Συνοπτική βιογραφία Αγίου Εφραίμ
Ο Άγιος Εφραίμ εγεννήθη εις τα Τρίκαλα Θεσσαλίας, το έτος 1384.
Ωε γνωστόν τα Τρίκαλα το έτος 1393 περιήλθαν υπό Τουρκικήν κατοχήν, υπό του Βαγιαζίτ του Α΄ του Κεραυνού, ο οποίος κατέκτησε την χώραν της Θεσσαλίας. Έκτοτε ήρχισεν η εγκατάστασις Μουσουλμάνων εις τας Θεσσαλικάς Πεδιάδας.
Τ0 1935 εις την Θεσσαλονίκην ήρχισεν να εφαρμόζεται το «παιδομάζωμα» , το οποίον επί Μουράτ Β΄ ωργανώθη συστηματικώτερον εις όλας τας τουρκοκρατουμένας περιοχάς. Συνήθως εστρατολογούντο παιδιά 14-18 ετών ή 15-20, αλλά και μικροτέρας ηλικίας.
Ο Άγιος Εφραίμ σε ηλικία 14 ετών, το 1398, με το κοσμικόν όνομα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΡΦΗΣ εγκατέλειψε μητέρα, χήραν, και επτά (7) αδελφούς , τη προτροπή της ευσεβούς αυτού μητρός, προφανώς δια να αποφύγη την βιαίαν στρατολογίαν δια την επάνδρωσιν των γενιτσαρικών σωμάτων, και προσήλθε δια να μονάση εις την Σταυροπηγιακήν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, επί του όρους των Αμώμων της Αττικής.
Ενταύθα, μετά φλογερού ζήλου επεδόθη εις την μοναχικήν πολιτείαν , ως άγγελος βιώσας μετά των αδελφών της Μονής.
Κατά το έτος 1391 οι Τούρκοι υπό τον στρατηγόν Εβρειός εισέβαλον εις την Πελοπόννησον και η πόλις των Αθηνών άρχισε να απειλείται υπ’ αυτού. Το δε έτος 1416 οι Τούρκοι ελεηλάτησαν την Αττικήν και ηνάγκασαν τον Δούκα των Αθηνών Αντώνιο Ατζαγιόλι να ομολογήση εαυτόν υπόφορον του Σουλτάνου.
Κατά το έτος 1424 οι Τούρκοι εισέβαλον βιαίως εις την Ιεράν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, επί του Όρους των Αμώμων και εσφαγίασαν αγρίως τους Πατέρας της Μονής.
Ο Άγιος απουσίαζεν εις την σπηλιάν του επί του Όρους και επιστρέψας , ιδών τα σώματα των Πατέρων εσφαγμένα ένθεν κακείθεν, εθρήνησεν γοερώς. Τον επόμενον χρόνον, την 14ην Σεπτεμβρίου 1425, επανήλθον οι βάρβαροι Οθωμανοί και ευρόντες τον Άγιον, τον συνέλαβαν και τον εβασάνιζον επί 8 ½ μήνας, μετά μεγάλης μανίας και βαρβαρότητος, με τα ίδια μέσα βασανιστηρίων με τα οποία εβασάνισαν τους Αγίους Μεγαλομάρτυρας , Άγιον Γεώργιον, Άγιον Δημήτριον, Αγίαν Αικατερίνην, Αγίαν Βαρβάραν και τόσους άλλους.
Τέλος ,τον εκρέμασαν ανάποδα εις παλαιόν δένδρον μουριάς επί του περιβόλου της Μονής , αφού διεπέρασαν εις τον ομφαλόν του χονδρόν παλαιόν ξύλον αναμμένον και αφού τον εκάρφωσαν επί του δένδρου με μεγάλα σουβλερά γύφτικα καρφιά. Ο Άγιος Εφραίμ ετελείωσε μαρτυρικώς την ζωήν του από τους Τούρκους στις 5 Μαΐου του σωτηρίου έτους 1426 και ώραν 9ην πρωινήν.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού , όπου η θεία Πρόνοια ωδήγησε τα βήματά μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιού καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων, που με το αίμα τους ποτίστηκε το δένδρο της Ορθοδοξίας. Και , καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα απ’ τα χαλάσματα της Ιεράς Μονής , αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σε ιερό τόπο, και έλεγα : «Θεέ μου, αξίωσέ με την ανάξια δούλη σου να ίδω έναν από τους πατέρας που έζησαν εδώ». Και ενώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τον οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μία φωνή μέσα μου να μου λέγη: «Σκάψε εκεί και θα βρης αυτό που επιθυμείς». Και θαυμαστώς μου υπέδειξε με τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριού. Ο καιρός περνούσε και η φωνή πιο δυνατή, πιο φλογερή με προτρέπει: «Σκάψε και θα βρης αυτό που επιθυμείς» κι έδειξα τον τόπο στον εργάτη που είχα φωνάξει εκείνες τις μέρες για μια μικρή επισκευή στο παλιό Ηγουμενείο.
Εκείνος ο άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος μα σκάψη εκεί που με ωθούσε η εσωτερική φωνή. Ήθελε να σκάψη κάπου πιο πέρα, όπου δήποτε αλλού. Στην επιμονή του τον άφησα να πάει όπου ήθελε , και εγώ έμεινα εκεί και προσευχόμουν να μην μπορή να σκάψη , να βρίσκη βράχους, για να αναγκαστή να έλθη στον τόπο που με ωθούσε εκείνη η φωνή.
Και πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία-τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι’ αυτό επέστρεψε εις τον τόπο που αρχικώς του υπέδειξα.
Ο τόπος εκείνος από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, το μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως κάποτε υπήρχε κελλί κάποιου Μοναχού και που έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα που κάποτε συνέβη εκεί. Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες και άρχισε ο αργάτης εκείνος να σκάβει κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και ,επειδή φοβόμουν να μην μου κάνη ζημιά, του είπα: « Μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά», αλλ’ επειδή δεν με άκουγε και έσκαβε με τον ίδιο ρυθμό του είπα: «Μήπως είναι και κανείς θαμμένος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε». Και τότε κατάλαβε και μου είπε: «Νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό που έχεις στο νου σου;». Και αλήθεια , ήμουν τόσο βεβαία , σαν να τον έβλεπα. Και προχωρώντας τώρα εις την αγία και ιεράν εκταφή, και φθάνοντας περίπου ένα και εβδομήντα βάθος, πρώτα έφερε εις το φως ο κασμάς το κεφάλι του ανθρώπου του Θεού. Την ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε όλη τη γύρω ατμόσφαιρα.
Ο εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ο γλώσσα του, κόπηκε η μιλιά του.
«Άφησέ με μόνη, σε παρακαλώ», είπα στον εργάτη και απομακρύνθηκε.
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα του Αγίου και αισθάνθηκα βαθειά την έκτασι του μαρτυρίου του.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση , απόκτησα μεγάλο θησαυρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή, έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί.
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο για κληρικόν, είναι ότι παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγιά του χέρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, που δεν υπήρχε ούτε η ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χοντροϋφασμένο από αργαλειό του παλαιού καιρού∙ το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό και προχωρώντας κάτω από εις τα πόδια και πάλιν, να! το στρίφωμα του ράσου του, όπως και εις τα χέρια ολοκάθαρο, και τα πέλματά του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω, να χαρώ ή να τον κλάψω, πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος του Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι να είδαν τα μάτια του; Έλεγα , κάποιο δράμα θα συνέβη. Και προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του θρυμματίζονταν, διότι η βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι’ αυτό και τα τοποθέτησα, όπως ήταν, στη θυρίδα, που ήταν από τον τάφο του.
Μα τι να σας πω για κείνη την βροχή; Λες και ο Ουρανός έρριχνε ασημένια φυλλαράκια με τα οποία έρραινε τον Άγιο και τον τάφον του.
