Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Καινή Διαθήκη

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
κεφ. κβ΄ (22)
Στιχ. 34-40. Η πονηρή ερώτηση ενός νομοδιδασκάλου.

34 Ο δ Φαρισαοι κοσαντες τι φμωσε τος Σαδδουκαους, συνχθησαν π τ ατ,

35 κα πηρτησεν ες ξ ατν, νομικς, πειρζων ατν κα λγων·

36 διδσκαλε, ποα ντολ μεγλη ν τ νμ;

 37 δ ᾿Ιησος φη ατ· γαπσεις Κριον τν Θεν σου ν λ τ καρδίᾳ σου κα ν λ τ ψυχ σου κα ν λ τ διανοίᾳ σου.

38 ατη στ πρτη κα μεγλη ντολ.

39 δευτρα δ μοα ατ· γαπσεις τν πλησον σου ς σεαυτν.

40 ν ταταις τας δυσν ντολας λος νμος κα ο προφται κρμανται.

Απόδοση στη δημοτική

34 Οι Φαρισαίοι όμως, όταν άκουσαν ότι ο Ιησούς αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος όπου ήταν κι εκείνος μαζί με τους Σαδδουκαίους,

35 κι ένας απ’ αυτούς , νομοδιδάσκαλος, τον ρώτησε δοκιμάζοντάς τον, για να δει ποια απόκριση θα έδινε, και του είπε:

36 Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;

 37 Ο Ιησούς του είπε: Να αγαπάς τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά, ώστε αυτόν ολοκληρωτικά να ποθείς, και με όλη σου την ψυχή, ώστε ολόκληρη η θέλησή σου να είναι παραδομένη σ’  αυτόν, και με το νου σου ολόκληρο, ώστε αυτόν πάντοτε να σκέφτεσαι.

38 Αυτή είναι η πρώτη και  μεγάλη εντολή.

39 Και δεύτερη εντολή όμοια μ’ αυτήν και εξίσου σπουδαία είναι: Να αγαπάς το συνάνθρωπό σου όπως αγαπάς τον εαυτό σου.


40 Σ’ αυτές τις δυο εντολές στηρίζεται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών.

Από «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑΙ 2011


Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Άκουσέ με (κραυγές ικεσίας)


·        Στο Θεό
    είπα: «ά κ ο υ σ έ    μ  ε»
·        Για μένα
   από ανάγκη ψυχής και για προσωπική χρήση και μόνο    αυτές τις κραυγές ικεσίας
τ  ι ς    έ γ ρ α ψ α.
·        Για τους άλλους,
όλους εκείνους που από αγάπη βοήθησαν να παραμείνει αναμμένη η λαμπάδα της ζωής μου , σε βιβλίο:
τ ι ς    τ ύ π ω σ α .
·        Σ’ αυτούς τους αγαπημένους μου αδελφούς αυτό το βιβλίο:
Ε ί ν α ι     χ α ρ ι σ μ έ ν ο.


ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ

Είναι γνωστή η δοκιμασία μου. Πολύ φυσικό, τις ώρες αυτές της οδύνης και του πόνου, να μίλαγα με την προσευχή στο Θεό.
«Εκ βαθέων» του είπα πολλές φορές: «άκουσέ με». Οι προσευχές αυτές, απόλυτα προσωπικές, είδα ότι διαγράφουν τόσο οικοδομητικά το χρονικό απ’ το τραγικό ατύχημά μου.
Θα μπορούσε γι’ αυτό να γραφόταν βιβλίο ολόκληρο . Οι μικρές αυτές προσευχές που δημοσιεύονται, ενώ το περιγράφουν, μ’ ένα τρόπο τόσο ξέχωρο, είναι συνάμα και ξεχείλισμα ψυχής, που παρακαλεί θερμά τον Κύριο για τα τόσα καινούρια προβλήματα που προκάλεσε αυτή η δοκιμασία μου.
Ταυτόχρονα αναπέμπουν ευγνωμοσύνη και ευχαριστίες στο Θεό για τη χάρη Του, τη θαυματουργική Του βοήθεια, τα πολύτιμα μυστικά δώρα Του, αλλά και για τα πρόσωπα που Εκείνος χρησιμοποίησε σαν αγγέλους για τη σωτηρία μου.
Τελικά , ενώ πρώτα είπα κι ύστερα έγραψα τις προσευχές αυτές ,μόνο για προσωπική μου χρήση, καθώς τις ξανακύτταξα συνειδητοποίησα πως δεν είχα το δικαίωμα να τις κρατήσω αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μου. Γι’ αυτό, ενώ εκφράζουν τα συναισθήματα ενός ανθρώπου και μόνο, ανήκουν σε πολλούς.
Διαβάζοντας τις κανείς, σκέφθηκα, μπορεί να οικοδομηθεί. Η σκέψη ότι κάτι τέτοιο κλείνει και στοιχείο εγωιστικό νικήθηκε. Απλούστατα, δεν περιγράφουν αρετές μου και δεν προβάλλουν κάποια, ανύπαρκτη άλλωστε, αγιότητα. Διατυπώνουν ανθρώπινα αδυναμίες και ανάγκες ψυχής, που στην προσευχή αναπαύονται  κι ανακουφίζονται. Μ’ ένα αίσθημα μετάνοιας και συγγνώμης εκφράζουν στο Θεό ευχαριστία κι ευγνωμοσύνη απέραντη.
Αλλά μην απολογούμαι άλλο. Η μελέτη τους, ελπίζω, πως δεν θα κουράσει. Δεν θάθελα να δημιουργήσει αισθήματα θλίψης και πόνου. Ας γίνει με πνεύμα προσευχής. Όπως στην αρχή λέχθηκαν. Μετά γράφτηκαν. Ύστερα από σκέψη πολλή και παρότρυνση δημοσιεύτηκαν.
Έτσι τις έχεις κι εσύ τώρα στα χέρια σου. Διάβασέ τες με πνεύμα προσευχής. Κι αν νιώσεις πως σου μιλάνε στην ψυχή, το καλύτερο ευχαριστώ σε κείνον που στις προσφέρει είναι να πεις γι’ αυτόν ένα:
Κύριε ελέησον.

