Το ορεινό μοναστήρι αιώνες τώρα
ανανεώνει το μυστήριο του βαπτίσματος. Κολυμβήθρα καθάρσεως και αγιασμού.
Κανένας δεν ανέβαινε σ’ αυτά τα όρη για τουρισμό. Αυτή τη λέξη ήταν ακόμη άγνωστη
στους προσκυνητές των Μονών. Άλλωστε , αυτό το μοναστήρι δεν εφημίζετο ποτέ για
κειμηλιακό πλούτο και αρχαιότητες, που έλκουν συνήθως τους τουρίστες και τους περίεργους
περιηγητές. Πάντα κειμήλια έγκριτα είχε τα δάκρυα και τους στεναγμούς των
πιστών, πρώτα μπροστά στην άγια Εικόνα και είτα στο πετραχήλι του πνευματικού. Φαίνεται
οι άνθρωποι του κάμπου, αν και ποτέ δεν εστερούντο πνευματικών πατέρων, ήθελαν
στα βαθιά φαράγγια των βουνών να κρύψουνε τους κακούς «θησαυρούς», που επισύναξε
στην ψυχή τους ο διάβολος , ο κόσμος και ο κακός εαυτός τους. Ο λαός λέγει: «Στα
όρη και στα βουνά το κακό, εκεί που δεν
κατοικεί άνθρωπος, αλλ’ επισκοπεί μόνον ο Θεός». Ονομάζω θησαυρούς τις αμαρτίες,
γιατί σήμερα, σαν βρεθούν οι άνθρωποι, καυχώνται γι’ αυτές με τρόπο δαιμονικό.
Οι δικές μας διηγήσεις είναι για τα δάκρυα της μετάνοιας. Σ’ αυτές βρίσκεται ο
Θεός και αναπαύεται. Γι’ αυτό πάντα αυτές θα διηγούμαστε.
Ένας σκοτεινό απόβραδο του
Αυγούστου μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στον εξομολόγο θρηνεί και γοερά
επαναλαμβάνει: «Το αίμα των παιδιών μου». Βλέποντας ο πνευματικός τόσο θρήνο,
τόσα δάκρυα αναλογίζεται: «Ίσως σε κάποιο δυστύχημα έχασε τα παιδιά της».
Σέβεται όμως τον θρήνο και για πολλή ώρα δεν τον διακόπτει. Άλλωστε δεν του
ήταν πολυσυνηθισμένο φαινόμενο τόσος πόνος
και τόσο δάκρυ. Κάποια στιγμή
δειλά-δειλά της λέγει:
-
Έλα τώρα, πες μου τι σου συμβαίνει.
-
Καλέ μου πάτερ, μπαίνοντας στην εφηβεία, γέμισα
τα ρέματα με την αμαρτία του αιώνος. Συγγενική ήταν η σχέση και ασταμάτητη. Όπως
ο κηπουρός κόβει κολοκύθια μέρα παρά μέρα, έτσι κι εγώ η αθλία κεφάλια. Όχι
άνθη κολοκυθιάς, αλλά ανθούς της θείας δημιουργίας.
-
Αχ, κόρη μου, αυτή η αμαρτία . Ο γέροντας
Φιλόθεος έλεγε: «Αν το γεννήσετε το παιδί, το βαπτίσετε και μετά το σφάξετε
λιγώτερο κρίμα θα έχετε». Γεμίσαμε οι χριστιανοί τον άλλον κόσμο με αβάπτιστα
παιδιά. Η ευθύνη μας είναι μεγάλη. Αυτά τα παιδιά θα συναχθούν πίσω από τις πύλες
του ουρανού, θα κρατήσουν κόντρα και δεν θα επιτρέψουν την είσοδο σε κανένα
φονιά.
Τα
δάκρυα και οι στεναγμοί , σαν άκουσε τα λόγια του πνευματικού, έγιναν πιο
μεγάλοι. Με δυσκολία πολλή ψελλίζει:
-
Μεγάλωσα , Γέροντα και παντρεύτηκα έναν απλό καλοκάγαθο
άνθρωπο. Απέκρυψα όσο γινότανε τα βάραθρα της αμαρτίας. Έκανα μαζί του παιδιά,
αλλά ποτέ μέσα μου δεν σταμάτησε ο κλαυθμυρισμός των ρεματισμένων μου παιδιών.
Κάποια μέρα, ενώ ήμουν μέσα στο σπίτι και συγύριζα και τα παιδιά μου έπαιζαν
στην αυλή, άκουσα να πιάνωνται μεταξύ τους και τι να δω. Γέροντά μου, σηκώνει
το τσαπί το ένα στο άλλο και του θρυμματίζει την κεφαλή. Του χύνει τα μυαλά στην
γη, στην αυλή του σπιτιού μου. Εκείνη την ώρα, ενώ έβλεπα αυτό το τρομακτικό
και φοβερό, ο νους μου δεν έμεινε εκεί. Έτρεξε στα ρέματα, που δεν ήταν ένα,
δεν ήταν δύο, ήταν πολλά. Από τότε έχασα τα λογικά μου, μάλλον τα βρήκα, και
γυρίζω νύχτα-μέρα στους γνωστούς τόπους και θρηνώ τον χαμό τους ή μάλλον στην
σφαγή των παιδιών μου. Βλέπω τον εαυτό μου Ηρώδη, τον βλέπω κακούργο, φονιά. Ανάπαυση
δεν βρίσκω.
Δεν κάθισε
να της διαβάσω ευχή. Θεώρησε ανάξιο τον εαυτό της. Άνοιξε την πόρτα και έφυγε
ολολύζοντας, χωρίς να αισθάνεται ντροπή, κι ας την έβλεπαν οι παρευρισκόμενοι
προσκυνητές. Δεν έμεινε στους ξενώνες του μοναστηριού. Ο υπηρέτης της Μονής μου
λέγει:
-
Μια γυναίκα
κάθεται έξω από την πόρτα και δεν θέλει να μπη μέσα.
-
Αν εκεί βρίσκη ανάπαυση, μη την ενοχλής.
Αφού
ξημέρωσε , έφυγε για τον κάμπο, για την φαμελιά της με την πίκρα και τον στεναγμό
των φόνων.
Από το
βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Α’ έκδοση
Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή
Δοχειαρίου, Άγιον Όρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου