Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

«αρχιμανδρίτου Τιμοθέου (Τζιαβάρα) ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ (Στην Α΄ εκατοντάδα κεφαλαίων περί αγάπης)

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ
ΕΚΑΤΟΝΤΑΣ ΠΡΩΤΗ


1. «Αγάπη μεν εστιν, διάθεσις ψυχής αγαθή, καθ’ ην ουδέν των όντων, της του Θεού γνώσεως προτιμά. Αδύνατον δ’ εις έξιν ελθείν ταύτης της αγάπης, τον προς τι των επιγείων έχοντα προσπάθειαν».
[ Αγάπη είναι η αγαθή διάθεση της ψυχής , κατά την οποία η ψυχή δεν προτιμά τίποτε από τα υλικά πράγματα μπροστά στη γνώση του Θεού. Και είναι αδύνατο να φτάσει κανείς στην απόκτηση της αγάπης όταν έχει προσκόλληση σε κάποιο από τα επίγεια].
Η αγάπη, μας λέει ο άγιος Μάξιμος, είναι η αγαθή διάθεση της ψυχής. Είναι εσωτερικό βίωμα, το οποίο βγαίνει προς τα έξω ως ενέργεια. Όπως ο Θεός, όντας ο μόνος αγαθός, κινήθηκε έξω από τον εαυτό Του και έπλασε τον κόσμο, έτσι και ο αγαθός άνθρωπος, ο άνθρωπος της αγάπης, κινείται προς κοινωνία με τους ομοφύλους του. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης δίνει έναν ωραιότατο και ευσύνοπτο ορισμό της αγάπης. Η αγάπη, λέει, κατά μεν την ποιότητά της είναι ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό, όσο βέβαια μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στη θέωση. Κατά δε την ενέργειά της είναι μέθη της ψυχής , έμπυρος έρωτας προς τον Θεό. Απ’ αυτόν τον έρωτα πηγάζουν η πίστη, η άβυσσος της μακροθυμίας και η θάλασσα της ταπεινώσεως. Όταν έχει κανείς μέσα του αυτή την πύρινη αγάπη, δεν υπάρχει κανένας αντίθετος λογισμός. Όλοι οι λογισμοί απορρέουν από την αγάπη και επικεντρώνονται στην αγάπη και στη μοναδική πηγή της αγάπης , το Θεό.
Αγάπη, συνεπώς, δεν είναι αγαπολογία, ακατάσχετη αδολεσχία περί αγάπης. Ούτε εξωτερική δραστηριότητα. Δεν είναι ψώμιση των υπαρχόντων και διατροφή των πεινασμένων ούτε παράδοση του εαυτού στη φωτιά για χάρη του άλλου. Είναι και αυτό. Αλλά κυρίως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και ελεημοσύνη και φιλανθρωπία και αγαθοεργία, αλλά πολλές φορές αυτά νοθεύονται από τον εγωισμό μας, από τη φιλαρέσκεια , από την επιδειξιομανία και ματαιοδοξία και υστεροφημία. Εντοιχίζουμε στο Ίδρυμα που κτίζουμε μια παμμεγέθη μαρμάρινη πλάκα στην οποία αναγράφουμε με πελώρια γράμματα το όνομά μας, το όνομα του κτήτορος και δωρητού, για να το βλέπουν και να μας επαινούν όχι μόνο οι ζώντες, αλλά και οι επερχόμενοι. Αγάπη, λέει ο άγιος Μάξιμος, δεν είναι εξωτερικό γνώρισμα, προσωπικό επίχρισμα, αλλά εσωτερικό βίωμα και βάθος, από το οποίο πηγάζουν όλα τα εξωτερικά γνωρίσματά της. Είναι καθημερινή πνοή και αναπνοή. Αν δεν έχεις μέσα σου αγάπη, όλα αυτά που βγαίνουν προς τα έξω, από το στόμα σου και από τις τσέπες σου , θα είναι κίβδηλα, ψεύτικα στοιχεία της αυτοδικαιώσεώς σου, της αυτοκαταξιώσεώς σου, δηλαδή, της εσχάτης αυτοκαταδίκης σου. Αν η αγάπη μας και η φιλανθρωπία μας διαφημίζεται από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως, όπως κατά κανόνα γίνεται με τις προσφορές στους αναξιοπαθούντες εκ μέρους της Πολιτείας, και όχι μόνο, αν «γνωρίζει η αριστερά μας τι ποιεί η δεξιά μας», δεν έχει κανένα αντίκρισμα στην αιωνιότητα, όπου όλα θα ζυγιστούν και θα κριθούν από τον δικαιοκρίτη Κύριο, όπου όλα θα περάσουν μέσα από το καμίνι, για να φανεί το γνήσιο από το νοθευμένο, το σαρκικό από το θεανθρώπινο, το πρόσκαιρο από το αιώνιο.
Ο Χριστός ,η σαρκωμένη αγάπη, ήρθε στη γη κρυφίως , «λαθών ετέχθη υπό το σπήλαιον» και σπαργανώθηκε μέσα στη φάτνη, γιατί δεν υπήρχε τόπος καταλληλότερος μέσα στο σταύλο. «Ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Κανείς δεν πήρε είδηση για τον ερχομό του Άναρχου μέσα στην ιστορία, του Δημιουργού του παντός μέσα στη δημιουργία Του, με σκοπό να την ανακαινίση και να την επαναφέρει στο πρωτόκτιστο κάλλος της, προ πάντων δε, να αναστήσει από την πτώση του το βασιλιά της Δημιουργίας, τον άνθρωπο, και να τον επανενθρονίσει στο θρόνο του. «Η βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως». Η αγάπη δεν προσφέρεται με διαφημίσεις και φαιδρές φωνασκίες. Το γνώρισμά της δεν είναι οι τυμπανοκρουσίες και οι ζητωκραυγές. Ο Χριστός ήρθε μέσα στην ησυχία και την αφάνεια. Τον είδαν και τον ανεγνώρισαν μόνο οι βοσκοί της Βηθλεέμ μέσα στην ησυχία της νύχτας και οι σοφοί της Ανατολής εφοδιασμένοι με την ταπεινόφρονα πίστη και ευσέβεια. Το μυστήριο της θείας σαρκώσεως είναι «μυστήριο κραυγής», το οποίο «εν ησυχία επράχθη». Τα καλά έργα κραυγάζουν από μόνα τους, «πρόδηλά εστι». Δεν χρειάζονται ρητορισμούς και κομπορρημοσύνες. Δεν χρειάζονται γνωστοποιήσεις ,διαφημίσεις και επαίνους. Η πραγματική αγάπη παραμερίζει όλα τας γήινα μπροστά στην αγάπη του Θεού. Εδώ δεν πρόκειται για θεωρητική γνώση του Θεού, για θεολογική και δογματική . Αυτή παρέχεται με τη μελέτη των βιβλίων. Εδώ πρόκειται για εμπειρική και βιωματική γνώση. Η Παρθένος Μαρία ζήτησε από τον αρχάγγελο να πληροφορηθεί , να γνωρίσει τον τον τρόπο της συλλήψεως. «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι», ήταν η απάντηση του Αρχαγγέλου. Η Παναγία Κόρη γνώρισε «αγνώστως» τον τρόπο της συλλήψεως ευθύς αμέσως με την σκήνωση μέσα της του Αγίου Πνεύματος . Κι αυτή την υπεράγνωστη γνώση την κράτησε μέσα της ως υπέρλογο και ανέκφραστο βίωμα, ως θεανθρώπινο μυστήριο , «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον, δι’ ου η άπειρος του Θεού εμφανίζεται δύναμις». Η γνώσις
του Θεού από μέρους του ανθρώπου είναι κοινωνία και ένωση θεανθρώπινη, είναι συνουσία Θεού και ανθρώπου. Αυτό σημαίνει εμπειρική και βιωματική γνώση. Αλλ’ αυτό σημαίνει και εμπειρική και βιωματική αγάπη. Το ανδρόγυνο αγαπιέται και γνωρίζεται, γνωρίζεται και αγαπιέται με την πνευματική και σαρκική συνάφεια και συνουσία. Ο ιερός Αυγουστίνος έλεγε στην προσευχή του: «Κύριε, αξίωσέ με να Σε αγαπήσω για να Σε γνωρίσω και να Σε γνωρίσω για να Σε αγαπήσω». Αρχίζουμε από την αγάπη και φτάνουμε στη γνώση και από τη γνώση μεταπηδούμε πάλι στην αγάπη. Έτσι ο λόγος μας περί αγάπης προς τον Θεό και γνώσεως Αυτού δεν είναι απλή και φτηνή φλυαρία, αλλά αληθινός και βιωματικός. Όποιος έχει «προσπάθεια», δηλαδή προσκόλληση σε γήινα πράγματα, όποιος στηρίζεται στο έχειν του, στο πορτοφόλι του, στις καταθέσεις του, στις επενδύσεις του, αυτός, λέει ο άγιος Μάξιμος , δεν μπορεί, είναι τελείως αδύνατο να έρθει σε εμπειρία της αγάπης προς τον Θεό. Είναι αδύνατο να δει και να γνωρίσει το Θεό «καθώς εστι». Αμήχανο να ζει μέσα στη θεανθρώπινη αγάπη.