Α΄ Το ατύχημά μου κι εγώ

Κύριε,
Αναμφισβήτητα  είναι κακό

Και το λέω χρησιμοποιώντας την πιο επιεική έκφραση. Το παραδέχομαι, ότι είναι. Το σκέπτομαι συνεχώς. Με καίει. Μ’ αφήνει νύχτες ξάγρυπνο. Έχω κλάψει πολύ. Κι έχω προσευχηθεί γι’ αυτό όσο ποτέ άλλοτε. Ζήτησα συγχώρηση. Ικέτεψα έλεος. Ποτέ δεν προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Το κακό έγινε. Τρομερό! Δεν είναι μόνο ότι δεν το ήθελα. Μα, ούτε και θυμάμαι τίποτε.
Όταν ύστερα από καιρό μου το είπαν με τράνταξε. Το παραδέχθηκα. Πίστεψα, πως έγινε. Τι σημασία μπορεί να έχει , ότι έγινε μια ώρα που έκανα το ιερό χρέος μου και το καθήκον μου; Έγινε. Κι είχα κι εγώ συμμετοχή. Έπαιξα κι εγώ ρόλο. Κύριο. Χωρίς να θυμάμαι τίποτα… Μα, Κύριε, το κακό αυτό δεν το έκανα εγώ. Εγώ το έπαθα. Και πλήρωσα γι’ αυτό πολύ ακριβά σε οδύνη και πόνο. Πέθανα πολλές φορές. Μαρτύρησα. Δεν  έκανα το κακό. Το έπαθα. Θα το ζω σ’ όλη μου τη ζωή. Τα σημάδια του μείναν ανεξίτηλα επάνω μου. Στο σώμα και στην ψυχή μου.
Κύριε, γιατί να υπάρχουν τόσο κακοί άνθρωποι, χειρότεροι πολλές φορές από το κακό, που να μου το θυμίζουν;
Τι να πω όμως και για τόσους άλλους πολύτιμους κι αγαπημένους Κηρυναίους αδελφούς που βοηθάνε να γίνεται ανάλαφρος ο σταυρός μου;
Ας έχεις δόξα Εσύ για ό,τι επέτρεψες . Ας είναι ευλογημένο το Όνομά Σου για ό,τι έγινε*. Η ζωή μου ας μάθω πια να είναι μια υποταγή στο θείο Σου θέλημα. Αμήν.
 


*Έγινε 26 Απριλίου του 1978. Στο Ξυλόκαστρο. Ώρα 6.30 Μεγάλη Τετάρτη πρωί. Πήγαινα στην Αθήνα για να βρεθώ στο τέλος της Θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων στη Φανερωμένη Χολαργού, ώστε να βοηθήσω στη Θεία Κοινωνία. Την προηγούμενη ημέρα είχα πάει στην κηδεία του αείμνηστου Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας στο Αίγιο και στο χαμό του Καλαβρυτινού Γιώργο-Μίμη Νικολαΐδη, που την τελευταία του πνοή άφησε στην μαρτυρική Κύπρο και κηδεύτηκε μέσα σ’ ανείπωτους κοπετούς και θρήνους στα μαρτυρικά Καλάβρυτα.