Ήταν βράδυ, διάβαζα τον Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ’ αυτόν τον άγιον τόπον, που μ’ έφερε ο Κύριος να τον υπηρετήσω, και, ξαφνικά, ακούω βήματα, που ξεκινούσαν από το βάθος του τάφου, προχώρησαν εις την αυλή και έφτασαν εις την πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματά του ηκούοντο δυνατά και σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο η μόνη φορά που φοβήθηκα, αισθάνθηκα το αίμα μου να μουδιάζη εις το κεφάλι μου και από το φόβο μου , ούτε που γύριζα πίσω να ιδώ, οπότε ακούω την φωνή του μου να μου λέγη:
«Έως πότε θα με έχης εκεί πέρα; Κι αυτός που μου έβαλε το κεφάλι μου έτσι…!
Τότε γύρισα και τον είδα∙ ήτο ψηλός εις το ανάστημα, με μικρά μάτια, στρογγυλά, με ελαφριές ρυτίδες στην άκρη∙ τα γένειά του έφθαναν και εκάλυπταν τον λαιμό, και κάπως εδώ και εκεί με χάρι εδιχάζοντο πλαγίως και έμπροσθεν και ολίγον σγουρά, χρώματος μαύρου, με όλη την μοναχική αμφίεσι∙ στο αριστερό του χέρι υπήρχε φως υπέρλαμπρον και το δεξί του χέρι ευλογούσε.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητο. Πήρα θάρρος και δύναμι, ο φόβος εξαφανίστηκε, τον ένιωσα δικό μου και του είπα:
«Συγχώρησέ με , και αύριο, μόλις ξημερώσει ο Θεός την ημέρα, θα σε περιποιηθώ»∙ και αμέσως έγινε άφαντος, και συνέχισα τον Εσπερινό μου εν ειρήνη.
Το πρωί μετά την ακολουθία του Όρθρου επήρα τα άγια οστά και τα καθάρισα από τα χώματα, τα έπλυνα καθαρά και τα απόθεσα στο Ιερό σε μία παλιά θυρίδα , αφού άναψα και ένα καντηλάκι.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τον Όσιον άνθρωπον του Θεού μέσα εις την Εκκλησίαν όρθιον, αριστερά όμως και κοντά στον Άγιο, είδα όρθια και στο ανάστημα του Αγίου , μία περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Αγίου, μία περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Αγίου, που την κρατούσε με το ένα του χέρι αγκαλιασμένη.
Ήταν από παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη και με το χέρι εργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι και εγώ του έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη από καθαρό κερί, και τότε άκουσα την φωνή του να μου λέγη:
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ονομάζομαι Εφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός και είχα μέσα μου μία απορία για τούτο το περιστατικό.
Μια μέρα, και μετά το τέλος του Εσπερινού, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω την πόρτα της Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος.
Εμπήκα στο ιερό, διότι είχα εκεί τοποθετημένα τα Άγιά του λείψανα, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω δια την ουράνιον εκείνην ευωδίαν που ανέπεμπαν τα άγιά του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός επλημμύρισε όλο μου το είναι, αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισον , μα και την ταπεινότητά μου σ’ αυτό το μεγαλείο.
Καθηγουμένη,
Μοναχή Μακαρία
Από το : «Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ»
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΣΕΜΝΩΜΑ
ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΩΜΩΝ
Ο ΒΙΟΣ, Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΚΑΙ
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ
ΥΠΟ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ, ΜΟΝΑΧΗΣ
ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΔΕΣΥΠΡΗ
ΑΘΗΝΑΙ 2011
Ο Άγιος Εφραίμ εγεννήθη εις τα Τρίκαλα Θεσσαλίας, το έτος 1384.
Ωε γνωστόν τα Τρίκαλα το έτος 1393 περιήλθαν υπό Τουρκικήν κατοχήν, υπό του Βαγιαζίτ του Α΄ του Κεραυνού, ο οποίος κατέκτησε την χώραν της Θεσσαλίας. Έκτοτε ήρχισεν η εγκατάστασις Μουσουλμάνων εις τας Θεσσαλικάς Πεδιάδας.
Τ0 1935 εις την Θεσσαλονίκην ήρχισεν να εφαρμόζεται το «παιδομάζωμα» , το οποίον επί Μουράτ Β΄ ωργανώθη συστηματικώτερον εις όλας τας τουρκοκρατουμένας περιοχάς. Συνήθως εστρατολογούντο παιδιά 14-18 ετών ή 15-20, αλλά και μικροτέρας ηλικίας.
Ο Άγιος Εφραίμ σε ηλικία 14 ετών, το 1398, με το κοσμικόν όνομα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΡΦΗΣ εγκατέλειψε μητέρα, χήραν, και επτά (7) αδελφούς , τη προτροπή της ευσεβούς αυτού μητρός, προφανώς δια να αποφύγη την βιαίαν στρατολογίαν δια την επάνδρωσιν των γενιτσαρικών σωμάτων, και προσήλθε δια να μονάση εις την Σταυροπηγιακήν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, επί του όρους των Αμώμων της Αττικής.
Ενταύθα, μετά φλογερού ζήλου επεδόθη εις την μοναχικήν πολιτείαν , ως άγγελος βιώσας μετά των αδελφών της Μονής.
Κατά το έτος 1391 οι Τούρκοι υπό τον στρατηγόν Εβρειός εισέβαλον εις την Πελοπόννησον και η πόλις των Αθηνών άρχισε να απειλείται υπ’ αυτού. Το δε έτος 1416 οι Τούρκοι ελεηλάτησαν την Αττικήν και ηνάγκασαν τον Δούκα των Αθηνών Αντώνιο Ατζαγιόλι να ομολογήση εαυτόν υπόφορον του Σουλτάνου.
Κατά το έτος 1424 οι Τούρκοι εισέβαλον βιαίως εις την Ιεράν Μονήν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, επί του Όρους των Αμώμων και εσφαγίασαν αγρίως τους Πατέρας της Μονής.
Ο Άγιος απουσίαζεν εις την σπηλιάν του επί του Όρους και επιστρέψας , ιδών τα σώματα των Πατέρων εσφαγμένα ένθεν κακείθεν, εθρήνησεν γοερώς. Τον επόμενον χρόνον, την 14ην Σεπτεμβρίου 1425, επανήλθον οι βάρβαροι Οθωμανοί και ευρόντες τον Άγιον, τον συνέλαβαν και τον εβασάνιζον επί 8 ½ μήνας, μετά μεγάλης μανίας και βαρβαρότητος, με τα ίδια μέσα βασανιστηρίων με τα οποία εβασάνισαν τους Αγίους Μεγαλομάρτυρας , Άγιον Γεώργιον, Άγιον Δημήτριον, Αγίαν Αικατερίνην, Αγίαν Βαρβάραν και τόσους άλλους.
Τέλος ,τον εκρέμασαν ανάποδα εις παλαιόν δένδρον μουριάς επί του περιβόλου της Μονής , αφού διεπέρασαν εις τον ομφαλόν του χονδρόν παλαιόν ξύλον αναμμένον και αφού τον εκάρφωσαν επί του δένδρου με μεγάλα σουβλερά γύφτικα καρφιά. Ο Άγιος Εφραίμ ετελείωσε μαρτυρικώς την ζωήν του από τους Τούρκους στις 5 Μαΐου του σωτηρίου έτους 1426 και ώραν 9ην πρωινήν.
ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού Μοναστηριού , όπου η θεία Πρόνοια ωδήγησε τα βήματά μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιού καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των Αγίων, που με το αίμα τους ποτίστηκε το δένδρο της Ορθοδοξίας. Και , καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα απ’ τα χαλάσματα της Ιεράς Μονής , αναλογιζόμουν ότι βρίσκομαι σε ιερό τόπο, και έλεγα : «Θεέ μου, αξίωσέ με την ανάξια δούλη σου να ίδω έναν από τους πατέρας που έζησαν εδώ». Και ενώ πέρασε αρκετός καιρός κατά τον οποίο συνεχώς παρακαλούσα, ένιωθα μία φωνή μέσα μου να μου λέγη: «Σκάψε εκεί και θα βρης αυτό που επιθυμείς». Και θαυμαστώς μου υπέδειξε με τρόπο μυστηριακό ένα κομμάτι γης στο προαύλιο του Μοναστηριού. Ο καιρός περνούσε και η φωνή πιο δυνατή, πιο φλογερή με προτρέπει: «Σκάψε και θα βρης αυτό που επιθυμείς» κι έδειξα τον τόπο στον εργάτη που είχα φωνάξει εκείνες τις μέρες για μια μικρή επισκευή στο παλιό Ηγουμενείο.