2. «Αγάπη μεν τίκτει απάθεια, απάθειαν δε, η εις Θεόν ελπίς ∙ την δε ελπίδα, υπομονή και μακροθυμία∙ ταύτας δε, η περιεκτική εγκράτεια∙ εγκράτειαν δε, ο του Θεού φόβος∙ τον δε φόβον , η εις Κύριον πίστις.
[ Την αγάπη γεννά η απάθεια. Την απάθεια γεννά η ελπίδα στον Θεό. Την ελπίδα στον Θεό γεννούν η υπομονή και η μακροθυμία. Κι αυτές όλες οι αρετές γεννά η εγκράτεια. Την εγκράτεια πάλι γεννά ο φόβος του Θεού και το φόβο η πίστη στον Κύριο ] .
Η αγάπη είναι αγιοπνευματικό χάρισμα. Είναι δωρεά του Αγίου πνεύματος στους κεκαθαρισμένους από τα πάθη. Και σ’ αυτό εδώ το κεφάλαιο ο άγιος Μάξιμος αυτό μας λέει. Την αγάπη την γεννά η απάθεια, αλλά η απάθεια προϋποθέτει πολύν αγώνα, αιματηρό αγώνα για το ξερρίζωμα των δυσωνύμων παθών σαρκός και πνεύματος. Αυτά τα πάθη της σαρκός και του πνεύματος μας αγκιστρώνουν στα επίγεια και φθαρτά και ρέοντα. Αυτά τα πάθη μας αφαιρούν την προοπτική της αιωνιότητος και μας εγκλωβίζουν στο εδώ και το τώρα, που είναι γεμάτα από άνοια και παράνοια και απελπισία. Ανέραστα και θνησιμαία.
Ο αββάς της εύανδρης και «εξανθείσης» ερήμου συνιστά: «Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα. Για να λάβεις το χάρισμα της αγάπης , το πνεύμα της αγάπης , και ν’ αποβάλεις τον υλόφρονα νου και το υλιστικό και σαρκικό πνεύμα, πρέπει να ματώσεις στην άσκηση. Να ασκηθείς στην εγκράτεια, στην υπομονή, στη μακροθυμία. Να αποβάλεις το προσωπείο της ψεύτικης χριστιανικής ευσέβειας και του καθωσπρεπισμού, που για χρόνια πολλά έχεις φτιάξει για τον εαυτό σου και το κουβαλάς με υπερβάλλοντα ζήλο και ναρκισσισμό. Να απορρίψεις τα εύσημα του κόσμου για τα «καλά σου έργα» και την ενάρετη ζωή σου. Να νιώσεις σαν ένα «άχθος αρούρης» και ως «περικάθαρμα του κόσμου». Αυτό, βέβαια, δεν είναι και τόσο εύκολο όσο το λέμε. Είναι οδυνηρό. Πονάς σαν να σου κόβουν ένα μέρος από την σάρκα σου. Ο πόνος του λογισμού , ο πόνος της εμπαθούς συνειδήσεως είναι μεγαλύτερος και οξύτερος από τον πόνο του σώματος. Γι’ αυτό και την άσκηση της ερήμου την ονομάζουν μαρτύριο της συνειδήσεως. Όμως ο πόνος αυτός είναι λυτρωτικός. Οδηγεί στην Αγάπη, στη ζωή. Γι’ αυτό να φέρεις μέσα σου την αμετάθετη ελπίδα και τον φόβο του Θεού. «Ο Θεός αγάπη εστί», αλλ’ ο Χριστός είναι η «σοφία του Θεού», που σαρκώθηκε για να μας απολυτρώσει και δικαιώσει. Όποιος πιστεύει και ελπίζει στον Θεό, όποιος φοβάται, δηλαδή σέβεται και ευλαβείται και λατρεύει τον Θεό, όποιος έχει υπομονή στα βάσανα και στους πειρασμούς της ζωής, όποιος ανέχεται και μακροθυμεί στις προκλήσεις των αδελφών, όποιος εγκρατεύεται στις άλογες επιθυμίες και παρορμήσεις του θυμικού και επιθυμητικού μέρους της ψυχής, προσεγγίζει τα κράσπεδα της αγάπης και με βοηθό τη θεία χάρη ανέρχεται σιγά-σιγά προς την αγία κορυφή της, προς τον Θεό της αγάπης και κάθε αγαθού.
...
5. «Ει πάντα τα όντα δια του Θεού και δια τον Θεόν γέγονε, κρείττων δε ο Θεός των δι’ αυτού γεγονότων, ο καταλιμπάνων τον Θεόν τον ασυγκρίτως κρείττονα και τοις χείροσιν ενασχολούμενος ,δείκνυσιν εαυτόν προτιμώντα του Θεού τα δι’ αυτού γεγονότα».
[Εάν όλα τα όντα έγιναν από τον Θεό και για τον Θεό, ο Οποίος είναι ανώτερος όλων των δημιουργημάτων Του, εκείνος που εγκαταλείπει τον ασύγκριτα ανώτερον όλων Θεό και ασχολείται με τα κατώτερα και χειρότερα, δείχνει ότι προτιμά από τον Θεό αυτά που έχουν γίνει απ’ Αυτόν].
Εδώ ο άγιος Μάξιμος μας παραπέμπει στον ευαγγελικό λόγο. Δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει κανείς τον Κύριο, αν αγαπά όσα ο Κύριος έχει δημιουργήσει για τον άνθρωπο. Αν ο άνθρωπος κάνει παράχρηση και κατάχρηση των υλικών πραγμάτων, εκπίπτει από την αγάπη του Κυρίου, μειώνεται η αγάπη του προς τον Κύριο. Δεν μπορείς να αγαπάς δυο πράγματα ή πρόσωπα αντίθετα μεταξύ τους με την ίδια αγάπη , με την ίδια αφοσίωση. Δεν μπορείς να δουλεύεις με την ίδια ειλικρίνεια σε δυο κυρίους. Δεν μπορείς ν’ αγαπάς τον πατέρα σου και την μάνα σου, τον αδελφό σου και την αδελφή σου , το γιο σου και την κόρη σου πάνω από τον Θεό, που με τη θέληση και ευδοκία και ευλογία Αυτού ήρθαν στην ύπαρξη. Δεν μπορείς να αγαπάς ούτε τον ίδιο τον εαυτό σου. Για να φτάσεις στα ουράνια και αθέατα , πρέπει να περιφρονήσεις τα επίγεια και ορατά, να αρνηθείς τον εαυτό σου, να τον σταυρώσεις, να τον μισήσεις. Δεν γίνεται διαφορετικά. Δεν μπορείς να λατρεύεις τα κτίσματα και τα χρήματα και νάσαι και καλός χριστιανός. Και τα κτίσματα και τα χρήματα συνιστούν την ίδια ψυχοκτόνα ειδωλολατρία. Οδηγούν στο ίδιο ψυχικό κενό, στην ίδια τελική απογοήτευση.
Όταν αγαπάς ειλικρινά και βαθιά τον Θεό, εμπιστεύεσαι σ’ Εκείνον τα πάντα, όπως κάνουν τα πουλάκια τ’ ουρανού και τα κρίνα του αγρού. Τότε είσαι αμέριμνος . Περπατάς με κλειστά μάτια, βλέπεις τα αθέατα και γεύεσαι τα μελλούμενα. Εκείνος φροντίζει για σένα και σου φανερώνεται όπως στους αγίους Του και σε ελεεί όπως Εκείνος θέλει, για να μη σου λείπει τίποτε από τα ουσιώδη. Εσύ χορταίνεις από την αλήθειά Του και τη Χάρη Του, από τη σοφία Του, από την αγάπη Του, από την παντοδυναμία Του, από το ψωμί Του και το νερό Του. Τρέφει τους ερημίτες , όπως έθρεψε τους πεντακισχιλίους στην έρημον της Καπερναούμ, όπως έθρεψε τον προφήτη Ηλία στο όρος Χωρήβ και τη χήρα στα Σαρεπτά, τους Εβραίους σαράντα χρόνια στην έρημο. Τίποτε δεν αδυνατεί στον Θεό. Όταν αγαπάς ειλικρινά το Θεό, τον Ποιητή σου και Σωτήρα σου, δεν Τον αντικαθιστάς μέσα στην καρδιά σου με τα φθαρτά του κόσμου τούτου, αλλ’ αντίθετα όλ’ αυτά τα θεωρείς σκύβαλα μπροστά στο Χριστό. Τα θεωρείς περιττά, και τα περιττά οδηγούν στην απληστία και στον θάνατο. Το χρυσάφι δεν ανταλλάσσεται ποτέ με χώμα. Το ασήμι δεν αντικαθίσταται ποτέ με το γυαλί.
...
13. «Ο αγαπών τον Θεόν ου δύναται μη και κατά πάντα άνθρωπον ως εαυτόν αγαπήσαι, ει και προς τα πάθη δυσχεραίνει των μήπω κεκαθαρμένων. Διο και την επιστροφήν αυτών βλέπων και την διόρθωσιν, αμετρήτω και ανεκλαλήτω χαίρει χαρά».
[ Εκείνος που αγαπά τον Θεό δεν μπορεί να μην αγαπήσει κάθε άνθρωπο όπως τον εαυτό του, έστω και αν συναντά δυσκολίες από αυτούς που ακόμη δεν έχουν καθαριστεί από τα πάθη. Γι’ αυτό, βλέποντας την επιστροφή τους και τη διόρθωσή τους, χαίρει με ανεκλάλητη χαρά].
Εδώ περνάμε από την αγάπη του προς τον Θεό στην αγάπη προς το0ν αδελφό. Είπε ο Αββάς Αντώνιος: « Εάν κερδήσωμεν τον αδελφόν, τον Θεόν κερδαίνομεν». Ο δρόμος που οδηγεί στον Θεό, περνάει μέσα από τους αδελφούς. Κανείς δεν πηγαίνει μόνος του στον Θεό, κανείς δεν θεώνεται παρά μόνο μέσα στην Εκκλησία μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του σώματός της, του θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού. Αυτό είναι η Εκκλησία. Το θεανθρώπινο σώμα του Χριστού. Ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Κάθε χριστιανός, όσο εμπαθής κι αν είναι, είναι μέλος του Χριστού, είναι δυνάμει Χριστός, και όταν απαλλαγεί από τα πάθη του και γεμίσει από το Άγιο Πνεύμα και από τους καρπούς Του, τα αγιοπνευματικά χαρίσματα, γίνεται χριστός και θεός κατά χάρη.
Όταν αγαπάς τον Θεό, αγαπάς και τα παιδιά Του σαν αδελφούς Σου. Όταν δεν αγαπάς τους αδελφούς σου, τους συνανθρώπους σου, δεν αγαπάς ούτε τον Θεό. Κι αν λες πως τον πιστεύεις και Τον αγαπάς, ψεύδεσαι. Ο Άγιος Μάξιμος λέγοντας ότι όποιος αγαπά τον Θεό, σίγουρα αγαπά και τον αδελφό του, όπως αγαπά τον εαυτό του, στηρίζεται στη διδασκαλία του αγίου Ευαγγελίου και των προ αυτού αγίων Πατέρων. Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού». Η σταυρωειδής αγάπη, η κατακόρυφη και οριζόντια, συνιστά τον παράδεισο του ανθρώπου, την αληθινή μακαριότητα. Στο πρόσωπο του αδελφού βλέπουμε το πρόσωπο του Χριστού. «Είδες τον αδελφόν σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου», λένε οι Πατέρες. Και «μακάριός εστι μοναχός ο πάντας ανθρώπους ως Θεόν μετά Θεόν λογιζόμενος».
Ο πραγματικός χριστιανός προσεύχεται για τη μετάνοια και επιστροφή και διόρθωση του αδελφού, και χαίρει με απερίγραπτη και ανεκλάλητη χαρά όταν αυτή πραγματοποιείται. Η προσευχή για τον αδελφό είναι η αληθινή και θεάρεστη και θεοευλόγητη προσευχή, και η χαρά για τον άλλον είναι η πραγματική χαρά. Είναι η χαρά της πνευματικής κοινωνίας και αλληλοπεριχωρήσεως εν Χριστώ Ιησού.
...
24. «Ο κατά μίμησην Θεού την ελεημοσύνην ποιούμενος, ουκ οίδε διαφοράν πονηρού και αγαθού, δικαίου και αδίκου εν τοις του σώματος αναγκαίοις, αλλά πάσιν εξ ίσου κατά χρείαν διανέμει, ει και προτιμά δι’ αγαθήν προαίρεσιν του φαύλου τον ενάρετον».
[ Εκείνος που μιμείται το Θεό, όταν κάνει ελεημοσύνη, δε γνωρίζει διαφορά πονηρού και αγαθού, δικαίου και αδίκου ως προς τις σωματικές ανάγκες τους, αλλά σε όλους διανέμει σύμφωνα με την ανάγκη του καθενός, παρότι προτιμά τον ενάρετο , για την αγαθή του διάθεση, από τον φαύλο].
Εδώ ο Άγιος Μάξιμος καλύπτει και βεβαιώνει το σχόλιό μας στο προηγούμενο κεφάλαιο. Εδώ με το λόγο του ενθυμίζει σε όλους το βίο και την πολιτεία του Μ. Βασιλείου . Ο άγιος εκείνος πατέρας και ποιμένας της Εκκλησίας ευεργετούσε στα πολυάριθμα ευαγή ιδρύματά του πιστούς και απίστους , χριστιανούς και ειδωλολάτρες και γι’ αυτό κατά την ώρα της κηδείας και εκφοράς του τιμίου σκηνώματός του προς τον τάφο, πολλοί των πιστών και των απίστων, των εθνικών, συνεθλίβησαν και πέθαναν. Ο άνθρωπος , σε οποιαδήποτε θρησκευτική συνθήκη και αν βρίσκεται , είναι εικόνα του Θεού. Είτε αμαρτωλός είτε ενάρετος είναι, είναι η εικόνα «της αρρήτου δόξης» Αυτού. Είναι παιδί του Θεού. Η παραβολή του Ασώτου υιού δεν επιτρέπει διακρίσεις ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς , όπως ο πατέρας δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στα υπάκουα και στα αδιάφορα και ανυπάκουα στα παιδιά του. Η πατρική του αγάπη μερίζεται εξ ίσου σε όλα, ή μάλλον προσφέρεται όλη αμερίστως προς όλα τα παιδιά του.
Βέβαια το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο, όσο εύκολα το λέμε. Η ηθική και πνευματική κατάσταση των ανθρώπων και τα προς εμάς αισθήματά τους εξασκούν δυνατή επίδραση πάνω μας. Χρειάζεται μεγάλη ηθική δύναμη, για να πετύχουμε την υπέρβαση της ιδιαιτερότητος. Το υπογραμμίζει και ο άγιος Μάξιμος. «Ει και προτιμά δι’ αγαθήν προαίρεσιν του φαύλου τον ενάρετον». Ύστερα και η Αγία Γραφή μας παρέχει τη δυνατότητα κάποιας διακρίσεως. Συνιστά προς όλους την ελεημοσύνη, αλλά περισσότερο προς τους οικείους της πίστεως. Και τούτο είναι φυσικό και εύλογο. Δεν αφήνει ο αδελφός για τον πάσχοντα αδελφό του, για να βοηθήσει τα ξένα. Ύστερα, αν δεν γίνει αυτό, θα νομιστεί ότι η αρετή και η φαυλότητα εκτιμώνται το ίδιο, πράγμα που αποκλείεται από τη διδασκαλία της Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας.





Από το βιβλίο: «αρχιμανδρίτου Τιμοθέου (Τζιαβάρα)
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ
ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
(Στην Α΄ εκατοντάδα κεφαλαίων περί αγάπης)
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΒΕΛΤΙΩΜΕΝΗ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχειοθήκη ιστολογίου