Από το βιβλίο: «ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ
(κραυγές ικεσίας)»
ΑΡΧΙΜ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΦΕΦΕ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ»


Καινή Διαθήκη


ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
κεφ. κβ΄(22)
Στιχ. 23-33. Η πονηρή ερώτηση των Σαδδουκαίων για την ανάσταση των νεκρών και η θαυμαστή απόκριση του Κυρίου.

23 ᾿Εν κείν τ μέρ προσλθον ατ Σαδδουκαοι, ο λέγοντες μ εναι νάστασιν, κα πηρώτησαν ατν 

24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσς επεν, ἐάν τις ποθάν μ χων τέκνα, πιγαμβρεύσει δελφς ατο τν γυνακα ατο κα ναστήσει σπέρμα τ δελφ ατο.

25 σαν δ παρ᾿ μν πτ δελφοί· κα πρτος γαμήσας τελεύτησε, κα μ χων σπέρμα φκε τν γυνακα ατο τ δελφ ατο·

26 μοίως κα δεύτερος κα τρίτος, ως τν πτά.
27 στερον δ πάντων πέθανε κα γυνή.

28 ν τ ον ναστάσει τίνος τν πτ σται γυνή; πάντες γρ σχον ατήν. 

29 ποκριθες δ ᾿Ιησος επεν ατος· πλανσθε μ εδότες τς γραφς μηδ τν δύναμιν το Θεο.

30 ν γρ τ ναστάσει οτε γαμοσιν οτε κγαμίζονται, λλ᾿ ς γγελοι Θεο ν οραν εσι.

31 περ δ τς ναστάσεως τν νεκρν οκ νέγνωτε τ ρηθν μν π το Θεο λέγοντος,

32 γώ εμι Θες ᾿Αβραμ κα Θες ᾿Ισακ κα Θες ᾿Ιακώβ; οκ στιν Θες Θες νεκρν, λλ ζώντων.

33 κα κούσαντες ο χλοι ξεπλήσσοντο π τ διδαχ ατο.

Απόδοση στη δημοτική

23 Την ίδια εκείνη ημέρα τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι , οι οποίοι πίστευαν και διεκήρυτταν ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, και τον ρώτησαν το εξής:

24 Διδάσκαλε, ο Μωυσής είπε: Αν κανείς πεθάνει χωρίς να αποκτήσει παιδιά, πρέπει ο αδελφός του να νυμφευθεί τη χήρα γυναίκα του και να κάνει απογόνους για το νεκρό αδελφό του.

25 Ήταν λοιπόν μεταξύ μας επτά αδελφοί. Κι ο πρώτος, αφού ήλθε σε γάμο, πέθανε. Κι επειδή δεν είχε παιδιά, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του.

26 Με τον ίδιο τρόπο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος νυμφεύθηκαν την ίδια γυναίκα , μέχρι που την πήραν για σύζυγο και οι επτά.
27 Κι ύστερα από όλους πέθανε και η γυναίκα.

28 Κατά την ανάσταση λοιπόν σε ποιόν από τους επτά άνδρες θα ανήκει ως σύζυγος η γυναίκα; Διότι όλοι την είχαν σύζυγο.

29 Ο Ιησούς τότε τους αποκρίθηκε: Βρίσκεσθε σε πλάνη και δεν γνωρίζετε ούτε τις Γραφές , οι οποίες δεν υποστηρίζουν υλιστικές και παχυλές αντιλήψεις για την ανάσταση , όπως εσείς την φαντάζεσθε, ούτε τη δύναμη του Θεού , για την οποία τίποτε δεν είναι αδύνατο ή δύσκολο.

30 Βρίσκεσθε σε πλάνη λοιπόν και δεν κατανοείτε το αληθινό νόημα των γραφών. Διότι δεν ξέρετε ότι στην ανάσταση ούτε οι άνδρες νυμφεύονται ούτε οι γυναίκες παντρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι Θεού στον ουρανό.

31 Για την ανάσταση όμως των νεκρών δεν διαβάσατε εκείνο που σας είπε ο Θεός πολλά χρόνια μετά το θάνατο των τριών πατριαρχών∙

32 εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ;  Δεν είναι ο Θεός Θεός νεκρών, που κατάντησαν σε ανυπαρξία, όπως φαντάζεσθε εσείς, αλλά είναι Θεός ζωντανών. Και οι πατριάρχες λοιπόν, αν και είναι πεθαμένοι,  ζουν.

33 Και τα πλήθη του λαού όταν άκουσαν αυτά, κυριεύθηκαν από έκπληξη και βαθύ θαυμασμό για τη διδαχή του.

Από «Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ»
+ ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΑΘΗΝΑΙ 2011

Αρχειοθήκη ιστολογίου