Εκείνος ο άνθρωπος δεν ήταν πρόθυμος μα σκάψη εκεί που με ωθούσε η εσωτερική φωνή. Ήθελε να σκάψη κάπου πιο πέρα, όπου δήποτε αλλού. Στην επιμονή του τον άφησα να πάει όπου ήθελε , και εγώ έμεινα εκεί και προσευχόμουν να μην μπορή να σκάψη , να βρίσκη βράχους, για να αναγκαστή να έλθη στον τόπο που με ωθούσε εκείνη η φωνή.
Και πράγματι, ενώ προσπάθησε σε τρία-τέσσερα μέρη, συνεχώς έβρισκε βράχους και γι’ αυτό επέστρεψε εις τον τόπο που αρχικώς του υπέδειξα.
Ο τόπος εκείνος από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, το μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως κάποτε υπήρχε κελλί κάποιου Μοναχού και που έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα που κάποτε συνέβη εκεί. Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες και άρχισε ο αργάτης εκείνος να σκάβει κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και ,επειδή φοβόμουν να μην μου κάνη ζημιά, του είπα: « Μην βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά», αλλ’ επειδή δεν με άκουγε και έσκαβε με τον ίδιο ρυθμό του είπα: «Μήπως είναι και κανείς θαμμένος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε». Και τότε κατάλαβε και μου είπε: «Νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό που έχεις στο νου σου;». Και αλήθεια , ήμουν τόσο βεβαία , σαν να τον έβλεπα. Και προχωρώντας τώρα εις την αγία και ιεράν εκταφή, και φθάνοντας περίπου ένα και εβδομήντα βάθος, πρώτα έφερε εις το φως ο κασμάς το κεφάλι του ανθρώπου του Θεού. Την ίδια δε στιγμή σκορπίστηκε άρρητη ευωδία σε όλη τη γύρω ατμόσφαιρα.
Ο εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ο γλώσσα του, κόπηκε η μιλιά του.
«Άφησέ με μόνη, σε παρακαλώ», είπα στον εργάτη και απομακρύνθηκε.
Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα του Αγίου και αισθάνθηκα βαθειά την έκτασι του μαρτυρίου του.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση , απόκτησα μεγάλο θησαυρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή, έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί.
Χαρακτηριστικόν, ότι επρόκειτο για κληρικόν, είναι ότι παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγιά του χέρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, που δεν υπήρχε ούτε η ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χοντροϋφασμένο από αργαλειό του παλαιού καιρού∙ το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό και προχωρώντας κάτω από εις τα πόδια και πάλιν, να! το στρίφωμα του ράσου του, όπως και εις τα χέρια ολοκάθαρο, και τα πέλματά του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω, να χαρώ ή να τον κλάψω, πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος του Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι να είδαν τα μάτια του; Έλεγα , κάποιο δράμα θα συνέβη. Και προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του θρυμματίζονταν, διότι η βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι’ αυτό και τα τοποθέτησα, όπως ήταν, στη θυρίδα, που ήταν από τον τάφο του.
Μα τι να σας πω για κείνη την βροχή; Λες και ο Ουρανός έρριχνε ασημένια φυλλαράκια με τα οποία έρραινε τον Άγιο και τον τάφον του.
Ήταν βράδυ, διάβαζα τον Εσπερινό, ήμουν μόνη ακόμα σ’ αυτόν τον άγιον τόπον, που μ’ έφερε ο Κύριος να τον υπηρετήσω, και, ξαφνικά, ακούω βήματα, που ξεκινούσαν από το βάθος του τάφου, προχώρησαν εις την αυλή και έφτασαν εις την πόρτα της Εκκλησίας. Τα βήματά του ηκούοντο δυνατά και σταθερά τόσον, ώστε ένιωσα μέσα μου ότι ήτο η μόνη φορά που φοβήθηκα, αισθάνθηκα το αίμα μου να μουδιάζη εις το κεφάλι μου και από το φόβο μου , ούτε που γύριζα πίσω να ιδώ, οπότε ακούω την φωνή του μου να μου λέγη:
«Έως πότε θα με έχης εκεί πέρα; Κι αυτός που μου έβαλε το κεφάλι μου έτσι…!
Τότε γύρισα και τον είδα∙ ήτο ψηλός εις το ανάστημα, με μικρά μάτια, στρογγυλά, με ελαφριές ρυτίδες στην άκρη∙ τα γένειά του έφθαναν και εκάλυπταν τον λαιμό, και κάπως εδώ και εκεί με χάρι εδιχάζοντο πλαγίως και έμπροσθεν και ολίγον σγουρά, χρώματος μαύρου, με όλη την μοναχική αμφίεσι∙ στο αριστερό του χέρι υπήρχε φως υπέρλαμπρον και το δεξί του χέρι ευλογούσε.
Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση και χαρά ανεκλάλητο. Πήρα θάρρος και δύναμι, ο φόβος εξαφανίστηκε, τον ένιωσα δικό μου και του είπα:
«Συγχώρησέ με , και αύριο, μόλις ξημερώσει ο Θεός την ημέρα, θα σε περιποιηθώ»∙ και αμέσως έγινε άφαντος, και συνέχισα τον Εσπερινό μου εν ειρήνη.
Το πρωί μετά την ακολουθία του Όρθρου επήρα τα άγια οστά και τα καθάρισα από τα χώματα, τα έπλυνα καθαρά και τα απόθεσα στο Ιερό σε μία παλιά θυρίδα , αφού άναψα και ένα καντηλάκι.
Το βράδυ της ιδίας ημέρας βλέπω στον ύπνο μου τον Όσιον άνθρωπον του Θεού μέσα εις την Εκκλησίαν όρθιον, αριστερά όμως και κοντά στον Άγιο, είδα όρθια και στο ανάστημα του Αγίου , μία περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Αγίου, μία περίλαμπρη ωραιότατη εικόνα του Αγίου, που την κρατούσε με το ένα του χέρι αγκαλιασμένη.
Ήταν από παλαιό ασήμι σφυρηλατημένη και με το χέρι εργασμένη, δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι και εγώ του έβαλα μία λαμπάδα αναμμένη από καθαρό κερί, και τότε άκουσα την φωνή του να μου λέγη:
«Σ’ ευχαριστώ πολύ. Ονομάζομαι Εφραίμ».
Πέρασε αρκετός καιρός και είχα μέσα μου μία απορία για τούτο το περιστατικό.
Μια μέρα, και μετά το τέλος του Εσπερινού, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να κλείσω την πόρτα της Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σαν από κεχριμπαρένιο κομπολόι. Κατάλαβα ότι ήταν ο Άγιος.
Εμπήκα στο ιερό, διότι είχα εκεί τοποθετημένα τα Άγιά του λείψανα, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα. Αλλά τι να πω και τι να λαλήσω δια την ουράνιον εκείνην ευωδίαν που ανέπεμπαν τα άγιά του Λείψανα! Χείμαρρος πραγματικός επλημμύρισε όλο μου το είναι, αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισον , μα και την ταπεινότητά μου σ’ αυτό το μεγαλείο.
Καθηγουμένη,
Μοναχή Μακαρία
Από το : «Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ
Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ & ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ»
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΤΟΝ ΣΕΜΝΩΜΑ
ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΩΜΩΝ
Ο ΒΙΟΣ, Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ ΚΑΙ
ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ
ΥΠΟ
ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΗΣ, ΜΟΝΑΧΗΣ
ΜΑΚΑΡΙΑΣ ΔΕΣΥΠΡΗ
ΑΘΗΝΑΙ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου