λέγει στον αδελφό:
- Απόψε, παιδί μου, ο Θεός μου έδειξε το εξής φοβερό θέαμα: ενώ προσευχόμουν, για μια στιγμή μου φάνηκε ότι βρισκόμουν σε μια πολύ μεγάλην τράπεζα. Στεκόμουν μπροστά σε μια πόρτα που έμοιαζε σαν την ωραία πύλη της εκκλησίας. Μέσα εκεί σ’ αυτόν τον χώρο, αμέτρητα πλήθη περίμεναν σειρά. Εγώ έμοιαζα σαν αρχισιτοποιός. Μέσα σ’ αυτόν τον χώρο διέκρινα και σας να βρίσκεστε κοντά μου. Εκόβατε κάτι μεγάλα σαν πρόσφορα και μου τα φέρνατε. Ο άλλος κόσμος περνούσε σε δυό σειρές , στη μια οι ζωντανοί, στην άλλη οι πεθαμένοι. Τους μοίραζα όλους από μια μερίδα ευλογία και φεύγανε όλοι χαρούμενοι. Διέκρινα μέσα πάρα πολλούς γνωστούς μου, όσους είχα γραμμένους , ζωντανούς- πεθαμένους, στο μνημονοχάρτι.
Και ο αδελφός με την σειρά του:
- Γέροντα, αυτό για μένα ήταν. Μου έλυσες την απορία μου. Τώρα κατάλαβα, τι προσφέρουν οι προσευχές και το μνημόνευμα στην προσκομιδή για όλον τον κόσμον.
- Αφού παιδί μου ενδιαφέρεσαι, να σου πω και κάτι για το κομποσχοίνι πιο φοβερό, γύρω από την ζωήν του Γέροντά μου. Ο Γέροντάς μου, είχε στον κόσμον μια ξαδέλφη. Αν και η ζωή της δεν ήταν τόσο καλή, ο Γέροντας όμως την αγαπούσε πολύ. Κάποτε τον ειδοποίησαν ότι η ξαδέλφη του πέθανε και μάλιστα όχι καλά. Έκαμνε διάφορους μορφασμούς, θεατρινισμούς˙ μιλούσε άσχημα κλπ. και σ’ αυτά τα χάλια πάνω ξεψύχησε. Μόλις το μαθαίνει ο Γέροντας, άρχισε τα κλάματα. Εγώ παραξενεύτηκα˙ τόσην ευαισθησία˙ να κλαίη τόσον πολύ. Όμως κατάλαβε ο ίδιος τον λογισμόν μου και με προλαβαίνει: « Εγώ δεν κλαίω παιδί μου που πέθανε˙ αλλά κλαίω γιατί κολάστηκε».
- Ωστόσο απ’ εκείνην την ημέραν ο Γέροντας δώστου συνέχεια νηστεία και προσευχή για την ξαδέλφην του. Ύστερα από αρκετές ημέρες , βλέπω τον Γέροντα πολύ χαρούμενο. «Τι συμβαίνει Γέροντα;». «Να σου πω παιδί μου. Αφού όλες αυτές τις μέρες δεν ησύχασα να προσεύχομαι και ν’ αγρυπνώ με νηστεία και δάκρυα για την ξαδελφούλα μου, σήμερα είδα το εξής ευχάριστο και θαυμαστό όραμα. Ενώ προσευχόμουν βλέπω ζωντανά την ξαδελφούλα μπροστά μου και μου φωνάζει με πολλήν αγαλλίασιν: “Σήμερα είναι η μέρα της σωτηρίας μου. Σήμερα γλύτωσα από την κόλασιν. Σήμερα πηγαίνω στον παράδεισο”.
Ξαφνικά την ίδια στιγμή βλέπω τον μακαρίτη τον παπα- Γιώργη μπροστά μου. Αυτός είναι ένας σύγχρονος άγιος. Όταν ήμουν στον κόσμον τον πρόλαβα. Έβαλε στο μυαλό του, ει δυνατόν, να βγάλη όλους τους αμαρτωλούς από την κόλασιν. Κάθε μέρα λειτουργούσε και μνημόνευε χιλιάδες ονόματα. Κατόπιν γυρνούσε τα μνήματα και όλη μέρα διάβαζε τρισάγια και μνημόσυνα στους πεθαμένους. Αφού λοιπόν εν οράματι τον είδα μπροστά μου, τον ακούω και με μεγάλο θαυμασμό μου λέγει: “Βρε –βρε… εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι οι πεθαμένοι σώζονται μόνο με λειτουργίες και μνημόσυνα . Τώρα όμως είδα και κατάλαβα ότι και με τα κομποσχοίνια σώζονται οι κολασμένοι”. Και ξανά με θαυμασμό: “ Και με τα κομποσχοίνια σώζεται ο κόσμος…!”.
Μ’ αυτό το όραμα πληροφορήθηκα ότι η ξαδελφούλα σώθηκε, αλλά μου ‘δειξε ο Θεός και την δύναμιν του κομποσχοινιού ώστε και από την κόλασιν να βγάζη ψυχήν».
Λέγοντας στον αδελφό συγκινημένος ο Γέροντας αυτά, του έδωσε την ευλογίαν του και του ευχήθηκε: «Άντε στην ευχή μου και κοίταξε να βιαστής όσο μπορείς στην υπακοή και στην ευχή, αν θέλεις και τον εαυτό σου και τους άλλους να βοηθήσης».
Από το βιβλίο: «Ιωσήφ Μ.Δ.
ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ
Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος
της νοεράς προσευχής»
Δ΄ΕΚΔΟΣΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου