Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Μάθε να περιμένεις (συνέχεια)

…Είναι ανάγκη να περιμένεις. Ο σπόρος που φυτεύεις ν’ ανθίσει, θέλει χρόνο να καρπίσει. Φυτεύεις σπόρους. Είσαι μάνα. Είσαι πατέρας. Είσαι φοιτητής και φοιτήτρια. Είσαι μαθητής και μαθήτρια. Είσαι γέροντας, γερόντισσα. Ό,τι κι αν είσαι, σπέρνεις. Διαρκώς σπέρνεις σπόρους. Να έχεις τη βεβαιότητα ότι ο σπόρος σου θ’ ανθίσει. Αυτά που λες θα πιάσουν τόπο. Αλλά για να γίνει αυτή η ανθοφορία και καρποφορία , θέλει να περιμένεις. Δε θα γίνει τώρα αμέσως. Αυτό που λες στο παιδί σου σήμερα, δεν πάει χαμένο. Μα δε θα δεις το θαύμα μετά από πέντε λεπτά. Δεν αποκλείεται βέβαια κι αυτό. Μπορεί να επιτρέψει ο Κύριος να δεις μια αλλοίωση γρήγορη κι απότομη, ταυτόχρονη με τα λόγια σου. Αλλά, κατά κανόνα, ο Κύριος- για να μας έχει όλους στην ταπείνωση και την αγάπη˙ για να μας μάθει να ελπίζουμε στη δική του επέμβαση και προστασία και βοήθεια- μας λέει, «Περίμενε. Είπες την καλή κουβέντα; Περίμενε. Λες σήμερα κάτι καλό στο παιδί σου; Να είσαι βέβαιος δεν πάει χαμένο. Θα το δεις.» Μαθαίνεις στο παιδί σου τρόπους αληθινής ζωής με το βίωμά σου, με το παράδειγμά σου; Αυτή τη στιγμή σπέρνεις, ρίχνεις σπόρους στην καρδούλα του παιδιού. Πρέπει να περιμένεις όμως. Σε βλέπουν τα παιδιά που μελετάς την αγία Γραφή, βιβλία χριστιανικά, λογοτεχνία και άλλα βιβλία χρήσιμα. Εκείνη την ώρα ξέρεις τι κάνεις; Σπέρνεις κάτι δυνατό μες στην ψυχούλα τους, τους μιλάς, τους δίνεις ένα μήνυμα. Σε βλέπει το παιδί να μπαίνεις στο δωμάτιό σου , να γονατίζεις και να κάνεις λίγη προσευχή. Σε βλέπει το παιδί σου μέσα στον πανικό ενός οικογενειακού προβλήματος να ‘σαι ήρεμος. Κοιτάει το πρόσωπό σου μέσα στην καταιγίδα και βλέπεις ότι έχεις ειρήνη, ενώ γύρω σου όλοι μιλάνε για πόλεμο. Και λέει «Κοίταξε. Ο πατέρας μου, ενώ τώρα γίνεται πανικός και στο σπίτι έχουμε προβλήματα, κοίταξέ τον. Είναι ψύχραιμος. Είναι ήρεμος. Κυβερνά την κατάσταση. Η μητέρα μου, κοίτα πόσο ψύχραιμα αντιμετωπίζει τις δοκιμασίες της ζωής. Έχει γαλήνη στην καρδιά της. Δε θυμώνει, δε φωνάζει, δε μισεί , δεν αντιδρά, δεν αντιπαθεί». Μ’ όλ’ αυτά που κάνεις, ξέρεις τι κάνεις; Φυτεύεις σπόρους γύρω σου…
… Το λέει πολύ ωραία αυτό ο άγιος Χρυσόστομος. Λέει ότι το χειμώνα, όταν το χιόνι σκεπάζει τη γη, κάτω απ’ αυτό το σιωπηλό, άσπρο σεντόνι, κρύβεται μια ολόκληρη ζωή. Εσύ δε βλέπεις τίποτα. Λες «Νεκρή φύση». Τα κλαδιά ξερά, στεγνά. Η φύση νεκρωμένη. Δε βλέπεις πρασινάδα. Άσπρο το σεντόνι της γης με το χιόνι. Κι όμως από κάτω ξέρεις τι γίνεται; Μια ολόκληρη ζωή ετοιμάζεται. Ετοιμάζονται αυτοί οι σπόροι που την άνοιξη θα δώσουν τη ζωή και θα κάνουν αυτό το χωράφι που τώρα είναι νεκρωμένο χωρίς ίχνος ζωής- δε φαίνεται πουθενά ζωή- ν’ ανθίσει και να πρασινίσει. Τι πρέπει να κάνει ο γεωργός; Υπομονή. Να περιμένει. Αξίζει όμως τον κόπο.
Είναι ανάγκη να περιμένεις. Να μην βιάζεσαι στη ζωή και θα δεις αποτελέσματα. Και να μην απογοητεύεσαι. Μην αφήσεις την απογοήτευση να τσακίσει την καρδιά σου. Διότι με την απογοήτευση , αρρωσταίνεις. Δε σε βοηθάει…
… «Ὑπομένων, ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι καὶ εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου». Με υπομονή έκανα υπομονή. Περιμένω τον Κύριο. Θέλει υπομονή για να κάνεις υπομονή. Παράδοξο σχήμα έτσι όπως είναι γραμμένο κι ακούγεται: Με υπομονή κάνω υπομονή. Να περιμένεις τον άνθρωπό σου, τον σύζυγό σου, που ‘χει φύγει, το παιδί σου που αντιδρά και φεύγει. Όλα αυτά θέλουν υπομονή. Σήμερα κάνει επανάσταση, ναι. Διαμαρτύρεται κι αντιμιλά. Και τι σου λέει ο πνευματικός σου; Τι να σου πει. Πας και λες «Πάτερ, βρείτε μου μία λύση». Ε, τι λύση να σου πει ο άνθρωπος. Τι θες να σου πει δηλαδή. «Να κάνεις προσευχή και υπομονή». «Και πότε, πάτερ, θ’ αλλάξει το παιδί μου;». «Δεν ξέρω το πότε. Εσύ όμως θα περιμένεις». «Μα πάτερ, δεν μου δίνει σημασία. Του μιλάω και κοιτάει αλλού. Κτυπάει την πόρτα και φεύγει. Του μιλάω και με βρίζει. Πώς θα κάνω υπομονή; Πώς θα το αντέξω αυτό; Πώς θα το αντέξω; Μα μέχρι χθες, μέχρι χθες, το παιδί μου αυτό μ’ είχε πάνω απ’ όλους και απ’ όλα. Και τώρα δεν θέλει να μιλάμε. Δε θέλει να του λέω συμβουλές, δεν θέλει να με ρωτάει, δε θέλει τίποτα». «Και ξέρετε τι θυμάμαι;» μου ‘πε μια μάνα. «Θυμάμαι, πάτερ, όταν το παιδάκι μου ήτανε μικρό και έπρεπε να πάω να δω ένα θέατρο μια φορά με το σύζυγό μου, να δούμε ένα ωραίο έργο. Κι έπρεπε να το αφήσουμε το παιδάκι μας στην αδερφή μου να το κρατήσει για ένα βράδυ. Και δεν ήθελε τότε ο μικρός μου να μ’ αποχωριστεί. Δεν ήθελε να πάει, δεν μπορούσε ν’ αντέξει, δεν καθόταν χωρίς εμένα. Κι αυτό το παιδάκι που δεν μπορούσε χωρίς εμένα, τώρα εμένα δε με θέλει . Θέλει όλους τους άλλους , τους φίλους, τους γνωστούς του, και δε θέλει εμένα. Που, κάποτε, δεν μπορούσε χωρίς εμένα. Προτιμά να λείπει από κοντά μας , απ’ το σπίτι, για ώρες και για μέρες. Η χαρά του είναι να λείπει, να φεύγει, να πηγαίνει αλλού. Και εγώ, πάτερ, πώς θ’ αντέξω; Πώς θα κάνω υπομονή να γυρίσει πίσω το παιδί μου; Περιμένω ν ακούσω το κλειδί στην πόρτα το βράδυ, να ‘ρθει, να ησυχάσω, να μπορέσω να κοιμηθώ. Και λέω «άντε να γυρίσει. Άντε να γυρίσει». Κοιτάω το ρολόι και πάει εντεκάμιση, πάει δώδεκα, πάει δωδεκάμισι, πάει δυόμιση, πάει τρεις. Και μια φορά γύρισε τεσσερισήμισι το πρωί. Κι εγώ περίμενα, περίμενα, περίμενα. Υπομονή ατέλειωτη. Τι θα κάνω; Τι να κάνω; Δε μπορώ άλλο». «Τι να κάνεις; Να περιμένεις». «Πώς να περιμένω;» . «Με πίστη. Μόνο με πίστη». Αν πιστεύεις στον Χριστό θα περιμένεις. Αν δεν πιστεύεις στο Χριστό, δεν μπορεί να περιμένεις. Γιατί μόνο ο άνθρωπος που ελπίζει στη θεϊκή επέμβαση και βοήθεια, περιμένεις. Ο άλλος κινείται ανθρώπινα και λέει «Θα κάνω τις δικές μου κινήσεις. Εγώ θα αναλάβω». Εσύ που τα δοκίμασες όλα τα δικά σου, κι απογοητεύτηκες, και μετά από τόσα λάθη που έκανες, τώρα λες , «Μπα, δε βγαίνει τίποτα. Τα δικά μου τα δοκίμασα όλα. Έτρεξα, χτύπησα, έβρισα, μίλησα απότομα, το ‘πιασα απ’ το γιακά, το χαστούκισα, το κλείδωσα, έκανα πολλά. Και ξέρεις τι πέτυχα απ’ όλ’ αυτά; Απελπίστηκα απ’ τον εαυτό μου. Απελπίστηκα απ’ τις παιδαγωγικές μου, απ’ τις τεχνικές μου, απ’ τις τακτικές μου, απελπίστηκα απ’ τα λόγια μου. Απελπίστηκα απ’ τον εαυτό μου. Τι να κάνω;»
Και ξέρεις τι έχω να πω αν απελπίστηκες ; Είσαι μακάριος. Διότι πέτυχες κάτι που άλλοι θ’ αργήσουν πολύ να καταλάβουν. Ποιο; Ότι ο άνθρωπος από μόνος του είναι μια απελπισία σκέτη. Είναι προνόμιο να έχεις απελπιστεί ως γονέας. Πρόσεξε τι θα πω, να το εξηγήσω: όταν απελπιστείς από τον εαυτό σου, είναι η πιο γόνιμη και πιο κατάλληλη στιγμή να ελπίσεις στον Θεό σου. Είναι ωραίο να απελπίζεσαι απ’ τον εαυτό σου. Τότε στρέφεσαι στο Θεό…
(συνεχίζεται)

Από το βιβλίο : «Αγάπη για πάντα
Αθέατα Περάσματα 2»
π. Ανδρέας Κονάνος
ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΑ ΓΑΛΑΞΑ
Η ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΥΣΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου